Το μεγάλο και επίμονο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας ελάχιστα αναφέρθηκε στο πρόσφατο debate μεταξύ της Ανγκελα Μέρκελ και του Μάρτιν Σουλτς. Αυτό μπορεί να μην απασχόλησε τους Γερμανούς. Για πολλούς εκτός Γερμανίας, όμως, είναι κάτι βαθιά ανησυχητικό.
Ο πρόεδρος Τραμπ κατηγορεί τη Γερμανία ότι ακολουθεί μια μερκαντιλιστική πολιτική που πλήττει την αμερικανική οικονομία. Αλλά και πολλοί ευρωπαίοι οικονομολόγοι και πολιτικοί επισημαίνουν ότι το πλεόνασμα της Γερμανίας είναι αποτέλεσμα μιας διαστροφικής εμμονής με τη δημοσιονομική πειθαρχία, που δεν έχει περιορίσει μόνο τη ζήτηση στη Γερμανία, αλλά έχει επιβάλει και μια δεκαετία λιτότητας στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Σύμφωνα με τον Φιλίπ Λεγκρέν από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο του LSE, «το τεράστιο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας –που δημιουργήθηκε από τη συμπίεση των μισθών για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών –αποτελεί τόσο την αιτία της κρίσης της ευρωζώνης όσο και ένα εμπόδιο για την επίλυσή της». Αφού δημιούργησε μια φούσκα στην περιφέρεια, η Γερμανία εξάγει τώρα αποπληθωρισμό, με αποτέλεσμα να βαθαίνει το πρόβλημα χρέους της ευρωζώνης.
Η Γερμανία δεν είναι βέβαια η μόνη χώρα που τα τελευταία χρόνια έχει μεγάλα πλεονάσματα. Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις γερμανόφωνες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, περιλαμβανομένων της Ολλανδίας, της Ελβετίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας. Ενας λόγος είναι η γήρανση του πληθυσμού. «Οι εχέφρονες άνθρωποι αποταμιεύουν για την ώρα που θα βγουν στη σύνταξη» σημειώνει ο Μπάρι Αϊχενγκριν από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Ακόμη κι αν μια κυβέρνηση προχωρήσει λοιπόν σε μείωση των φόρων, όπως έχει προτείνει η Μέρκελ, δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι τα νοικοκυριά θα δαπανήσουν τα επιπλέον εισοδήματα.
Γιατί όμως η Γερμανία συσσώρευσε τόσο μεγάλα πλεονάσματα; Πολλοί σχολιαστές εντοπίζουν την αιτία σε διαρθρωτικούς παράγοντες του λεγόμενου γερμανικού μοντέλου της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, που βασίζεται στη δημοσιονομική σύνεση και σε μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο Μάρσελ Φράτσερ από το ίδρυμα DIW Berlin διαφωνεί. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μιας χώρας, λέει, δεν αντανακλά μόνο την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της. Είναι αποτέλεσμα και μιας προστατευτικής πολιτικής που εμποδίζει την παραγωγικότητα και την αύξηση των μισθών στον τομέα των υπηρεσιών.
Από οικονομική άποψη, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις λόγοι για τους οποίους η Γερμανία πρέπει να μειώσει τα πλεονάσματά της. Ο πρώτος είναι ότι μικρότερες ανισορροπίες στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών θα βοηθήσουν την υπόλοιπη ευρωζώνη αλλά και την παγκόσμια οικονομία γενικότερα. Οπως λέει ο Αϊχενγκριν, η νότια Ευρώπη πρέπει να εξάγει περισσότερο, για να το κάνει όμως πρέπει κάποιος άλλος, όπως η μεγαλύτερη οικονομία της Βόρειας Ευρώπης, να εισάγει περισσότερο.
Το πρόβλημα είναι ότι οι περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης ευθύνονται μόνο για το 10% των εισαγωγών της Γερμανίας έναντι 40% για άλλες χώρες με πλεονάσματα. Η αύξηση λοιπόν της εγχώριας ζήτησης στη Γερμανία θα ωφελήσει τις τελευταίες (που έχουν χαμηλή ανεργία) τέσσερις φορές περισσότερο απ’ ό,τι τις περιφερειακές χώρες (που έχουν υψηλή ανεργία).
Ο δεύτερος λόγος είναι το ίδιον συμφέρον της Γερμανίας. Μικρότερη αποταμίευση θα επιτρέψει αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων που θα τονώσει την παραγωγικότητα μακροπρόθεσμα. Οπως επισημαίνει ο οικονομικός συντάκτης Φεντερίκο Φουμπίνι, μπορεί οι γερμανικές εξαγωγές να είναι υψηλές, η χώρα αυτή όμως είναι τρίτη από το τέλος σε ό,τι αφορά την κατά κεφαλήν αύξηση του ΑΕΠ της. Υπάρχουν όμως κι άλλοι τομείς στους οποίους η λεγόμενη «ισχυρότερη οικονομία της χώρας» μπορεί να βελτιωθεί: στα 50 καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, για παράδειγμα, δεν υπάρχει ούτε ένα γερμανικό.
Ο τρίτος λόγος για τον οποίο η Γερμανία πρέπει να μειώσει το πλεόνασμά της είναι ο πιο ξεκάθαρος: το απαιτούν οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι χώρες-μέλη είναι υποχρεωμένες να προβαίνουν σε διορθώσεις όταν το πλεόνασμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών τους υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ.
Κι έτσι φτάνουμε στην πολιτική πλευρά του ζητήματος. Ο Κλέμενς Φουστ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου, απορρίπτει το επιχείρημα ότι η Γερμανία ζημιώνεται επειδή εξάγει πολύ και επενδύει λίγο. Αν η κυβέρνηση αλλάξει πολιτική και προβεί σε οικονομικές παραχωρήσεις, τονίζει, θα είναι κυρίως για πολιτικούς λόγους, όπως είναι το ενδιαφέρον της για διεθνή συνεργασία σε τομείς από τη μετανάστευση μέχρι την ενέργεια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την καγκελάριο Μέρκελ, που θεωρεί ότι μια προσέγγιση «πρώτα η Γερμανία», ανάλογη με τη στρατηγική «πρώτα η Αμερική» του Τραμπ, θα ήταν αντιπαραγωγική.
Η Γερμανία ενδιαφέρεται όμως και για τη βελτίωση της δημόσιας εικόνας της στην Ευρώπη, καθώς γνωρίζει ότι σε μια σχέση πιστωτή – οφειλέτη ο δεύτερος έχει κίνητρα να αποφεύγει την αποπληρωμή του χρέους του. Για ανάλογους λόγους, είναι προς το συμφέρον της να μην εμφανίζεται ότι παραβιάζει τους μακροοικονομικούς κανόνες της Ευρώπης, ώστε να μην κάνουν και άλλες χώρες το ίδιο.
Ο τρόπος που θα διαχειριστεί η Γερμανία το πλεόνασμά της μπορεί να κρίνει την τύχη της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ ελπίζει ότι μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση θα ακολουθήσει μια πιο στιβαρή πολιτική. Σε αντίθετη περίπτωση, θα ανοίξει τον δρόμο στους εθνικιστές που θα καταστρέψουν την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ο Φαμπρίτσιο Κοριτσέλι είναι καθηγητής Οικονομικών στην Paris School of Economis και έχει χρηματίσει οικονομολόγος στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και οικονομικός σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.