Το AfD δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2012, με το όνομα τότε Εκλογική Εναλλακτική, από έναν οικονομολόγο, έναν δημοσιογράφο και έναν πολιτικό για να αντιταχθεί στην πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στην κρίση της ευρωζώνης και – κυρίως – στη διάσωση της Ελλάδας και των άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Το 2013 το κόμμα, που είχε μια συντηρητική ατζέντα χωρίς ακρότητες, έγινε ευρύτερα γνωστό με το πρώτο του συνέδριο στο Βερολίνο.

Στις ευρωεκλογές τον Μάιο του 2015, το AfD κατέλαβε την πέμπτη θέση από τα γερμανικά κόμματα με 7,1%, εκλέγοντας επτά μέλη στο Ευρωκοινοβούλιο. Κατόπιν, ξεκίνησαν οι τοπικές εκλογές στα γερμανικά κρατίδια και το κόμμα άρχισε να έχει μια σταθερή παρουσία με ποσοστά από 6% έως 10%, που φανέρωσαν τη δυναμική του. Ομως είχαν φανεί οι εσωτερικές έριδες και υπήρξε αλλαγή στην ηγεσία. Τον Ιούλιο του 2015 ανέλαβε την προεδρία η Φράουκε Πέτρι, μέλος της εθνικοσυντηρητικής πτέρυγας του κόμματος, μια σαφής στροφή προς τα δεξιά που έφερε στο προσκήνιο το θέμα των μεταναστών. Ετσι, στις εκλογές των κρατιδίων στις αρχές του 2016, τα ποσοστά του AfD διπλασιάστηκαν και στο συνέδριο του κόμματος περιελήφθησαν στην πλατφόρμα η αντίθεση στο Ισλάμ, η έκκληση για απαγόρευση των ισλαμικών συμβόλων και η φράση «το Ισλάμ δεν αποτελεί μέρος της Γερμανίας».

Στο συνέδριο του 2017, η Πέτρι ανακοίνωσε ότι δεν θα είναι υποψήφια για καγκελάριος, μια και οι εσωτερικές έριδες συνεχίζονταν. Εξελέγη αρχηγός ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ και μαζί του στην προεδρία η Αλίς Βαϊντέλ – και οι δύο ιδιαίτερα συντηρητικοί. Ετσι, το κόμμα που δημιουργήθηκε ως η κεντροδεξιά συντηρητική έκφραση της μεσαίας τάξης με «ήπιο» ευρωσκεπτικισμό μετατράπηκε γρήγορα σε εθνικιστικό που δεν ντράπηκε να διεκδικήσει σχέση με τη ναζιστική ρητορική, θέτοντας ως κυρίαρχο σύνθημα την «ανάκτηση της γερμανικής εθνικής ταυτότητας».  

Τώρα, με ποσοστό περίπου 13,3% και άνω των 85 βουλευτών, το AfD συγκεντρώνει πάνω του όλα τα βλέμματα και φυσικά όλους τους φόβους. «Θα ξαναπάρουμε πίσω τη χώρα και τον λαό μας» ήταν τα πρώτα λόγια του Γκάουλαντ. «Θα κυνηγήσουμε τη Μέρκελ, δεν θα την αφήσουμε σε χλωρό κλαρί» πρόσθεσε η Βαϊντέλ. Η πόλωση της πολιτικής συζήτησης στη Γερμανία είναι, πλέον, δεδομένη.