Στην πρόσφατη ομιλία του στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, ο κ. Μητσοτάκης παρουσίασε μια σημαντική και ενδιαφέρουσα ιδεολογική τοποθέτηση για τις κοινωνικές ανισότητες.
O Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρηματολόγησε ότι όσοι επιχείρησαν να εξαλείψουν τις κοινωνικές ανισότητες «καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα». Στην ουσία προσανατόλισε τη συζήτηση περί ανισοτήτων σε ζητήματα που αφορούν τα κομμουνιστικά πειράματα. Ομως, είναι άλλο πράγμα η μείωση των ανισοτήτων (στην ουσία κανένα πολιτικό κόμμα στη χώρα, εκτός ίσως από το ΚΚΕ, δεν επιδιώκει την πλήρη εξάλειψη των ανισοτήτων) και άλλο η ισοπέδωση. Η κομμουνιστική ουτοπία –δυστοπία στην πραγματικότητα –θα σήμαινε βίαιη εξίσωση προς τα κάτω και ομοιομορφοποίηση, σαν να ήταν όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, σαν να θέλουν όλοι τα ίδια πράγματα, να έχουν το ίδιο επάγγελμα και να εργάζονται με τον ίδιο αριθμό ωρών.
O κ. Μητσοτάκης επεσήμανε ταυτόχρονα ότι «το μέρισμα ευημερίας πρέπει να μοιραστεί με όσο το δυνατόν πιο δίκαιο τρόπο. Γιατί για εμάς η αλληλεγγύη είναι η άλλη όψη της ελευθερίας». Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στο εύλογο επιχείρημα ότι τo μοίρασμα πλούτου με μια πιο δίκαιη κατανομή είναι η πιο αποτελεσματική προσέγγιση για τη μείωση των ανισοτήτων, γιατί χωρίς παραγόμενο πλούτο δεν έχει κανένα νόημα να συζητάμε για αναδιανομή. Το βάρος στην άσκηση δημόσιων πολιτικών πέφτει επομένως στην εκ των υστέρων αναδρομική (ex post) αναδιανομή. Μπορεί όμως η ex post αλληλεγγύη να είναι η άλλη όψη της ελευθερίας;

Στην ουσία όχι, γιατί επιδιώκει να μειώσει τις ανισότητες με την αναδιανομή μέρους του παραγόμενου πλούτου υπό τη μορφή καλύτερων συντάξεων, μισθών και επιδομάτων ανεργίας, αλλά δεν αντιμετωπίζει τα δομικά συστατικά που γεννούν τις ανισότητες και αφορούν τις διαφορετικές δυνατότητες πρόσβασης στην εκπαίδευση, την υγεία και τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση. Αυτά αντιμετωπίζονται κυρίως με ex ante, προοπτικές δηλαδή πολιτικές. Επίσης παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι ανισότητες δεν είναι μόνο οικονομικές, είναι και κοινωνικές, ανισότητες των φύλων και οικολογικές. Στο πώς σχεδιάζουμε την πόλη μας. Στο πώς ζούμε.

Πώς δημιουργούνται οι ανισότητες; Σε πολλές χώρες την ευθύνη φέρουν οι αγορές και το κράτος επεμβαίνει με κοινωνικές και ρυθμιστικές πολιτικές για να τις περιορίσει. Στην Ελλάδα, δημιουργούνται και από τις αγορές και από το κράτος. Οι αγορές αποτυχαίνουν, παρότι δημιουργούν πλούτο. Δημιουργούν πλούτο ο οποίος είναι ανισομερώς κατανεμημένος. Ανισότητες όμως δημιουργεί και ο κρατισμός, πρώτον με την προστασία των ολιγοπωλίων ή μονοπωλίων και δεύτερον με το πελατειακό σύστημα. Οσοι έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην εξουσία και προστατεύονται από τον ανταγωνισμό έχουν πολύ καλύτερη θέση απ’ όσους έχουν αποκλειστεί. Ο ελληνικός κρατισμός παράγει ανισότητες και μέσα στο ίδιο το Δημόσιο. Αφενός δημιούργησε θέσεις εργασίας διόλου προνομιούχες, αφετέρου θέσεις εργασίας σχετικά ασφαλείς και με δυνατότητες ανέλιξης, με πελατειακά κριτήρια. Η εργατικότητα και η προσπάθεια δεν ανταμείβονται, γιατί κυριαρχούν η ισοπέδωση και ο κομματισμός. Το πολύ μεγάλο κράτος στερεί πόρους από την πραγματική οικονομία μέσω της μεγάλης αύξησης των φόρων και επομένως περιορίζει τις δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης και τη διαμόρφωση πολιτικών μείωσης των ανισοτήτων.

