Η συλλογή της Χριστίνας Οικονομίδου περιλαμβάνει συνθέσεις γραμμένες σε ένα διαμορφωμένο και ελεγχόμενο ιδίωμα, το οποίο διακρίνεται σε αρκετές περιπτώσεις από τις σπάνιες ή τις πρωτότυπες σύνθετες λέξεις. Πρόκειται για ποιήματα που σχηματίζονται συνηθέστερα από τη συρραφή μικρών ρητορικών ενοτήτων με τόνο αποφθεγματικό, ο οποίος υπονομεύεται από την ελλειπτικότητα, την αφαίρεση και τον υποκειμενισμό. Την εντύπωση της συρραφής ενισχύουν οι στίχοι εντός παρενθέσεων και όσοι προστίθενται με τον τύπο του υστερόγραφου. Η ελλειπτικότητα και η αφαίρεση καταστρέφουν συστηματικά την αφηγηματικότητα η οποία ενυπάρχει στις συνθέσεις και ο υποκειμενισμός δημιουργεί εικόνες με ιδιωτικό και σε ικανό βαθμό αποκλεισμένο νόημα. Η ποιητική μέθοδος εδώ αποσκοπεί στη γλωσσική αλλοίωση της εμπειρίας του πραγματικού και στη μεταγλωσσική επαναλλοίωση του αρχικού αποτελέσματος. Τα υπόλοιπα υφολογικά στοιχεία συνδυάζονται με το πιο σημαίνον της συλλογής, τον λυρισμό.
Για τη Χριστίνα Οικονομίδου μία γυναίκα υπάρχει πρώτιστα χάρη στο σώμα της και υπαρκτική προϋπόθεση αποτελεί η ερωτική και μάλιστα η σαρκική επιβεβαίωση. Ετσι αποδύεται στην απόπειρα οι συνθέσεις της να μετατραπούν σε εγγεγραμμένες προβολές του σώματος. Η ερωτική συνεύρεση δεν συνιστά εδώ θεματολογία αλλά την προοπτική της ανάπτυξης του εκάστοτε ποιήματος. Ανάγοντας όμως τον λόγο σε έμφυλη περιπέτεια δίχως καμία πρόθεση εξιδανίκευσης, αυτός απολήγει στην τραυματική επίγνωση της δύναμης της φθοράς, επειδή μία σύλληψη της πραγματικότητας η οποία προσδιορίζεται από τη βιολογία του φύλου καθίσταται αναπόφευκτα επιρρεπής στη θνητότητα. Ο λυρισμός ελέγχεται άρα ως ειρωνικός και αυτοϋποσκαπτόμενος.
Διακριτός παράγοντας των «4 εποχών στον δρόμο» είναι το γεγονός ότι ο αναγνώστης εξοικειώνεται βαθμιαία με το ιδίωμά τους και κατανοεί σταδιακά το στήσιμο των συνθέσεων. Ωστε η συλλογή επέχει ταυτοχρόνως τον ρόλο της ποιητικής μαθητείας, της εισαγωγής στο πώς αποκρυσταλλώνεται το ύφος και πώς δρομολογείται η προχωρητική κίνηση ενός ποιήματος. Κατ’ επέκταση, λειτουργεί ως κείμενο κριτικής, προβιβάζοντας εμμέσως ό,τι συμμορφώνεται προς τις πρακτικές οι οποίες εφαρμόζονται σε αυτήν και εξοβελίζοντας πάλι εμμέσως ό,τι δεν τις ακολουθεί. O Χάρολντ Μπλουμ θέσπισε την ορολογία «Anxiety of Influence» –σε παράφραση «αγωνία του παρελθόντος» –για την οιδιπόδεια επίδραση των προγενέστερων ποιητών στους μεταγενέστερους. Η Σίμα Γκόντφρι μετέρχεται την αντίθετη ορολογία «Anxiety of Anticipation» –σε παράφραση «αγωνία του μέλλοντος» –για την οφειλή των μεγάλων ποιητών της γαλλικής λογοτεχνίας να δρουν συγχρόνως ως σπουδαίοι κριτικοί καταρτίζοντας το πρόγραμμα της μελλοντικής ποίησης. Συνακόλουθα, μπορεί να παρατηρηθεί ότι η προκείμενη συλλογή υπόκειται στην «αγωνία του παρόντος», δηλαδή στην αδημονία για την επικύρωσή της ως αντιπροσωπευτικής για ένα σημαντικό τμήμα του σύγχρονου ποιητικού λόγου, μέσω της ανάδειξης των κανόνων της δημιουργίας της.