Αν και ένας τόμος σχεδόν τριακοσίων σελίδων μπορεί να χαρακτηριστεί ως ογκώδης, τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Γιώργη Παυλόπουλου «Ποιήματα, 1943-2008» άνετα θα την παρομοίαζε κανείς με το επισκεπτήριο ενός ποιητή. Παρομοίωση που μοιάζει να την επιβεβαιώνει μια πλαισίωση των ποιημάτων με ελάχιστα επιπλέον στοιχεία, όπως είναι ένα σύντομο βιογραφικό στα αφτιά του βιβλίου, ένα διαφωτιστικό σημείωμα της εκδότριας Γιώτας Κριτσέλη, πλήρη εργοβιογραφικά σε πέντε μόνο σελίδες του μελετητή Γιάννη Ξούρια και τέλος μια σελίδα σημειώσεων για τις επιγραφές και τα παραθέματα που συναντάει κανείς σε επιμέρους ποιήματα. Καθώς κι ένα σύντομο απόσπασμα από ομιλία του Δ. Ν. Μαρωνίτη, καταχωρισμένο και αυτό στα αφτιά του βιβλίου, γεγονός που κάνει περισσότερο από ορατή την πρόθεση της συγκεντρωτικής αυτής έκδοσης η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου (επτά στο σύνολό τους βιβλία, «Το κατώγι», «Το σακί», «Τα αντικλείδια», «Τριαντατρία χαϊκού», «Λίγη άμμος», «Πού είναι τα πουλιά;», «Να μην τους ξεχάσω») να λειτουργήσει, σε όποιο βαθμό μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς διαμεσολαβητές, μόνο ως δραστικότητα μιας ποιητικής φωνής εκκαμινευμένης μέσα σε δυσχερείς πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Με μία ακόμη «εκκωφαντική» επιβεβαίωση της πρόθεσης αυτής, την απουσία του κειμένου του Γιώργου Σεφέρη για την ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, πολύ περισσότερο αν σκεφτείς πως κανείς σύγχρονος του έλληνα νομπελίστα ποιητή δεν είχε την τύχη να ευεργετηθεί έστω με δυο του λόγια –αν εξαιρέσουμε φυσικά τον Δ. Ι. Αντωνίου.
Ισορροπία
Μια αίσθηση επισκεπτηρίου –για να επιστρέψουμε στον αρχικό χαρακτηρισμό –καθώς οι πολύ επιλεκτικές αφιερώσεις ποιημάτων σε γνωστά πρόσωπα της λογοτεχνίας, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, ο Ν. Δ. Τ. (μάλλον θα πρόκειται για τον χαλκιδαίο ποιητή, πεζογράφο και μελετητή του Παπαδιαμάντη Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο), ο Χριστόφορος Μηλιώνης, ο Μιχάλης Πιερής και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, μοιάζει να ισορροπούν με πρόσωπα άγνωστα, όπως ο Πέτρος, ο Γυφτο-Γιώργος, ο Χάρης, ο Βαγγέλης και η Μαρία, ο Ροβέρτος Γεδ, η Αυγή – Αννα Μάγγελ, ο Νάσος, με τα ποιήματα που τους είναι αφιερωμένα να τους δίνουν έστω και μια αχνή υπόσταση. Αφού όσο συνδέεις στο ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου «Το κατώγι» τον Γιώργο Σεφέρη με τον στίχο του «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη», άλλο τόσο ο Πέτρος στο ποίημα «Αγγελος αντάρτης», καθώς συμπληρώνεται με τις λέξεις «στη μνήμη του», μας φωτογραφίζει έναν σύντροφο που χάθηκε στην Κατοχή ή στον Εμφύλιο, έστω κι αν ο Γιάννης Δάλλας σε μελέτημά του για τον Γιώργη Παυλόπουλο δείχνει να προτιμάει την προσφώνηση του τελευταίου ως «πρίγκιπα» ή «άρχοντα», σύμφωνα δηλαδή με τον τρόπο που τον αποκαλούσε στα γράμματά του ο Τάκης Σινόπουλος, παρά με τη λέξη «σύντροφος» που χρησιμοποιούσαν ο Αρης Αλεξάνδρου όταν απευθυνόταν στον Μαγιακόφσκι και ο Γιάννης Ρίτσος στον Πιερ Κιουρί.
Ολιγογραφία
Οι μεροληπτικές και απάνθρωπες αδικίες της Ιστορίας
Διαβάζοντας ή μάλλον ξαναδιαβάζοντας τα 59 ποιήματα των συλλογών «Το κατώγι» και «Το σακί», όσο σεβαστά ή και ιερά και αν είναι τα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, ποιος διαβάζοντας το ποίημα «Γραμμένο στον τοίχο»(«Μας έβγαλαν τα μάτια / θέρισαν τη λαλιά μας / κι απ’ τη φωνή που κόπηκε / έμεινε η ρίζα με το αίμα / σκίζει την πέτρα για νερό / και πάλι ξανανθίζει») εκατό χρόνια αργότερα δεν θ’ ανατριχιάζει σύγκορμος, χωρίς να έχει καμία απολύτως αίσθηση των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών που το ενέπνευσαν ή και χωρίς ακόμη να το χρειάζεται προκειμένου να επικοινωνήσει μ’ ένα περιεχόμενο που υπήρξε σαφέστατο αλλά η ποίηση το μετέβαλε σε σκοτεινό προκειμένου να το διασώσει. Μια αντίστοιχη προκαταβολική αίσθηση φαίνεται να διακατείχε τον Γιώργη Παυλόπουλο ώστε να αποκαθιστά έγκαιρα τις μεροληπτικές και απάνθρωπες αδικίες της Ιστορίας με την αμεροληψία και τη βαθύτατη φιλάνθρωπη δικαιοσύνη της ποίησης.
