Σε όρους πολιτικούς, η κυβέρνηση καλλιεργεί την εικόνα καθαρής εξόδου από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, χωρίς καν την ύπαρξη προληπτικής γραμμής πίστωσης. Σε όρους πραγματικούς, ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πέραν του πολιτικού κινδύνου να κατρακυλήσει η Ελλάδα σύντομα σε ένα νέο Μνημόνιο, όπως παρατηρούν αναλυτές, ενσωματώνει μια ουσιαστική παρενέργεια για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Την αδυναμία πρόσβασης στα φθηνά κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Για το επίπεδο εποπτείας, στο σενάριο ολοκλήρωσης του προγράμματος, κανείς δεν διαφωνεί. Από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας στις αγροτικές φυλακές, όπως προδιέγραψε προ ημερών το Reuters.
Για το ενδεχόμενο να αφεθεί η Ελλάδα χωρίς κάποιας μορφής πρόγραμμα, η συζήτηση δεν μπορεί παρά να φουντώσει τους επόμενους μήνες. Εφόσον καταφέρει τελικά να κλείσει το τρίτο Μνημόνιο. «Αν δεν υπάρξει κάποιο διάδοχο σχήμα προγράμματος, κόβεται απευθείας η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ» σημειώνει κορυφαίο τραπεζικό στέλεχος στα «ΝΕΑ», εκφράζοντας παράλληλα επιφυλάξεις για το στοίχημα της εξόδου από το τρίτο πρόγραμμα το καλοκαίρι του 2018.
Πλήγμα για τη ρευστότητα
Υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες, εξηγεί, περιγράφοντας αφενός την ισορροπία δυνάμεων στην ευρωζώνη αναλόγως του εκλογικού αποτελέσματος στη Γερμανία, την απροσδιόριστη στάση που θα τηρήσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και αφετέρου τη δυνατότητα του ελληνικού κυβερνητικού προσωπικού να φέρει εις πέρας εντός των χρονοδιαγραμμάτων όλες τις απαιτήσεις του τρίτου Μνημονίου και ενδεχομένως όσες νέες προκύψουν από την πλευρά του ΔΝΤ.
Τα ελληνικά «χαρτιά» γίνονται αποδεκτά από την ΕΚΤ, εφόσον η χώρα είναι σε πρόγραμμα και οι όροι του τηρούνται. Χωρίς πρόγραμμα, η παραμονή των ελληνικών ομολόγων στην κατηγορία κοντά στα «σκουπίδια» βάζει αυτόματα κόφτη στην αποδοχή τους από το ευρωσύστημα.
Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι εφόσον η Ελλάδα βγει από το Μνημόνιο, ανακτώντας σταδιακά διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές, οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας θα είναι αλλεπάλληλες.
Παράγοντες της αγοράς οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά τις αναγκαίες συνθήκες δραστικής μεταβολής της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας εξηγούν ότι «θα πάρει τουλάχιστον τρία χρόνια για να φτάσουν τα ελληνικά ομόλογα να απολαμβάνουν βαθμολόγηση ΒΒΒ-», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αλλά και το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου.
Στην Κύπρο, παρά το κούρεμα, οι καταθέσεις αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό κοντά στο 5%. Στην Ελλάδα «είναι αμφίβολο το χρονικό σημείο πλήρους αποκατάστασης της εμπιστοσύνης ώστε να επανέλθουν στο τραπεζικό σύστημα 10-15 δισ. ευρώ καταθέσεων, τροφοδοτώντας τη ρευστότητα» παρατηρεί τραπεζικός συνομιλητής μας, υπενθυμίζοντας πως «ακόμα υπάρχουν capital controls».
Μαξιλάρι ασφαλείας