Η αφίσα που τοιχοκολλήθηκε τις τελευταίες ημέρες σε όλα τα νοικιασμένα από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα σημεία, σε δρόμους και πλατείες, εντυπωσίασε τους Γερμανούς. Εικονίζει την ίδια την καγκελάριο, όχι όμως όπως τη γνωρίζουμε, με τα στερούμενα πάσης ενδυματολογικής φαντασίας ταγέρ της, αγορασμένα –λες –με την ντουζίνα από συνοικιακή βιοτεχνία, και το μαλλί που ενίοτε θυμίζει κράνος. Τη δείχνει το 1957, τρίχρονη, κατάξανθη, ομορφούλα, αναγνωρίσιμη εντούτοις –το βλέμμα και το χαμόγελο δεν αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου.
«Για μια Γερμανία όπου ο καθένας να μπορεί να γίνει οτιδήποτε» είναι το σύνθημα. Σαφές, ελπιδοφόρο, εμπνευστικό και εκ πρώτης όψεως ρεαλιστικό, αφού δεν επαγγέλλεται μια ουτοπία –έναν επί γης παράδεισο –αλλά μια κοινωνία απλώς ίσων ευκαιριών. Ψευδέστατο εντούτοις.
Το γεγονός ότι ένα κορίτσι που μεγάλωσε άσημο, πίσω απ’ τον ήλιο, στον ολοκληρωτικό «λαοκρατικό» δορυφόρο των Σοβιετικών, έφτασε να ηγείται επί δώδεκα ήδη χρόνια του ενιαίου έθνους της, δεν σημαίνει ότι κάθε άσημο κορίτσι ή αγόρι μπορεί –με όπλο τη θέληση και την αξία του –να διαγράψει αντίστοιχη τροχιά θριάμβου.
Προκειμένου να αναδειχθεί η Μέρκελ στην ισχυρότερη γυναίκα της Ευρώπης, έπρεπε να συνωμοτήσει –και ας χλευάζουμε τον Πάολο Κοέλιο –το Σύμπαν. Να καταρρεύσει εγκαίρως το Τείχος του Βερολίνου, ενώ η Ανγκελα ήταν αρκετά ακόμα νέα και πολιτικά σχεδόν παρθένα. Να γοητευτεί από τη –μάλλον άχρωμη στα μάτια των περισσοτέρων –παρουσία της ο γεραρός Χέλμουτ Κολ, να την προωθήσει σκανδαλωδώς, να την κάνει βουλευτή και αμέσως έπειτα υπουργό. Να την υποδείξει το 1999 ο νέος τότε αστέρας των Χριστιανοδημοκρατών, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ως διεκπεραιωτικό, μάλλον, νούμερο δύο του κόμματος. Να εμπλακούν λίγο αργότερα και ο Κολ και ο Σόιμπλε σε μια σκοτεινή υπόθεση παράνομων χρηματοδοτήσεων, η οποία απειλούσε να τους εξοντώσει πολιτικά. Και τότε η πειθήνια, χαμηλοβλεπούσα Ανατολικογερμανίδα να ορθώσει ξαφνικά ανάστημα και να ζητήσει με πολύκροτο άρθρο της την απαλλαγή του CDU από τον αρχιτέκτονα της ενοποίησης και μέντορά της. Κάθε πολιτική πατροκτονία εκτοξεύει τον αυτουργό της. Ετσι και το «κορίτσι του Κολ» –όπως την αποκαλούσαν -, απογαλακτιζόμενο θεαματικά, άνοιξε τον προσωπικό της δρόμο προς την κορυφή.
Δεν διέθετε η Ανγκελα Μέρκελ τα προσόντα –κότσια, ευφυΐα, ένστικτο –για να βρεθεί και να παραμείνει στο ύπατο αξίωμα; Προφανώς τα διέθετε. Είχε κυρίως, ωστόσο, στο πλευρό της την πολυτιμότερη σύμμαχο: την τύχη. Βρισκόταν –όχι μία και δύο φορές –στο κατάλληλο σημείο, την κατάλληλη στιγμή. Της δίνονταν οι ευκαιρίες κι εκείνη τις αξιοποιούσε.
Ο παράγοντας τύχη, ακολουθία ευνοϊκών –ενίοτε σατανικών –συμπτώσεων, υποτιμάται από όσους πασχίζουν να στριμώξουν την Ιστορία, αλλά και τις επιμέρους ανθρώπινες ιστορίες, στις δικές τους λογικές κατασκευές. «Ο καθένας λαμβάνει –θα έπρεπε πάντως να λαμβάνει –ό,τι ακριβώς του αξίζει» ηθικολογούν. Και αν η ζωή η ίδια διαρκώς τους διαψεύδει, εκείνοι επιμένουν δασκαλίστικα πως στη στροφή ή στο βάθος του δρόμου θα ανατείλει μια κοινωνία όπου ο μόχθος θα αμείβεται στο ακέραιο, η αρετή θα επιβραβεύεται και η κακία θα τιμωρείται. Εθελοτυφλούν.
Τα παραδείγματα, πρόσφατα και απομακρυσμένα χρονικά, βοούν. Ο Μακρόν δεν θα είχε περάσει στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών εάν η υποψηφιότητα του δεξιού Φιγιόν δεν είχε απαξιωθεί από ένα σκάνδαλο, μάλλον γελοίο και πάντως σίγουρα όχι κατασκευασμένο από τον ίδιο τον Εμανουέλ. Ο Στάλιν δεν θα είχε γίνει ποτέ «πατερούλης πασών των Ρωσιών» εάν ο Λένιν είχε προφτάσει να τον καθαιρέσει –όπως ρητά σκόπευε –από τη γενική γραμματεία του μπολσεβίκικου κόμματος. Και αν ο Φίλιππος της Μακεδονίας δεν είχε δολοφονηθεί, η περιλάλητη εκστρατεία που «πήγε την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ως μέσα στην Βακτριανήν» θα είχε ηγέτη εκείνον, με τον Αλέξανδρο να μένει ίσως στα μετόπισθεν ως πρίγκιπας-τοποτηρητής του βασιλείου της Πέλλας…
«Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια –δική του είναι η βασιλεία» διδάσκει από τα βάθη των αιώνων ο παππούς Ηράκλειτος.
Οι επικεφαλής της καμπάνιας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος το γνωρίζουν. Γι’ αυτό και διευκρινίζουν στο twitter: «Ολοι οι νέοι της Γερμανίας μπορούν να γίνουν ό,τι θέλουν. Δασκάλες, μηχανικοί, νοσοκόμες, πυροσβέστες…». Μέχρι εκεί.