Θα έλεγε κανείς σε σχέση με τον Γιώργη Παυλόπουλο ότι οι πολιτικές και κοινωνικές περιπέτειες, το απόσταγμά τους δηλαδή, εσωτερικοποιούνται σε τέτοιο βαθμό, με μεγάλα του κομμάτια να τα επικαλύπτει μια τρομακτική σιωπή, ώστε ο ίδιος ο ποιητής να γίνεται τελικά ο χρονικογράφος μιας, έτσι κι αλλιώς, σκοτεινής εποχής. Χωρίς επιπλέον να καταδέχεται να μας κάνει κοινωνούς της παρά με στίχους ώστε τόποι, με τελείως διαφορετική μοίρα σε σχέση με τη μοίρα του δικού του τόπου, θα μπορούσε να τη διεκδικήσουν ως μια πλήρη έκφρασή τους: «Ποιος είναι αυτός / που βάζει σίδερα στο φως / και η γη γεμίζει κόκαλα / ο αγέρας δάκρυα και φωτιά –/ ποιος είναι αυτός στον τόπο μας / που αποφασίζει;».
Αληθινός μάστορας
Δυστυχώς όσο συγκλονιστικά κι αν είναι τα ίδια τα γεγονότα (για παράδειγμα Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος), δεν παύουν να παραμένουν ένα υλικό ώστε ένας ποιητής, όπως ο Παυλόπουλος στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή θα διέσωζε τα ίδια, με την προοπτική –αφού τότε θα μιλούσαμε για κακή ποίηση –να μη συγκινούν κανέναν αυτά καθαυτά στο μέλλον, ή με τη μεταστοιχείωσή τους σε πραγματική ποίηση να επαναφέρουν κάτι από το ρίγος και το πάθος που διήγειραν ενώ συντελούνταν. Καθετί για να υπάρξει στο μέλλον χρειάζεται να θυσιάσει την πρωτογενή αντίδραση που συνδέεται μαζί του. Και ο Γιώργης Παυλόπουλος αποδεικνύεται ένας αληθινός μάστορας καθώς το πιστοποιεί ένα ακόμη ποίημά του που έχει τον τίτλο «Εικόνες»:«Ετσι ξαφνικά και με τον σκοτωμένο αντάρτη / σ’ έναν δρόμο του Πύργου Σεπτέμβρης του ’44. / Ισως επειδή έζησα τόσα χρόνια στα σκοτάδια / εικόνες σαν αυτές σκίζουνε το μυαλό μου / όπως βλέπεις νύχτα τη θάλασσα μακριά / ανάμεσα σε δύο αστροπελέκια».
Το προσωπικό να γίνεται σχεδόν αυτόματα καθολικό
Αν τελικά ο Παυλόπουλος μπορεί να χαρακτηριστεί ένας από τους κυριότερους ποιητικά εκφραστές των χρόνων της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, είναι γιατί δεν τον διέκρινε καμιά εξαργυρώσιμη διάθεση σε σχέση με το προσωπικό του βίωμα των χρόνων αυτών. Μ’ αποτέλεσμα το προσωπικό να γίνεται σχεδόν αυτόματα καθολικό και να μπορεί να περιλάβει όχι μόνον εικόνες αλλά και ζωές ανθρώπων που για τον ίδιο τον ποιητή θα έμεναν για πάντα ξένες. Οπως ακριβώς συμβαίνει με το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.», γραμμένο σε μιαν άλλη σκοτεινή περίοδο για τον τόπο μας, όπου, χωρίς να γίνεται καμία απολύτως μνεία των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, ο ζόφος που προκαλείται για τον αναγνώστη είναι τόσο έντονος ώστε μόνον μόνον μια δικτατορία θα ήταν δυνατόν να τον προκαλέσει. Πολύ συγκεκριμένες παρατηρήσεις όλες αυτές βέβαια, αν και για το μέγεθος της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου θα υποδείκνυε κανείς ως πολύ χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα από το μνημονευμένο ήδη κείμενο του Γιώργου Σεφέρη που λέει: «Μ’ ενδιαφέρει η ποίηση του Γ. Π. γιατί είναι αποτελεσματική, χωρίς ψιμύθια. Λέγοντας ψιμύθια εννοώ χωρίς γλωσσικούς κορδακισμούς, που συνήθως είναι επιφανειακά σχήματα, χωρίς ν’ αγγίζουν τίποτα στο βάθος. Και η ποίηση είναι, αν μπορώ να πω, έκφραση βάθους. Σε τι προχωρεί μ’ αυτόν η ποίηση; Δεν ξέρω, άλλοι θα το πουν, αλλά στα χρόνια που ζούμε το να κρατά κανείς την τέχνη σε μια ορισμένη στάθμη είναι πρόοδος».
Γιώργης Παυλόπουλος
Ποιήματα 1943-2008
Εκδ. Κίχλη, 2017, sελ. 296
Τιμή:
16,70 ευρώ