Εκείνο το απόγευμα φυσούσε δυνατός βαρδάρης. Γι’ αυτό η πρώτη σπίθα δεν άργησε να εξαπλωθεί. Η φωτιά που ξεκίνησε από το τηγάνι μιας νοικοκυράς σε ένα προσφυγικό σπιτάκι της οδού Ολυμπιάδας θα σκόρπιζε την καταστροφή στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα. Μέσα σε 32 ώρες θα έκανε στάχτη έκταση 1.000.000 τ.μ., θα αποτέφρωνε 9.500 σπίτια και θα άφηνε άστεγους περισσότερους από 70.000 ανθρώπους. Η μεγάλη πυρκαγιά της 18ης Αυγούστου 1917 άρχισε ως ένα τυχαίο γεγονός που τελικά έμελλε να αλλάξει τη φυσιογνωμία της πόλης…
Προχθές Σάββατο, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη φωτιά που έδωσε την αφορμή για τη ριζική πολεοδομική και αρχιτεκτονική αναμόρφωση της Θεσσαλονίκης, στη συμπρωτεύουσα πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις με τίτλο «Εγινε η σπίθα πυρκαγιά». Ενα υπερθέαμα για το οποίο επιστρατεύτηκαν 200 καλλιτέχνες, 20 φορείς και 250 εθελοντές. Που εκτυλίχθηκε με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου, διήρκεσε τέσσερις ώρες και κορυφώθηκε με την αναπαράσταση της μεγάλης πυρκαγιάς στην Πλατεία Αριστοτέλους.

Ηθοποιοί ντυμένοι με ενδυμασίες της εποχής έκαναν την εμφάνισή τους στην Ανω Πόλη, από όπου, πριν από έναν αιώνα, ξεκίνησαν όλα. Εκεί έλαβε χώρα θεατρικό δρώμενο με μουσική υπόκρουση από τη Θεσσαλονίκη του 1917. Το ιστορικό πλαίσιο αλλά και οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στην πόλη όταν εκδηλώθηκε η μεγάλη πυρκαγιά ξεδιπλώθηκαν μέσα από διηγήσεις, μαρτυρίες, οπτικοακουστικό υλικό. Η συνύπαρξη Ελλήνων, Εβραίων και Τούρκων σε ένα από τα σπουδαιότερα λιμάνια των Βαλκανίων, αναλύσεις για τα αίτια της καταστροφής και οι επιπτώσεις της στη σύνθεση του πληθυσμού ήταν μερικά από όσα απασχόλησαν τους συγκεντρωμένους.

Στους δρόμους που (ξανα)κάηκαν
Το δρώμενο συνεχίστηκε με «περίπατο» στα σημεία από όπου πέρασε, σαρώνοντας τα πάντα, η πυρκαγιά. Ενας από τους σταθμούς της περιήγησης ήταν η οδός Εδέσσης στην Πλατεία Εμπορίου, όπου φλόγες «ξεπηδούσαν» από το μπαλκόνι ενός κτιρίου που σώθηκε από την πύρινη μανία. Επόμενη στάση στην οδό Νίκης. Εκεί, στον αριθμό 63, όπου σταμάτησε το καταστροφικό της έργο η πυρκαγιά, προβλήθηκε φωτισμένος ένας ευμεγέθης χάρτης που απεικόνιζε τη διαδρομή της φωτιάς, ενώ μέσα από μαρτυρίες αναπτύχθηκε το κατοπινό όραμα του αρχιτέκτονα Ερνέστου Εμπράρ για την αναγέννηση της πόλης. Τελευταίος σταθμός η Πλατεία Αριστοτέλους, όπου ένα θεαματικό σκηνικό έδινε την εντύπωση ότι η πόλη είχε παραδοθεί και πάλι στις φλόγες: μια μακέτα του παραλιακού μετώπου της Θεσσαλονίκης του 1917 είχε τοποθετηθεί στο σημείο. Τα πάντα είχαν βυθιστεί στο σκοτάδι. Κι έπειτα φωτιές και καπνοί άρχισαν να ξεπηδούν από τη μακέτα προκαλώντας μια ατμόσφαιρα εντυπωσιακή.
