Ο φίλος από την παρέα των διακοπών δεν πολυασχολείται με τα πολιτικά. Λόγω της δουλειάς του όμως, που έχει να κάνει με την επικοινωνία, λειτουργεί ασυναίσθητα ως παλμογράφος της κοινής γνώμης. Κατά κάποιον τρόπο, αναγνωρίζει και αποκωδικοποιεί τα σήματά της. Η κουβέντα λοιπόν ξεκίνησε, μια μέρα του Αυγούστου, από τα… γεμιστά. Που τη μια ημέρα τού άρεσαν με ρύζι, την άλλη με κιμά και την παράλλη καθόλου. «Tsipras’ way» μου απάντησε σχολιάζοντας τη συνεχή αλλαγή στα γούστα του και, κάπως έτσι, μπήκε στην κουβέντα μας, από το παράθυρο της κουζίνας, ο «τσιπρισμός». Δεν τον εισήγαγε, βέβαια, στην ελληνική πραγματικότητα ο Πρωθυπουργός. Προϋπήρχε. Ως συμπεριφορά, καταγραφή παρουσίας και πρακτική επιβίωσης. Πού και πού έκανε κάποια κρεσέντα αλλά, κατά κανόνα, κρυβόταν. Η άνοδος του Αλέξη Τσίπρα στην εξουσία όμως έδωσε άλλοθι σε αυτές τις συμπεριφορές. Απενοχοποίησε το ψευδεπίγραφο. Ιδεολογικοποίησε την ασυνέπεια πράξεων και λόγων. Ανήγαγε την κωλοτούμπα σε τακτική με ηθικό πλεονέκτημα και την αμορφωσιά σε ταξικό τσαμπουκά. Εργαλειοποίησε την αλαζονεία και την έπαρση επιβάλλοντας ένα είδος μετασουσουδισμού. Σε ένα φανταστικό λεξικό, αυτό που αυθαιρέτως εμείς, πάνω από ένα ταψί με γεμιστά, ονομάσαμε «τσιπρισμό», θα μπορούσε να καταγραφεί ως «ο σύγχρονος Ελληνας χωρίς προσχήματα».
Δεν θα καταγράψουμε για άλλη μία φορά αυτό το φαινόμενο στην πολιτική ζωή. Σαρξ εκ της σαρκός της, είναι σαν τους συγγενείς του Κουρουμπλή που φαίνεται ότι υπάρχουν παντού για να ειρωνεύονται τις αντοχές μας στο θράσος ως επικοινωνιακή επένδυση. Ενδιαφέρον έχουν οι αναγωγές του σε άλλους τομείς και σε άλλα κοινά. Για παράδειγμα, όταν ο Πρωθυπουργός που, αφού έχει βαρέσει προσοχή ακόμη και σε υποδείξεις από υπουργό του Καναδά (για τις Σκουριές), εξακολουθεί να διαδίδει ότι αλλάζει την Ευρώπη, έχει την ίδια αφετηρία με αυτούς που βάφτισαν την Παραλιακή «Αθηναϊκή Ριβιέρα». Κάτι σαν το «αριστερός». Αφού λέω ότι είμαι, είναι σαν να είμαι. Σιγά μη χρειάζεται να σου το τεκμηριώσω κιόλας. Επιχειρηματίες της ακτογραμμής μάλιστα, ως άλλοι Παπαχριστόπουλοι, μας κούνησαν το διαδικτυακό δάχτυλο να μη λέμε κακά πράγματα για την πετρελαιοκηλίδα γιατί τους χαλάμε τη φαντασίωση περί Ριβιέρας. Και ως γνωστόν, σύμφωνα με αυτήν τη νοοτροπία, όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τις φαντασιώσεις σου τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.
Οταν το επίπλαστο και η μούφα έχουν καθιερωθεί στην πολιτική ζωή, μου κάνει εμένα εντύπωση ότι οι τσάντες – μαϊμούδες, κλεψίτυπα διεθνών οίκων, μια εξόφθαλμη παρανομία δηλαδή, διαφημίζονται φάτσα φόρα στο Ιντερνετ; Ξεχάστε την εποχή που το να ενδώσεις στο ψεύτικο ήταν αυτοταπείνωση. Τώρα είναι μαγκιά. Κάλεσα μάλιστα στο τηλέφωνο της διαφήμισης για να δω πώς θα δικαιολογούσαν τη χαμηλή σχετικά τιμή ενός ακριβού «προϊόντος» και η υπάλληλος μού απάντησε με αυτοπεποίθηση κυβερνητικού εκπρόσωπου «είναι αυθεντικά αντίγραφα». Σαν να λέμε αυθεντική ψευτιά. Οπως ακριβώς το σόου επιβίωσης στο κανάλι Ε, που δεν κράτησε το ελάχιστο πρόσχημα στην ξεπατικωτούρα του «Survivor». Οταν ο Πρωθυπουργός επιμένει να μιλάει τα αγγλικά που (νομίζει ότι) μιλάει, ποιος θα διορθώσει τον Ρουβά που περιμένει «τους» ψήφους μας στο σόου που παρουσίαζε και θα ξαναπαρουσιάσει. Και όταν στο Μαξίμου είναι ο Καρανίκας, γιατί το νεόνυμφο ζεύγος Ρουβά – Ζυγούλη να μην πάει στο Προεδρικό Μέγαρο για να του ευχηθεί ο ΠτΔ «Καλοστέριωτοι», «Σίδερα στη μέση σου γαμπρέ» και δεν ξέρω ‘γώ τι λένε στους γάμους;
Ο «τσιπρισμός» μπορεί να απαλειφθεί ή να μειωθεί με αλλαγή προσώπων στην πολιτική σκηνή. Στην ευρύτερη κοινωνία, δύσκολα. Εκεί έχει ξαμοληθεί ανεξέλεγκτος και κάνει δουλίτσα.