Στις 15 Σεπτεμβρίου 2017, στην ηλικία των 92 ετών, άφησε την τελευταία του πνοή ο ρώσος ιστορικός, νεοελληνιστής και βυζαντινολόγος Γκριγκόριι Λβόβιτς Αρς. Ηταν συνεργάτης του Ινστιτούτου Σλαβικών Σπουδών της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών και λόγω των ερευνητικών ενδιαφερόντων του, που σχετίζονταν με την Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνα και τον φιλελληνισμό, το 2005 είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Γκριγκόριι Λβόβιτς Αρς αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις ελληνορωσικές ιστορικές σχέσεις κατά τη νεότερη περίοδο. Ηταν θεμελιωτής των νεοελληνικών σπουδών στην ιστορική επιστήμη και περί τις επτά δεκαετίες ασχολήθηκε με τη νεότερη ελληνική ιστορία, τις ρωσοελληνικές σχέσεις της εποχής του Αγώνα, τη Φιλική Εταιρεία.
Είχε γεννηθεί το 1925 στο Αρχάγγελσκ της Ρωσίας. Το 1943-1944 πολέμησε στα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και για τη δράση του τού απονεμήθηκε το μετάλλιο του Χρυσού Αστέρα. Μετά τον πόλεμο, επέλεξε να σπουδάσει Ιστορία. Αποφοίτησε το 1951 από τη Σχολή Ιστορίας του Πανεπιστημίου του (τότε) Λένινγκραντ. Το 1969 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή στο Ινστιτούτο Σλαβικών και Βαλκανικών Σπουδών της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας με θέμα «Ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας τέλους 18ου – αρχών 19ου αι. και οι ελληνορωσικές σχέσεις», η οποία εκδόθηκε το 1970 ως μονογραφία.
Πολλά από τα βιβλία του, αφιερωμένα στα ζητήματα της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων της Διασποράς στις αρχές του 19ου αι., στον φιλελληνισμό, εκδόθηκαν στην Ελλάδα και στη Ρωσία και μεταφράστηκαν στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 έκανα μεταπτυχιακό στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας των Σλάβων, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Η Σορβόννη τότε είχε πολύ καλές σχέσεις με τα σοβιετικά πανεπιστήμια και τα ανάλογα αρχεία. Γι’ αυτό, μέσω Παρισίων, πήγαινε πολύς κόσμος στη Μόσχα αναζητώντας ερευνητικές πηγές σε αρχεία.
Την εποχή εκείνη, τα αρχεία για τους περισσότερους ήταν κλειστά. Προσωπικώς, είχα σταθεί τυχερός, διότι υπό την αιγίδα του Κέντρου βρήκα τρόπο να μου ανατεθεί να συμβάλω στην ερευνητική προσπάθειά τους να ξεδιαλύνουν ποιοι από τους εμπόρους, ιδιοκτήτες και άλλους, γνωστούς και μη, οικονομικούς παράγοντες ήταν ελληνικής καταγωγής. Η ερευνητική δραστηριότητα στα σοβιετικά αρχεία, που μας εξασφάλισαν πρόσβαση, κράτησε πολλά χρόνια. Αυτού του τύπου η έρευνα σε τόσο αχανή αρχεία είναι πάντα μια περιπέτεια, το υλικό είναι πρακτικά ατελείωτο.
Στη Σορβόννη είχα γνωρίσει και άλλους έλληνες ιστορικούς, όπως τον εκ των ιδρυτών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Κ.Θ. Δημαρά, τον μετέπειτα διευθυντή του Κέντρου Νεοελληνικής Ιστορίας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Βασίλη Παναγιωτόπουλο και άλλους. Ολοι ενδιαφέρονταν για την έρευνα ελληνικού ενδιαφέροντος στα συγκεκριμένα αρχεία. Μας ζήλευαν λιγάκι, διότι με την πάροδο του χρόνου έχουμε πετύχει, με έναν τρόπο που δεν τον περιμέναμε, να μπαινοβγαίνουμε στα αρχεία όπου αποκτήσαμε συναδελφικές σχέσεις με σπουδαίους ρώσους ιστορικούς, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γκριγκόριι Λβόβιτς Αρς.