Η αυξημένη συμμετοχή του κόσμου στις προχθεσινές εκδηλώσεις δεν είναι ασύνδετη με τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε η πυρκαγιά του 1917 στη σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης. Η περιοχή μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού, Νίκης, Εθνικής Αμύνης, Αλεξάνδρου Σβώλου και Εγνατίας έμεινε από τότε στις λαϊκές διηγήσεις ως τα «καμένα». Ηταν το 1/3 της πόλης. Το κόστος των υλικών ζημιών υπολογίστηκε σε 8.000.000 χρυσές λίρες.
Η Θεσσαλονίκη, σπουδαίο διαμετακομιστικό κέντρο της εποχής, φιλοξενούσε την εποχή εκείνη γάλλους και βρετανούς στρατιώτες, ενώ στις γειτονιές της ζούσαν Εβραίοι Σεφαραδίτες, Τούρκοι, Βούλγαροι και Ελληνες.
Ο τρομακτικός απολογισμός
Το απόγευμα της 18ης Αυγούστου, μετά την οδό Ολυμπιάδας, η φωτιά πέρασε στη βορειοδυτική πλευρά της πόλης με τρομερή ταχύτητα. Μέχρι τα μεσάνυχτα είχε φτάσει στην Πλατεία Ελευθερίας και είχε μετατρέψει σε αποκαΐδια το εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τα ξύλινα σπιτάκια ενίσχυαν την ένταση της φωτιάς, ενώ τα στενά οθωμανικά δρομάκια της πόλης ευνοούσαν την επέκτασή της από το ένα οίκημα στο άλλο. Την επόμενη μέρα η πυρκαγιά είχε ήδη προσεγγίσει το ιπποδρόμιο, για να σταματήσει τελικά λίγο αργότερα στην ανατολική πλευρά του Αγίου Δημητρίου. Κατά τη διάρκειά της, κάθε προσπάθεια να οριοθετηθεί η καταστροφή ήταν πολύ κατώτερη του δράματος που εξελισσόταν: σε μια πόλη χτυπημένη επί μήνες από ανομβρία, όπως ήταν η Θεσσαλονίκη τη χρονιά εκείνη, η έλλειψη νερού ειδικά στις συνοικίες της Ανω Πόλης ήταν ολοκληρωτική. Οι υποδομές της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, τουλάχιστον απαρχαιωμένες. Και την ίδια στιγμή σημαντικό τμήμα των υδάτινων αποθεμάτων της πόλης είχε διατεθεί στα συμμαχικά στρατόπεδα που έδρευαν στα προάστιά της. Τα στρατεύματα αυτά, σύμφωνα με καταγγελίες, αδράνησαν την ώρα που η πόλη παραδιδόταν στην πύρινη λαίλαπα, καθώς αρνήθηκαν να συμβάλουν με τεχνικά μέσα και με την παροχή νερού στην κατάσβεση της πυρκαγιάς. Αλλες μαρτυρίες υποστηρίζουν ότι στρατιώτες συμμετείχαν στο έργο της κατάσβεσης και της εκκένωσης των οικισμών, προκαλώντας όμως προβλήματα, αφού επέλεγαν να δημιουργήσουν αντιπυρικές ζώνες ανατινάσσοντας ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Ο απολογισμός ήταν τρομερός: διοικητικές υπηρεσίες, 4.000 εμπορικά καταστήματα, κέντρα αναψυχής, πολυτελή ξενοδοχεία όπως το Σπλέντιντ Παλάς, το Ξενοδοχείο της Αγγλίας και το Ιμπέριαλ, κινηματογράφοι, κομψά νεοκλασικά, τράπεζες, σχολεία, λουτρά, εκκλησίες, το ελληνικό γηροκομείο, τζαμιά, συναγωγές, πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των κοινοτήτων μαζί με τα αρχεία τους, όλα έγιναν στάχτη. Στις απώλειες προσμετρώνται επίσης το δημαρχείο της πόλης, το ταχυδρομείο, οι εταιρείες ύδρευσης και φωταερίου αλλά και τα τυπογραφεία των περισσότερων εφημερίδων, τα οποία λειτουργούσαν στην πόλη με τη μεγαλύτερη εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Αρκετά από τα έντυπα αυτά δεν επανεκδόθηκαν ποτέ.
