Εφέτος τον Δεκέμβριο ο Νίκος Μιχαλολιάκος θα κλείσει τα εξήντα του χρόνια. Δεν τον λες ηλικιωμένο, δεν τον λες και ξεπεταρούδι. Εάν αναλογιστείς ότι, πριν από σχεδόν μισόν αιώνα, η Ρένα Βλαχοπούλου σκανδάλιζε ως «Μια τρελή τρελή σαραντάρα» και ο Γιώργος Ζαμπέτας μας διαβεβαίωνε σκωπτικά ότι ο πενηντάρης είναι «ένας νέος της εποχής», αντιλαμβάνεσαι πως ο Μιχαλολιάκος είναι μάλλον τυχερός που ζει σε καιρούς με αντίστοιχη τρυφερή κατανόηση για τον εξηντάρη. Ασφαλώς, διπλά τυχερός θα πρέπει να αισθάνεται από τη στιγμή που το ίνδαλμά του, ο Αδόλφος Χίτλερ, στα πενήντα έξι του χρόνια ήταν ήδη νεκρός –χώρια που τις τελευταίες εβδομάδες, εγκλωβισμένος στο μπούνκερ του Βερολίνου, είχε καταρρεύσει σωματικά κι έδειχνε πατημένα εβδομήντα.
Ενας επιτυχημένος εξηντάρης στις μέρες μας δικαιούται να ευελπιστεί ότι θα παραμείνει στο προσκήνιο τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Στην πολιτική όμως ολοένα συμβαίνουν ατυχήματα, όχι πάντοτε κυριολεκτικά. Οπως και στο τιμόνι, δεν χρειάζεται καν να φταις εσύ, μπορεί κάλλιστα να πληρώσεις αμαρτίες άλλων. Ανά τακτά διαστήματα βλέπουμε πολιτικούς πρώτου μεγέθους να οδηγούνται απροσδόκητα σε πρόωρη αποστρατεία. Οφείλεις τότε να αποδείξεις ότι είσαι φτιαγμένος από τη στόφα εκείνου του ρωμαίου ευπατρίδη, του Λεύκιου Κόιντου Κιγκινάτου, που μοίραζε ισότιμα τον χρόνο του ανάμεσα στην υπατεία και στο χωράφι. Να αποδεχτείς τη μοίρα σου, να αποσυρθείς στο χωριό σου και, αν πιάνει το χέρι σου, να στρώσεις τον κώλο σου και να γράψεις τα απομνημονεύματά σου.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω εάν ο Μιχαλολιάκος προτίθεται να γράψει απομνημονεύματα, εάν έχει ήδη αρχίσει να τα γράφει ή εάν έχει αναθέσει σε κάποιον άλλον αυτό το υψηλό προνόμιο. Πάντως, στην ηλικία των εξήντα είναι φυσικό να τον κατακλύζει η νοσταλγία, να στρέφει πιο συχνά το βλέμμα του στο παρελθόν παρά στο μέλλον, να αναπολεί μια ζωή πλούσια σε βιώματα και ανατροπές. Ομοια με τον λατρεμένο του Αδόλφο, έτσι και ο ίδιος, θα διακρίνει πάνω στο πεπρωμένο του τη σφραγίδα της Θείας Πρόνοιας. Με έναν ασυζητητί θαυματουργό τρόπο, κάθε κακοτυχία στον βίο του μεταλλασσόταν σε καλοτυχία. Ευθύς εξαρχής.
Σε ηλικία μόλις δεκαεννέα ετών, προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό για την επίθεση κατά δημοσιογράφων στην κηδεία του βασανιστή Ευάγγελου Μάλλιου, ο Μιχαλολιάκος συγχρωτίζεται όλους τους έγκλειστους ζωντανούς θρύλους της χούντας. «Χριστούγεννα του 1976», γράφει στη Χρυσή Αυγή τον Ιούλιο του 1999, «και τα Χριστούγεννα αυτά για μένα είναι διαφορετικά. Βρίσκομαι στο κελί αριθμός τέσσερα και περνάω την εορτάσιμη αυτή ημέρα με ανθρώπους που τα στήθη τους κοσμούν χρυσά αριστεία ανδρείας που δεν τους τα έχει χαρίσει κανείς, αλλά τα έχουν κερδίσει με το αίμα τους στα πεδία των μαχών. Ανάμεσά τους και ο Αρχηγός της 21ης Απριλίου, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Γλυκύτατος, προσηνής, ένας άνθρωπος ξεχωριστός που φροντίζει την εμφάνισή του και με την πρώτη ματιά δείχνει πως γνωρίζει να ελέγχει και να επιβάλλεται στο περιβάλλον του».
Τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Ο δικτάτορας θα δώσει στον νεοσσό το δαχτυλίδι. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Μιχαλολιάκος επανεμφανίζεται ως αρχηγός της Νεολαίας στην Εθνική Πολιτική Ενωση (ΕΠΕΝ), το πρετ α πορτέ κόμμα του Παπαδόπουλου. Ωστόσο το ειδύλλιο δεν πρόκειται να μακροημερεύσει. Ο εθνικοσοσιαλιστής οραματιστής νιώθει άβολα μέσα στον στενό χουντικό κορσέ. Το 1985 θα αποχωρήσει από την ΕΠΕΝ και θα επανιδρύσει τη Χρυσή Αυγή, όχι ως κύκλο ναζιστικής επιμόρφωσης αυτή τη φορά, αλλά ως καθαρόαιμο ναζιστικό πολιτικό κόμμα. Δεν σκοπεύει να κατέβει στις εκλογές. Μισεί τον κοινοβουλευτισμό. Θέλει μονάχα ένα ήσυχο ναζιστικό απάγκιο. Κάπου να ξεχαρμανιάζει.