Ο Αρς, ήδη ιστορικός μεγάλου κύρους, μας βοήθησε σημαντικά στις έρευνές μας για ένα θέμα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον για την εθνική μας ιστορία. Είχε τεράστια σημασία να γνωρίζουμε ποιοι έμποροι και άλλοι σπουδαίοι οικονομικοί παράγοντες ήσαν Ελληνες και ποιοι δεν ήσαν. Οπως άλλωστε έλεγε ο Νίκος Σβορώνος, αυτούς τους Ελληνες τους είχαμε χάσει και έπρεπε να τους βρούμε. Προσωπικώς, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος, αφιέρωσα στο θέμα αυτό 35 χρόνια από τη ζωή μου. Βγήκαν πολλά βιβλία και ακόμα θα βγουν, ελπίζω, διότι ζουν ακόμα μερικοί απ’ τους πρωτεργάτες, μεταξύ των οποίων και ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος. Ενώ ινστιτούτα και νεότερες ερευνητικές ομάδες ασχολούνται πλέον με το θέμα.
Ομως τότε ήμασταν μόνοι μας. Αλλά είχαμε την αμέριστη βοήθεια του Γκριγκόριι Αρς. Χάρη και στη δική του συμβολή, άλλωστε, ιδρύθηκε το Ιδρυμα Ελληνικών Ερευνών Μόσχας, το οποίο συνεχίζει τη δουλειά του έως τώρα. Τα σημαντικά έργα του, οι μονογραφίες «Ο Ιωάννης Καποδίστριας και το ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα» (Μόσχα, 1976) και «Ο Καποδίστριας και η Ρωσία» (Αγία Πετρούπολη, 2003), προέκυψαν ως αποτέλεσμα εκείνης της πολύ γόνιμης περιόδου.
Στην Αθήνα, η βάση μας ήταν το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών. Ο Αρς ερχόταν συχνά στην Αθήνα, όπου ανανέωσε τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα. Χάρη και στις επισκέψεις του αυτές, έγινε δυνατή η έκδοση και στα ελληνικά σημαντικών βιβλίων του, όπως το προαναφερθέν για τον Καποδίστρια, «Η Φιλική Εταιρεία στη Ρωσία» (Παπασωτηρίου) και «Η Αλβανία και η Ηπειρος στα τέλη του ΙΗ’ και στις αρχές του ΙΘ’ αιώνα. Τα δυτικοβαλκανικά πασαλίκια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» (Gutenberg).
Στην Ελλάδα, ο Γκριγκόριι Αρς ανέλαβε την ευθύνη και μεταπτυχιακών φοιτητών. Ο πρώτος από αυτούς που υποστήριξε στον ρώσο ιστορικό τη διδακτορική του διατριβή ήταν ο Γιάννης Καρράς.
Τον Αρς τον καλούσα στο σπίτι μου στο Ψυχικό. Κούτσαινε διότι είχε δυο γερμανικές σφαίρες στο γόνατο και κρατούσε πάντα το μπαστουνάκι του. Μόνος του περπατούσε από το Ψυχικό στον Πειραιά. Τότε κατάλαβα πώς επέζησε στον πόλεμο αυτό το παιδί. Στη Ρωσία έκανε και χειμερινή κολύμβηση. Πριν φύγω πρόσφατα απ’ τη Ρωσία, μαζευτήκαμε οι φίλοι μου σε ένα μικρό εστιατόριο. Ο Αρς, 90 χρονών, όλο το βράδυ χόρευε με τη γυναίκα του, 80 χρονών. Δεν αρνήθηκε ποτέ τίποτα σε κανέναν.
Ο καθηγητής Ιωάννης Νικολόπουλος είναι πρόεδρος της Διεθνούς Βυζαντινής Λέσχης