Συμπληρώνονται πλέον εννέα μήνες από την αρχή του χρόνου, κατά τη διάρκεια των οποίων εξελίσσεται μια αργόσυρτη και περιορισμένη, αλλά σταθερή διαδικασία ανάκαμψης του γενικού κλίματος και των προσδοκιών.
Σήμερα, το ποσοστό όσων αποτιμούν ότι τα πράγματα πηγαίνουν προς τη θετική κατεύθυνση κινείται στο 16% από το μονοψήφιο 8% του Ιανουαρίου στις αρχές αυτού του έτους. Ταυτόχρονα όσοι πιστεύουν ότι τα πράγματα πηγαίνουν στη λάθος κατεύθυνση έχουν περιοριστεί από το 87% στο 76%.
Η σημερινή αποτίμηση, όπως αποτυπώνεται και στη σχετική χρονοσειρά, αποτελεί την καλύτερη επίδοση της τελευταίας διετίας, αλλά απέχει αρκετά από το να αποτυπώνει ένα κλίμα ανάλογο της πρώτης περιόδου της αναλήψεως της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Βελτίωση καταγράφεται και στο ερώτημα των προσδοκιών για την οικονομία τους επόμενους μήνες. Το ποσοστό όσων θεωρούν ότι «οι οικονομικές συνθήκες θα καλυτερέψουν» αυξάνεται από το 12% του Ιουνίου στο 13% τώρα, ενώ και το ποσοστό όσων θεωρούν ότι θα χειροτερέψουν μειώνεται από το 58% στο 53%. Ετσι το συνολικό ισοζύγιο των οικονομικών προσδοκιών από το -71 του Φεβρουαρίου του 2016, έχει μειωθεί τώρα κατά 31 ποσοστιαίες μονάδες και κινείται στο -40.
Μπορούμε επομένως να μιλήσουμε για μια αργόσυρτη ανάκαμψη προσδοκιών αλλά και για μια θετικότερη αποτίμηση της τρέχουσας κατάστασης συγκριτικά με το διάστημα των αρχών του καλοκαιριού, όταν τα θέματα της δεύτερης αξιολόγησης ήταν ακόμη ανοικτά.
Μιας κατάστασης η οποία δεν παύει βέβαια να χαρακτηρίζεται ακόμη ως ιδιαίτερα αρνητική, συγκριτικά όχι μόνο με την εποχή που η χώρα βρισκόταν εκτός κρίσης, αλλά ακόμη και με το κλίμα που επικρατούσε στην τελευταία περίοδο της κυβέρνησης Σαμαρά προ των εκλογών των αρχών του 2015.
Για την ακρίβεια, μόλις τώρα το οικονομικό κλίμα επανέρχεται στα επίπεδα τα οποία είχαν καταγραφεί το φθινόπωρο του 2015, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στον δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης.
Ωστόσο, η αργόσυρτη βελτίωση της γενικής αίσθησης των πραγμάτων και κυρίως του οικονομικού κλίματος δεν φαίνεται να επηρεάζει θετικά το γενικό πολιτικό κλίμα.
Η πολιτική εμπιστοσύνη (που μετράται μέσω της εμπιστοσύνης προς το Κοινοβούλιο) αλλά και η κοινωνική εμπιστοσύνη (που μετράται μέσω της εμπιστοσύνης προς τους συνανθρώπους μας) δεν φαίνεται να βελτιώθηκαν, το αντίθετο, από τον Ιούνιο μέχρι τώρα μειώθηκαν.
Για να υπάρξει ουσιαστική βελτίωση στους δείκτες αυτούς, χρειάζεται μια άλλη κουλτούρα δημόσιου διαλόγου και δράσης, η οποία δεν φαίνεται να υπάρχει στη χώρα μας.
Πάντως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο η αξιολόγηση της κυβέρνησης όσο και του Πρωθυπουργού παρουσίασαν ανάλογη αργόσυρτη βελτίωση. Οι θετικές κρίσεις για το έργο της κυβέρνησης από το 13% ανήλθαν στο 16% και για τον Πρωθυπουργό από το 18% του Ιουνίου στο 20%.
Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν και για την αξιολόγηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (24% θετικές εντυπώσεις τώρα από το 21% του Ιουνίου και 31% για τον επικεφαλής της Κυριάκο Μητσοτάκη από το 29% του Ιουνίου), η οποία κινείται σταθερά πάνω από αυτή της κυβέρνησης (διότι βέβαια δεν υφίσταται και τη φθορά της διακυβέρνησης).
Βέβαια, το πολιτικό σκηνικό και οι κομματικοί συσχετισμοί επηρεάζονται όχι μόνο από τις μακροχρόνιες τάσεις, αλλά και από τη συγκυρία. Σημειώνουμε ότι τις ημέρες της διεξαγωγής της έρευνας πεδίου κυριάρχησαν στην επικαιρότητα η βύθιση του πλοίου στον Σαρωνικό και τα επεισόδια αλλά και οι τραυματισμοί στην πορεία για την επέτειο του θανάτου του Παύλου Φύσσα.
Το γεγονός αυτό εκτιμάται ως ιδιαιτέρως σοβαρό από την κοινή γνώμη αφού σχεδόν οκτώ στους δέκα (77%) συμμερίζονται την άποψη ότι πρόκειται για μια «οικολογική καταστροφή με μακροχρόνιες επιπτώσεις» και επιπλέον το 68% δηλώνει δυσαρεστημένο από την πολιτική διαχείριση του ατυχήματος. Μάλιστα, ένα μικρότερο αλλά πάντως πλειοψηφικό ποσοστό (59%) θεωρεί ότι «υπάρχει θέμα ανάληψης πολιτικής ευθύνης υπουργών». Ωστόσο, ίσως θα πρέπει να σταθούμε και στο 31% το οποίο δεν θεωρεί ότι υπάρχει τέτοιο θέμα και το οποίο ίσως να μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αντανακλά με έναν άλλο τρόπο τους κομματικούς συσχετισμούς στη χώρα και όχι το θέμα αυτό καθαυτό.
Ενα άλλο σημαντικό πολιτικό θέμα της επικαιρότητας είναι βέβαια και το άνοιγμα της διαδικασίας εκλογής του επικεφαλής του Νέου Φορέα που σχεδιάζουν η Δημοκρατική Συμπαράταξη, Το Ποτάμι και άλλες κινήσεις και προσωπικότητες του χώρου.
Σχεδόν ένας στους τρεις (32%) θεωρεί ότι η απόφαση που πήραν να ιδρύσουν έναν νέο πολιτικό φορέα είναι θετική, ενώ ένας στους δύο (50%) την κρίνει ως αδιάφορη και το 15% ως αρνητική.
Σημειώνουμε ότι από την εκλογική βάση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης μόνο το 4% κρίνει αρνητικά αυτή την επιλογή, ενώ και από την εκλογική βάση του Ποταμιού μόλις το 8% τοποθετείται αρνητικά. Ωστόσο, ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του (το 48%) την αξιολογεί ως «αδιάφορη».
Επιπλέον το 3,3% του συνόλου δηλώνει ότι «σίγουρα θα συμμετάσχει» στην εκλογή προέδρου και το 7,5% ότι «πιθανόν να συμμετάσχει», επομένως φαίνεται να υπάρχει ένα αξιοσημείωτο, για τα δεδομένα του χώρου, κοινωνικό ενδιαφέρον για την όλη διαδικασία.
Μεταξύ όσων κρίνουν ως θετική την πρωτοβουλία, η Φώφη Γεννηματά θεωρείται ως η καταλληλότερη να ηγηθεί του Νέου Φορέα από το 26% και ακολουθούν ο Γιώργος Καμίνης με 18%, ο Σταύρος Θεοδωράκης με 14% και ο Νίκος Ανδρουλάκης με 7%. Μεταξύ όσων δηλώνουν ότι μπορεί να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία (οι οποίοι αποτελούν το 11% του συνόλου, δηλαδή στο δείγμα μας 130 άτομα) προηγείται και πάλι η Φώφη Γεννηματά. Βέβαια, να διευκρινίσουμε εδώ ότι η ερώτηση αυτή δεν υποκαθιστά την πρόθεση ψήφου όσων τελικά θα πάνε να ψηφίσουν όταν θα γίνει η ψηφοφορία. Είναι συναφές χαρακτηριστικό αλλά όχι και ταυτόσημο το κριτήριο ψήφου με αυτό της αντιλαμβανόμενης καταλληλότητας ηγεσίας.
Ωστόσο, η Φώφη Γεννηματά και η Δημοκρατική Συμπαράταξη φαίνεται ότι κάτω από τις τρέχουσες εντυπώσεις αυτής της πρωτοβουλίας που προσείλκυσε δέκα υποψηφιότητες, βελτιώνουν τη θέση τους στον κομματικό ανταγωνισμό.
Στην πρόθεση ψήφου (και στην εκτίμηση ψήφου) για πρώτη φορά η ΔΗΣΥ πέρασε στην τρίτη θέση με ποσοστό 6,2% (και εκτίμηση 8,8%).
Στην πρώτη θέση, αν και με ελαφρώς μειωμένο προβάδισμα, βρίσκεται η Νέα Δημοκρατία με 26% (και εκτίμηση ψήφου 36,7%) και ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με πρόθεση ψήφου 16,1% (και εκτίμηση 22,7%). Και στην παράσταση νίκης το σαφές προβάδισμα είναι υπέρ της ΝΔ, αλλά και αυτό είναι μειωμένο από το 77% του Ιουνίου στο 68% τώρα.
Τρία κόμματα, η Ενωση Κεντρώων (με εκτίμηση ψήφου 3,4%), οι ΑΝΕΛ (με 2,9%) και Το Ποτάμι με 2,8%, με τα σημερινά δεδομένα, αν είχαμε εκλογές, θα έδιναν τη μάχη της εισόδου στο Κοινοβούλιο και από τη δική τους επιτυχία ή μη θα καθοριζόταν και η δυνατότητα αυτοδυναμίας ή όχι της ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται και σήμερα ότι είναι πολύ νωρίς για να εκτιμήσουμε όλα αυτά τα θέματα, την ώρα που μπροστά μας υπάρχει σε εξέλιξη το εγχείρημα του Νέου Φορέα με άγνωστη έκβαση.
Εξάλλου, συνεχίζει να αυξάνεται το ποσοστό όσων θεωρούν ότι η κυβέρνηση θα εξαντλήσει την τετραετία και κινείται πλέον στο 60%.
Στην πολιτική, βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα πιο επισφαλές από τις εκτιμήσεις όταν αυτές αφορούν στο μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο μέλλον.
Ενα είναι σίγουρο: η φάση του μεταβατικού κύκλου όχι μόνο δεν έκλεισε, αλλά έχει ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσει, ίσως τον περισσότερο.