Τέλος, υπάρχουν και οι προσωπικές επιθυμίες που μπορεί να συμβάλουν στην ανισότητα. Αν υπάρχουν δυο γιατροί κι ο ένας θέλει να δουλεύει παραπάνω, ενώ ο άλλος να έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο, τότε ο πρώτος θα πρέπει μέσω κινήτρων να αποκτά μεγαλύτερο εισόδημα κι ο δεύτερος λιγότερο. Παρότι με αυτό τον τρόπο οι εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των δύο γιατρών θα διευρυνθούν, στην περίπτωση αυτή οι ανισότητες είναι αποδεκτές γιατί βασίζονται σε προσωπικές προτιμήσεις άσκησης του επαγγέλματος, όπου τα οικονομικά κίνητρα έχουν ως στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.

Η σύγχρονη προοδευτική πρόταση περιλαμβάνει κυρίως ex ante, αλλά δεν παραγνωρίζει και τις ex post προτάσεις για τη μείωση των ανισοτήτων. Η πρόκληση είναι να αντιμετωπιστούν οι αποτυχίες τόσο της αγοράς όσο και του κρατισμού, με ρυθμιστικές και κοινωνικές πολιτικές, οι οποίες δημιουργούν προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη και ίσες ευκαιρίες για όλους τους πολίτες.
Στις ex ante πολιτικές το θέμα είναι οι ίσες ευκαιρίες,και το πώς θα υπάρξει πρόσβαση σ΄ αυτές. Η ex ante (προοπτική) αλληλεγγύη είναι πραγματικά συνώνυμο ελευθερίας γιατί επιδιώκει να μειώνονται οι ανισότητες στην αφετηρία. Η σύγχρονη προοδευτική πρόταση προωθεί ανάπτυξη με αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και ενεργοποίηση του «κοινωνικού ασανσέρ» (κοινωνική κινητικότητα) μέσα από σοβαρές δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες που θα συμβάλλουν στην επίτευξη δεξιοτήτων (κυρίως μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος), αλλά και θα δημιουργούν συνθήκες εκδίπλωσης και πραγματοποίησής τους στην αγορά εργασίας.
Αυτή η πολιτική προϋποθέτει τη στήριξη ενός μοντέλου παραγωγής που θα βασίζεται στον υγιή ιδιωτικό τομέα και στην ταυτόχρονη ενίσχυση του κράτους πρόνοιας των παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως είναι η στήριξη βρεφονηπιακών σταθμών και υπηρεσιών για ηλικιωμένους. Μια τέτοια πολιτική θα διευκολύνει τις γυναίκες να συμμετέχουν ισότιμα στην αγορά εργασίας και θα άρει πολλές ανισότητες σε αυτόν τον τομέα, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχύει και τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Προϋποθέτει ακόμη υπηρεσίες κατάρτισης για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων των πολιτών και τη σύγκλισή τους με τις αλλαγές στην αγορά εργασίας. Προϋποθέτει σοβαρές υπηρεσίες υγείας, κοινωνική δικαιοσύνη στις συντάξεις, δημόσιο τομέα που θα εγγυάται αξιοκρατία, υγιή ανταγωνισμό και διαφάνεια στις συναλλαγές. Με άλλα λόγια, κράτος που παράγει ίσες ευκαιρίες, όχι ίσα αποτελέσματα. Δημιουργούνται ίσες ευκαιρίες δίνοντας τη δυνατότητα στο παιδί του ανέργου από τη Νάουσα ή το Πέραμα να ανταγωνιστεί το παιδί μιας εύπορης οικογένειας.

Παρά ταύτα οι ex ante πολιτικές δεν επιτυγχάνουν πάντα τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο να συνδυάζονται με ex post πολιτικές. Είναι όμως, στην ουσία, αυτές που μπορούν να θεσμοθετήσουν την αλληλεγγύη ως την άλλη όψη της ελευθερίας.

Ο Ηλίας Μόσιαλος είναι καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στη London School of Economics