Συνολικά 72.500 κάτοικοι –εκ των οποίων οι 50.000 Εβραίοι –έμειναν άστεγοι, ενώ το 70% των εργαζομένων εκτιμάται ότι βρέθηκε σε καθεστώς ανεργίας. Με αγγελίες σε εφημερίδες, μανάδες αναζητούσαν τα παιδιά τους που εξαφανίστηκαν ενώ έκαιγε η φωτιά, στα σπίτια που είχαν καταρρεύσει γινόταν συστηματικά πλιάτσικο, κάποιοι έκαναν εμπόριο με τον ανθρώπινο πόνο.
Η επόμενη μέρα
Η φωτιά πήρε μαζί της και τα ίχνη αιώνων από την πολιτιστική παρουσία ποικίλων πληθυσμών που γεννήθηκαν και έζησαν στην πόλη. Είναι ενδεικτικό ότι η εβραϊκή συνοικία δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Η Θεσσαλονίκη της επόμενης μέρας είχε βυθιστεί στη δυστυχία. Πρόχειροι καταυλισμοί και παραπήγματα για τους πυροπαθείς φτιάχνονται σύντομα έξω από την πόλη. Εκτός από την ελληνική κυβέρνηση, οι βρετανικές Αρχές και η Ενωση Γαλλίδων Κυριών συμμετέχουν στη δημιουργία καταυλισμών. Περίπου 5.000 άτομα μεταφέρονται με τρένο στην Αθήνα, στον Βόλο και στη Λάρισα. Ο Ερυθρός Σταυρός οργανώνει συσσίτια, ενώ η ελληνική κυβέρνηση μοιράζει δωρεάν ψωμί. Ερανοι για την ενίσχυση των πυροπαθών οργανώνονται σε όλη τη χώρα, ενώ πολλοί Εβραίοι εγκαταλείπουν για πάντα την Ελλάδα.
Μόλις μία εβδομάδα μετά την καταστροφή, με πρωτοβουλία του αρμόδιου υπουργού Συγκοινωνιών Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ανακοινώνεται ότι η ανοικοδόμηση θα γίνει βάσει οργανωμένου πολεοδομικού σχεδίου στα πρότυπα μιας ευρωπαϊκής πόλης με φαρδιές λεωφόρους και άπλετους χώρους πρασίνου. Η άλλοτε μεσαιωνική πόλη με τα οθωμανικά στοιχεία θα αποτελούσε παρελθόν. Για την υλοποίηση του φιλόδοξου σχεδίου συστήνεται ειδική επιτροπή, η Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης, με τη συμμετοχή βρετανών και γάλλων επιστημόνων και επικεφαλής τον Ερνέστο Εμπράρ. Το σχέδιο της Επιτροπής παραδίδεται το 1918 και το ίδιο έτος ψηφίζονται από τη Βουλή οι νόμοι για την εφαρμογή του.

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν θα εφαρμοστεί ποτέ πλήρως. Τα ιδιαίτερα συμφέροντα των ιδιοκτητών προνομιακών εκτάσεων της Θεσσαλονίκης, η έλλειψη επαρκών οικονομικών πόρων αλλά και η Μικρασιατική Καταστροφή που θα επιβαρύνει την πόλη με νέα προβλήματα θα οδηγήσουν στη μερική εφαρμογή του μεγαλεπήβολου σχεδίου του Εμπράρ. Μια νέα Θεσσαλονίκη θα δημιουργηθεί και τα λιγοστά κτίρια του παρελθόντος θα απομείνουν να θυμίζουν την πόλη που υπήρχε εκεί πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά…