Δικό μου είναι το παιδί, ό,τι θέλω το κάνω. Τέρμα. Κουβέντα δεν σηκώνω. Αμα ξυπνάω στραβά το μαλώνω, άμα έχω νεύρα το πλακώνω. To ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Μαύρο μ’ έκανε με τη λουρίδα και μια χαρά άνθρωπος βγήκα, τι λέμε τώρα. Και κάτι αδερφίστικα δυσλεξίες, κάτι μαθησιακά του κώλου εμείς τότε δεν τα είχαμε. Τότε ο ανορθόγραφος ήταν βλάκας, ο αδιάβαστος τεμπελόσκυλο κι ο υπερκινητικός σκατόπαιδο. Απλά πράγματα.
Ετσι μεγαλώναμε, έτσι προκόψαμε. Αν δεν σε ξεφτιλίσει ο δάσκαλος μπροστά σ’ όλα τα παιδιά, πώς θα μάθεις γράμματα ρέεεειιι; Αν δεν βγάλει τη βίτσα να σου λιανίσει τα δάχτυλα, ξύλο απελέκητο θα μείνεις.
Ετσι τα βρήκαμε, έτσι τα μάθαμε, εμείς θα τ’ αλλάξουμε; Μπουνιές, κλωτσιές, νηστεία και προσευχή. Μ’ αυτό τον τρόπο γονείς και δάσκαλοι μας μεταλαμπάδευσαν τις μεγάλες αρχές του Ελληνισμού. Και γίναμε ωραίοι και γίναμε νοικοκυραίοι και γίναμε αθρώποι, μην τα θυμάμαι, μαλάκα μου, ωραία χρόνια, αξέχαστα.
Το παιδί είναι δικό μου, ρέεειιι. Δι-κο-μου. Κτήμα μου. Ιδιοκτησία μου. Δεν θα μου πεις εσύ πώς θα το μεγαλώσω. Μάθαμε τώρα, εκπαιδευτικοί, κράτος, παιδοψυχολόγοι, παιδοψυχίατροι, όλοι κάνουν τον δερβέναγα στα ξένα κουμάντα.
Ηρθα εγώ, ρε γίδι, να σου πω πώς θα μεγαλώσεις το δικό σου το παιδί; Μπήκα εγώ σπίτι σου να σου πω μην καπνίζεις μπροστά του; Που θα με βγάλεις εμένα όξω να ξεροσταλιάζω στα μπαλκόνια. Λες και πάθαμε τίποτα εμείς που ο πατέρας μες στη μούρη μας τον ξεφύσαγε τον καπνό. Σε σπίτια ντουμάνια μεγαλώσαμε ρέεειιι. Γι’ αυτό γίναμε άντρες κι όχι φλώροι.
Δικό μου είναι το παιδί, ό,τι θέλω το κάνω. Αν θα το εμβολιάσω ή όχι, δικιά μου δουλειά. Δικιά μου η ιλαρά-τραγωδία. Κι αν πάει σχολείο και κολλήσει ιλαρά τ’ άλλα παιδάκια, τι να πω, τόσο στόκοι είναι οι γονείς τους και δεν τα εμβολιάζουνε;
Αλλο εγώ. Εμείς στο σόι μας είμαστε θεριά, πιάνουμε την πέτρα και τη στύβουμε, καταπίνουμε βίδες για κολατσό. Το δικό μου το παιδί έχει κράση σίδερο, ίδιος ο πάππους που στα πανηγύρια μάσαγε τις κιγκαλερίες και τις έφτυνε. Σιγά μην πάθει ιλαρά τού Γαρδούμπακα τ’ αγγόνι, τι είναι ρε ο γιος μου, καμιά αδελφούλα, καμιά εμπριμέ με τα ουράνια τα τόξα, ουστ να μου χαθούν. Δεν κωλώνουμε εμείς, είμαστε Ελληνες, Ελληνες ρέεεειιι, εμείς διώξαμε τον Δράμαλη απ’ τα Δερβενάκια ρέεεειιι, χέσε με, ρε ιλαρά, τράβα πλύνε κάνα πιάτο.
Ε μα πια, κάποιος πρέπει να σας την πει γιατί μας τα πρήξατε κανονικά. Να μη δέρνω, να μην καπνίζω, να μη βρίζω, να μην οδηγώ πιωμένος. Αν δεν οδηγήσω πιωμένος, πώς θα γυρίζω σπίτι μου απ’ την Πάολα ρεεειιι; Τι λε, ρε γίδι, που θα μου στερήσεις εσύ εμένα όλες τις μικρόχαρες της ζωής –ξύλο, τσιγάρο και πιοτί;
Είναι η γυναίκα ΜΟΥ, το παιδί ΜΟΥ, το σκυλί ΜΟΥ, το σπίτι ΜΟΥ. Και στο σπίτι ΜΟΥ κάνω κουμάντο εγώ. Αφού δεν μπορώ να κάνω στη δουλειά. Με βρίζουν και τους λέω ψιχαλίζει. Ο πρόεδρος ξεσπάει στον διευθυντή, ο διευθυντής στον προϊστάμενο, ο προϊστάμενος στον υπάλληλο, ο υπάλληλος στον κλητήρα, ο κλητήρας στο παιδί του και το παιδί του στον σκύλο. Ετσι τα βρήκαμε, εμείς θα τ’ αλλάξουμε;
Και μη με παρεξηγάς, φίλε. Δεν είμαι κακός άθρωπος. Αν το παιδί μου πάθει ιλαρά, γονιός είμαι, το πονάω, δεν θα τ’ αφήσω έτσι. Με τα πρώτα συμπτώματα αμέσως θα τρέξω να προσκυνήσω την Αγία Παντόφλα.