Σήμερα κυριαρχεί η ευκολία. Αρκεί να γκουγκλάρεις στο Διαδίκτυο «Εξώφυλλα Χρυσής Αυγής» και θα σου σερβιριστεί όλη η ναζιστική πανδαισία στο πιάτο. Για τη γενιά όμως του Μιχαλολιάκου τίποτε δεν θα μπορέσει ποτέ να υποκαταστήσει την αίσθηση της αφής, τη μυρωδιά, τον φετιχιστικό εθισμό στο τυπωμένο χαρτί. Τον φαντάζομαι να κλείνεται με τις ώρες σε κάποιο ιερό άβατο, όπου όλα τα παλιά τεύχη της Χρυσής Αυγής θα βρίσκονται αρχειοθετημένα με ψυχαναγκαστική επιμέλεια και θα ξεσκονίζονται μέρα παρά μέρα. Εχει καταγράψει άραγε πουθενά τη συγκίνησή του καθώς τα ξεφυλλίζει; Ναι λοιπόν, υπήρξε πράγματι εποχή, όχι και τόσο μακρινή, που δεν χρειαζόταν να υποκριθεί κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν στην πραγματικότητα. Οπως θα δήλωνε και μπροστά στην κάμερα, ήταν «η σπορά των ηττημένων του ’45». Δοξολογούσε το χιλιόχρονο Τρίτο Ράιχ και μοιρολογούσε τους μαχητές του Βερολίνου. Μνημόνευε τον παγανισμό των Αρχαίων Ελλήνων και καταριόταν τον ιουδαιοχριστιανισμό. Ναζιστής με την ούγια.
Γιατί αποφάσισε να θυσιάσει τη γαλήνη της ναζιστικής του ψυχής; Γιατί θέλησε να κατέβει στις εκλογές; Μονάχα εικασίες μπορώ να κάνω. Πιθανόν να βαρέθηκε να παριστάνει τον γκρούπι του αυστριακού δεκανέα ή το συμπλήρωμα διατροφής των σωμάτων ασφαλείας. Οποιος λόγος και αν τον ώθησε να εκτεθεί στις κάλπες, αποκλείεται να φαντάστηκε την ανταπόκριση του εκλογικού σώματος το 2012. Δεκαοκτώ βουλευτές, τάγματα εφόδου, γιουρούσια στις λαϊκές αγορές, μπλόκα σε θεατρικές παραστάσεις, λαμπαδηφορίες στις Θερμοπύλες, παραστρατιωτική παρέλαση στον Μελιγαλά, πογκρόμ στους μετανάστες… Οχι, από αυτό το γλυκό όνειρο, τη μινιατούρα μιας Βαϊμάρης που ψυχορραγεί, ο Μιχαλολιάκος δεν ήθελε να ξυπνήσει.
Τον ξύπνησε εκείνος ο ράπερ. Αν είναι ποτέ δυνατόν. Ενας ράπερ μαχαιρωμένος στο Κερατσίνι. Μολονότι, παραμονές των ευρωεκλογών του 2014, ανέλαβε ο ίδιος την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα (κι επιβραβεύτηκε με τρεις έδρες στο Στρασβούργο), οπισθοχώρησε ταυτόχρονα στα σκοτεινά χρόνια, στον φαύλο κύκλο των προφυλακίσεων, στην εποχή που δεν έχαιρε παρά φήμης περιθωριακού τραμπούκου. Ακόμη χειρότερα; Υποχρεώθηκε να εξηγεί ξανά και ξανά, λες και τον καταδίκασαν να δίνει ισοβίως παράσταση μπροστά σε καθυστερημένους, ότι το «Ζήτω η Νίκη!» δεν είναι το ναζιστικό «ZeigHail!», ότι ο ύμνος της Χρυσής Αυγής δεν είναι το Τραγούδι του Χορστ Βέσελ, ήγουν ο ύμνος του γερμανικού ναζιστικού κόμματος, ότι το «να ακονίσουμε τις ξιφολόγχες στα πεζοδρόμια» δεν ήταν το προσφιλές σύνθημα του Γκέμπελς, ότι η «Αρχή του Ηγέτη» δεν είναι η «Αρχή του Φύρερ», ότι ο ίδιος δεν είναι εθνικοσοσιαλιστής, είναι μια δασύτριχη μαζορέτα από πειραγμένο μονόπρακτο του Ιονέσκο… Θα απαλλαγεί ποτέ από αυτή την καταδίκη; Κανένας δεν γνωρίζει. Συχνά πάντως, εκεί στο άβατο, όταν λαγοκοιμάται πάνω από τα παλιά τεύχη της Χρυσής Αυγής, θα πρέπει να βλέπει το ίδιο όνειρο. Τον εαυτό του στο βήμα και από κάτω ένα πλήθος να παραληρεί, σε κρυστάλλινα γερμανικά, αμετάφραστα: «MeinFuhrer!».