Η επετειακή διοργάνωση του 40ού Φεστιβάλ Δράμας είχε να προσφέρει πλούσιο πρόγραμμα, αλλά ελάχιστες εκπλήξεις. Λίγες ταινίες είχαν συλλογική επίδραση στο κοινό του σταθερά κατάμεστου Ολύμπια, όπου συχνά χρειάστηκε να σταθούμε όρθιοι ή να καθήσουμε στο πάτωμα. Οχι πως το τελευταίο μας ενόχλησε. Το αντίθετο: κατά κάποιο τρόπο όλη αυτή η «ρουτίνα» προσφέρει στην απόλαυση ακριβώς επειδή ξέρουμε γιατί βρισκόμαστε εκεί. Για την αναζήτηση νέων φωνών, για τις ματιές που κάνουν τη διαφορά.
Και ποιες ήταν αυτές; Ο «Cowboy» του Γιάννη Χαριτίδη θα είχε κερδίσει το βραβείο κοινού –αν είχε θεσπιστεί τέτοιο (δεν μου ακούγεται άσχημη ιδέα τώρα που το γράφω). Αλλά και δίχως να είναι θεσμοθετημένο, ο Χαριτίδης το κέρδισε: η ιστορία ενός καουμπόη στην Αθήνα που ετοιμάζεται να συμμετάσχει σε ένα talent show αποτελεί την αφορμή για τη σύσταση ενός μικρόκοσμου που κουβαλά όλα όσα αγαπάμε στην αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητά μας. Το χιούμορ, πότε τρυφερό, πότε πικρό, ποτέ όμως εφετζίδικο, λειτουργεί ως καταλύτης και η ερμηνεία του Μανώλη Μαυροματάκη ήταν μια από τις κορυφαίες φέτος. Αν δεν μας πιστεύετε, ρωτήστε το κοινό που προκάλεσε σεισμό στην αίθουσα με το χειροκρότημά του.
ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ. Δεν είχαμε όμως μονάχα ενήλικους πρωταγωνιστές. Ο Μπόικο Πασκάλεβ στο συγκλονιστικό «Brazuca» του Φαίδωνα Γκρέτσικου μοιάζει με το «Κες» του Κεν Λόουτς, μόνο που στη θέση του πουλιού εδώ έχουμε την… επίσημη μπάλα του Μουντιάλ. Μια επώδυνη ιστορία ενηλικίωσης, στημένη με αλήθεια και βαθιά γνώση του φιλμικού ρεαλισμού που διαθέτει και γέλιο και αγωνία. Ενα φιλμ που δεν «μιλάει για την κρίση», είναι φτιαγμένο από χώμα και νερό, δίχως ανώφελα στυλιζαρίσματα και με μια ερμηνεία από αυτές που συναντάμε σπάνια στο ελληνικό σινεμά, μικρού ή μεγάλου μήκους.
Επιμένοντας στους ανήλικους ήρωες, το «Φράγμα» του Γιώργου Τελτζίδη, μια εξαιρετική άσκηση μινιμαλισμού, διαθέτει μια 16χρονη ηρωίδα, τη Χριστίνα, που έχει ένα βαρύ χρέος: να αφήσει το σκυλάκι της πριν αυτή και η οικογένειά της αφήσουν το ορεινό χωριό τους –ο λόγος είναι το χτίσιμο ενός φράγματος. Φυσικά και το χωριό λειτουργεί ως μικρογραφία μιας χώρας όπου οι άνθρωποι δείχνουν ανήμποροί να διαφυλάξουν αυτές ακριβώς τις αξίες που τους καθιστούν ανθρώπους –αλλά και πάλι τίποτα δεν μας σερβίρεται σε πρώτο πλάνο. Μια μικρή ελεγεία βασισμένη στις σιωπές.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ. Η κριτική επιτροπή αγνόησε τα τρία αυτά φιλμ (με συγχωρείτε, ξέχασα την εύφημη… περιφρόνηση –ας μη τη λέμε «μνεία» –για τον Μπόικο Πασκάλεβ) και έδωσε πέντε βραβεία στην «Ουρανία» της Δέσποινας Κούρτη (μια ταινία αξιόλογη μεν, αλλά «μικρή» –αλήθεια, γιατί λέμε «βραβείο καλύτερης γυναίκας σκηνοθέτη» και όχι «καλύτερης σκηνοθέτριας»;) και το πρώτο βραβείο (μαζί με άλλα δύο) στο «Play» του 55χρονου Βαγγέλη Λυμπερόπουλου, όπου το παιχνίδι που στήνεται –για προφανείς λόγους αποσυμπίεσης των υπαλλήλων –σε μια εταιρεία μεταφορών παίρνει μια εντελώς λάθος τροπή.
Πρόκειται για ένα φιλμ που εντυπωσιάζει, ας το πούμε εξ αρχής – το κοινό το χειροκρότησε. Απολύτως λογικό βέβαια όταν έχουμε να κάνουμε με μια μικρού μήκους ταινία, κόστους πολλών χιλιάδων ευρώ. Αλλά όλα δείχνουν στεγνά και αποστεωμένα. Οι ήρωές της παραμένουν αντιπαθείς μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Είναι μια ταινία που μπορείς να θαυμάσεις, αλλά με τίποτα να αγαπήσεις. Και δεν είμαστε τόσο βέβαιοι αν οι ιδέες της θα λειτουργούσαν στο κοινό με τον ίδιο βαθμό δίχως την απαραίτητη τεχνική υποδομή. Μα θα μου πείτε, αυτό δεν είναι το σινεμά; Γιατί να μη βλέπουμε ωραία, καθαρά, ακριβά πλάνα; Εισιτήριο πληρώνουμε. Σωστά, αυτοί είναι οι κανόνες των αιθουσών. Οχι όμως των κινηματογραφικών Φεστιβάλ. Και το μήνυμα που δόθηκε στους μικρούς σε ηλικία σκηνοθέτες είχε μια ιδιαίτερη διαπαιδαγωγική αξία: Παιδιά, μην αναζητείτε μια νέα ματιά. Μην ψάχνετε ιστορίες. Μη γυρεύετε ήρωες ανθρώπινους. Πρώτα μιλάει ο εντυπωσιασμός. Τα λεφτά που πρέπει να φαίνονται στην οθόνη. Μη τυχόν μας πουν απέξω πως η ταινία μυρίζει φέτα, καταλαβαίνετε. Και αυτό ενώ, την ίδια στιγμή, το Φεστιβάλ, προς τιμήν του, δεν βάζει στην άκρη καμία ανεξάρτητη παραγωγή που αξίζει να βρίσκεται στο διαγωνιστικό τμήμα (και πολλές φορές ίσως και να μην το αξίζει, αλλά το προτιμώ από το να κόβονται φιλμ με αξία –θυμηθείτε τον «Ικαρο» του Γιώργου Φουρτούνη πριν από κάποια χρόνια).