Οι διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους δανειστές της για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του οικονομικού προγράμματος εξελίσσονται σε μια περίοδο που η ευρωζώνη εισέρχεται σε ένα ιδιότυπο σταυροδρόμι. Σταυροδρόμι διαβουλεύσεων που αφορούν τις αντιλήψεις, τους θεσμούς, τις δομές και τα πρόσωπα τα οποία θα επικρατήσουν τα ερχόμενα χρόνια και θα σηματοδοτήσουν βεβαίως την επιχείρηση επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές.

Στο ευρωπαϊκό επίπεδο οι εξελίξεις επιταχύνονται. Ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, έχοντας πείσει –στο επικοινωνιακό τουλάχιστον επίπεδο –το Βερολίνο ότι εξυγιαίνει άπαξ διά παντός τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας, ετοιμάζεται να δημοσιοποιήσει, εντός της επόμενης εβδομάδας, τις θέσεις της χώρας του για την οικονομική διακυβέρνηση και τους στόχους της ευρωζώνης. Ως προς τα τυπικά, ο Μακρόν ετοιμάζεται να προτείνει την ενίσχυση της συνοχής των κρατών της ευρωζώνης, η οποία θα αποκτήσει πρόεδρο του Eurogroup μακράς διαρκείας, οι δραστηριότητες του οποίου θα υπόκεινται σε ευρωκοινοβουλευτικό έλεγχο.

Επί της ουσίας, στόχος του Μακρόν είναι να υπάρξει ένας προϋπολογισμός ειδικά για τις χώρες της ευρωζώνης, τα κονδύλια του οποίου θα χρησιμοποιούνται και θα διατίθενται μέσα από τις κοινοτικές διαδικασίες λήψης των αποφάσεων στις Βρυξέλλες και όχι ύστερα από διακρατικές συμφωνίες, όπως έχει ώς σήμερα επιβάλει πρωτίστως η Γερμανία.

Ο γάλλος πρόεδρος σπεύδει να δημοσιοποιήσει τις προτάσεις του αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές, θέλοντας προφανώς να τις εμπλέξει στις πολιτικές διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία. Με βάση τις προτάσεις αυτές ο γάλλος πρόεδρος έχει κάθε λόγο να εύχεται τη δημιουργία εκ νέου στο Βερολίνο μιας κυβερνητικής συμμαχίας (υπό τη Μερκελ βεβαίως) των Χριστιανοδημοκρατών με τους Σοσιαλδημοκράτες, ίσως δε και με τους Οικολόγους, αφού τα άλλα γερμανικά κόμματα δείχνουν να απορρίπτουν τις γαλλικές ιδέες ασυζητητί.

Ως προς τα πρόσωπα, το μόνο βέβαιο είναι ότι ώς το τέλος του χρόνου, το αργότερο, θα πρέπει να αντικατασταθούν στο επίπεδο του Eurogroup τόσο ο νυν πρόεδρός του, ολλανδός υπουργός Οικονομικών Γερούν Ντεϊσελμπλούμ όσο και ο επικεφαλής οικονομολόγος, ο Αυστριακός Τόμας Βίζερ. Κατά πάσα πιθανότητα ο διάδοχος του ενός εκ των δύο θα είναι Γάλλος.

Αν είναι ο πρόεδρος του Eurogroup θα είναι είτε ο νυν υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας Μπρούνο λε Μερ –όπως μάλλον επιθυμεί ο Μακρόν –είτε ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί –όπως μάλλον επιθυμεί ο Γιούνκερ -, ίσως δε η Κριστίν Λαγκάρντ την οποία πολλοί θα ήθελαν. Στην περίπτωση αυτή ο διάδοχος του Τόμας Βίζερ ίσως είναι Γερμανός (αν και οι φήμες λένε ότι η Γερμανία επιθυμεί την επόμενη προεδρία της ΕΚΤ), ίσως δε Ιταλός …

Οι εξελίξεις θα επιταχυνθούν βεβαίως αν στην Ολλανδία καταφέρουν τα κόμματα, ύστερα από έξι μήνες διαπραγματεύσεων, να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας, στην οποία εκ του ασφαλούς δεν θα συμμετάσχει ο Ντεϊσελμπλούμ. Προς το παρόν, πάντως, υπάρχουν διάφορες (ολλανδικού τύπου) σε πολλά θέματα, μεταξύ των οποίων το εύρος των προγεννητικών ελέγχων, που θέλουν οπωσδήποτε να περιορίσουν οι συντηρητικοί Χριστιανοδημοκράτες, ενώ από την άλλη οι αριστεροί Φιλελεύθεροι θέλουν να ενισχύσουν τις διαδικασίες υποβοηθούμενης ευθανασίας.

ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ. Από τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο θα καθοριστούν λοιπόν στο εγγύς μέλλον οι πολιτικοί επικεφαλής των θεσμών που θα κλείσουν το ελληνικό πρόγραμμα το καλοκαίρι του 2018. Στο τεχνικό επίπεδο ωστόσο οι εντυπώσεις ως προς το ελληνικό ζήτημα είναι λίγο – πολύ παγιωμένες. Το μείζον πρόβλημα της Ελλάδας, στα μάτια των τεχνοκρατών της ευρωζώνης, είναι η απόλυτη αδυναμία εκσυγχρονισμού της οικονομίας, σημαντικοί τομείς της οποίας είναι «έρμαια συμφερόντων». Το φαινόμενο αυτό άπτεται της «δημόσιας ηθικής» έλεγε χαρακτηριστικά προ ημερών στις Βρυξέλλες ανώτερος κοινοτικός παράγοντας, στηλιτεύοντας πρωτίστως τις αδυναμίες τόσο της Δημόσιας Διοίκησης όσο και του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης.

Ως προς το ζήτημα της ρύθμισης του ελληνικού δημόσιου χρέους, η αντίληψη που επικρατεί στις Βρυξέλλες είναι ότι από τεχνικής απόψεως δεν είναι απαραίτητη, πλην όμως θα πρέπει κάτι να γίνει λόγω των πολιτικών διαστάσεων που έχει λάβει το θέμα αυτό τα τελευταία χρόνια.

Ωστόσο, η όποια απομείωση θα πρέπει οπωσδήποτε, στα μάτια των Βρυξελλών, να συνδεθεί με τις ιδιωτικοποιήσεις. Με άλλα λόγια, όσο μεγαλύτερο θα είναι το εύρος των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ελάφρυνσή της από το άχθος του δημόσιου χρέους.