Δεν συνηθίζει, λέει, να σκηνοθετεί δύο έργα μαζί. Προτιμά να ανεβάζει μία με δύο παραστάσεις τον χρόνο, φροντίζοντας ενδιαμέσως να έχει κάποιους μήνες για προετοιμασία ή «αποθεραπεία». Αυτή τη φορά ωστόσο, οι περιστάσεις είναι ειδικές. Από τη μια, η «Αλκηστη» του Ευριπίδη, που τον Ιούλιο παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο, χρειάζεται πρόβες «προσαρμογής» για το νέο της χώρο, το θέατρο Rex, όπου παίζεται ήδη από το Σάββατο. Και από την άλλη, ο «Αμύντας» του Γεωργίου Μόρμορη, η «ποιμενική κωμωδία» με την καταιγιστική αφήγηση και τις ευφάνταστες μεταμορφώσεις που ο εκλιπών πια Σπύρος Ευαγγελάτος ανέβασε πέρσι τον Ιούλιο στο Ηρώδειο, θα αναβιώσει απόψε, στον ίδιο χώρο, με τη συμβολή της σκηνοθέτριας. Με όλες τις σκηνοθετικές εμπειρίες ή σπουδές σε πανεπιστήμια του Λονδίνου ή της Μόσχας, με όλη τη θητεία της στην υποκριτική, στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, στην Πειραματική Σκηνή του ή αλλού, η Κατερίνα Ευαγγελάτου εξηγεί ότι σε τέτοιες ειδικές περιστάσεις υπάρχει και κάτι που «δεν μπορείς να το αφήσεις στο πλάι».
ΓΙΑ ΤΟΝ «ΑΜΥΝΤΑ». Στον «Αμύντα» αναβιώνω τη σκηνοθεσία του πατέρα μου. Δεν πρόκειται για δική μου σκηνοθετική εργασία. Εχω τη χαρά να συνεργάζομαι με τους ίδιους ανθρώπους που δούλεψαν στο πρώτο ανέβασμα, ενώ και η διανομή είναι η ίδια –δεν έχει αλλάξει κανένας ηθοποιός ή μουσικός. Επίσης δεν υπάρχει μεγάλη χρονική απόκλιση. Η μελέτη των ηθοποιών, η μελέτη του βίντεο της παράστασης, καθώς και η σχέση με τον πατέρα μου –δεν είμαι ένας άσχετος που ήρθε να κάνει μια αναβίωση –εξασφαλίζει ότι τηρούμε κατά γράμμα τις οδηγίες του Σπύρου Ευαγγελάτου και τις επιθυμίες του για το ύφος της παράστασης.
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ. Από τη μια πρέπει να είμαι αποκομμένη συναισθηματικά για να μπορέσω να κάνω σωστά τη δουλειά μου και από την άλλη υπάρχει κάτι που δεν μπορείς να το αφήσεις στο πλάι, κάτι που ξαφνικά εμφανίζεται μέσα σου και δεν σε ρωτάει κιόλας. Εχουμε ωστόσο κι ένα βοήθημα: η παράσταση είναι πολύ ανάλαφρη, πολύ κεφάτη. Είναι μια υπέροχη κωμωδία για τον έρωτα και τη λαχτάρα για ζωή, με καταπληκτικές ερμηνείες και αυτό εξασφαλίζει ότι η ατμόσφαιρα δεν θα έχει τίποτα το πένθιμο. Εχουν πολύ κέφι τα παιδιά. Και κάπως έτσι, ξεχνιόμαστε.
ΑΜΦΙ-ΘΕΑΤΡΟ. Από την εγκατάστασή του στην Πλάκα, το Αμφι-Θέατρο ήταν το δεύτερο σπίτι μου. Οπως και η Επίδαυρος, όπου πέρασα όλα μου τα καλοκαίρια μέχρι να ενηλικιωθώ. Ολη μου η ζωή έχει έναν σταθμό συνδεδεμένο με κάποια παράσταση που ετοιμαζόταν τότε στο Αμφι-Θέατρο. Με γοήτευαν οι πρόβες, οι παραστάσεις, ακόμα και αν τις έβλεπα από το παρασκήνιο, αλλά και η οικογενειακή ατμόσφαιρα που είχε αναπτυχθεί μεταξύ όχι μόνο των εργαζομένων αλλά και των θεατών. Ηταν πολύ γλυκό που περνούσε ο κόσμος από την Αδριανού, έμπαινε και ρωτούσε «τι ετοιμάζετε τώρα», «τι ρόλο θα παίξει φέτος η Λήδα Τασοπούλου». Είχε δημιουργηθεί μια φωλιά, ένας πυρήνας. Κόσμος ερχόταν, επανερχόταν, αργότερα έφερνε τα παιδιά του, ήταν μια μεγάλη οικογένεια και αυτό είναι αναντικατάστατο για τις δικές μας γενιές που οι περισσότεροι σκηνοθέτες δεν διαθέτουν δικό τους χώρο. Αυτή η προσδοκία ένωσε όλα τα θέατρα που αναπτύχθηκαν από το ’75, από το ’80 και μετά και που κάποια από αυτά όπως το Αμόρε, το Ανοιχτό Θέατρο, το Αμφι-Θέατρο και άλλα έχουν πια κλείσει.
ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ. Για μένα, η ιερότητα της Επιδαύρου είναι συνυφασμένη όχι μόνο με την ιστορία της αυτή καθεαυτήν –και δεν εννοώ μόνο την αρχαία, αλλά και τη νεότερη, από το Φεστιβάλ και μετά –αλλά και με ένα κομμάτι της οικογενειακής μου ιστορίας. Η ιερότητα διπλασιάζεται θα έλεγε κανείς. Είναι όμως μια ιερότητα με αγάπη, με ένα αίσθημα ανοιχτής καρδιάς, που δεν σε κλείνει, δεν σε παραλύει, ώστε να μην τολμάς να κάνεις κάτι απέναντί της. Για μένα η Επίδαυρος, πέραν του πρώτου σοκ όταν την πρωτοεπισκέφθηκα λίγες βδομάδες μετά τον θάνατο του πατέρα μου –ήταν σαν να τον κοιτάζω στα μάτια –μου δημιούργησε και ένα αίσθημα ελευθερίας που προέκυπτε μέσα από τον σεβασμό.
ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ. Για τις πρόσφατες θεατρικές επιχορηγήσεις θα πρέπει να ξαναμιλήσουμε του χρόνου. Είναι κάτι που έγινε άπαξ. Δεν γνωρίζω ούτε τι ποσά δόθηκαν ούτε σε πόσους –δεν έκανα αίτηση. Εχω την εικόνα ότι δόθηκαν μικρά ποσά σε πολλούς, πράγμα που δεν ξέρω αν βοηθάει σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Φυσικά, το βέλτιστο θα ήταν μεγάλα ποσά σε πολλούς, αλλά και πάλι έχω ελλιπή ενημέρωση. Πρέπει πάντως να βεβαιωθούμε ότι είναι μια στρατηγική που θα συνεχιστεί μεθοδευμένα, είτε με την τωρινή υπουργό Πολιτισμού είτε με τον επόμενο. Ετσι θα καταλάβουμε αν πρόκειται για μια πραγματικά πολιτική πρόθεση στήριξης του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου και χορού ή αν ήταν κάτι που έγινε με εισήγηση της Λυδίας Κονιόρδου, που είναι και η ίδια άνθρωπος του θεάτρου. Εχει σημασία λοιπόν να δούμε αν οι επιχορηγήσεις θα εγκαθιδρυθούν όπως σε προηγούμενες δεκαετίες. Πρέπει να γίνει υπεύθυνα, συγκροτημένα. Οπως πρέπει για μένα οπωσδήποτε να ξανασυζητηθεί το θέμα της φοροαπαλλαγής των ιδιωτών χορηγών σε θέατρα. Νομίζω ότι στις εποχές που ζούμε εκεί είναι το μεγάλο κλειδί.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΟΥΚΟΣ. Θεωρώ ότι όταν έχουμε να κάνουμε με ένα πρόσωπο όπως ο Γιώργος Λούκος, που έχει προσφέρει τόσα πολλά στον πολιτισμό, οποιεσδήποτε κατηγορίες απαγορεύεται να εκτοξεύονται αν πρώτα δεν διασταυρωθούν και δεν επικυρωθούν νομικά. Νομίζω ότι ήταν όχι μόνο άκομψος, αλλά και βίαιος ο τρόπος που όλο αυτό βγήκε στη φόρα. Αν βγήκε κιόλας κάτι –μάλλον κυκλοφόρησε, είναι η σωστή λέξη. Δεν θα ήθελα για κανέναν κάτι τέτοιο.
ΤΟ «Ζ» ΣΕ ΟΠΕΡΑ. Η επόμενη σκηνοθεσία μου είναι όπερα –μεγάλη μου αγάπη. Ξεκίνησα με τον Θοδωρή Κουρεντζή στη Ρωσία πριν από δύο χρόνια με τα «Παραμύθια του Χόφμαν» του Ζακ Οφενμπαχ, μια μεγάλη επιτυχία που παίζεται ακόμα στο Θέατρο της Περμ για τρίτο χρόνο. Αυτή τη φορά θα σκηνοθετήσω μια καινούργια, σύγχρονη όπερα, που γράφεται από τον Μηνά Μπορμπουδάκη έπειτα από παραγγελία του Γιώργου Κουμεντάκη: είναι βασισμένη στο «Ζ», το σπουδαίο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού και το λιμπρέτο είναι του συγγραφέα Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Η πρεμιέρα θα γίνει τον Μάρτιο, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
INFO
«Αμύντας», του Γεωργίου Μόρμορη στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού απόψε στις 21.00. Ερμηνεύουν: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Φαίη Ξυλά, Βίκυ Βολιώτη, Θανάσης Κουρλαμπάς, Θανάσης Δήμου, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Θωμάς Γκαγκάς, Γεράσιμος Σκαφίδας και ο μπασοβαρύτονος Μάριος Σαραντίδης. Εισιτήρια: 10-40 ευρώ, 5 ευρώ ΑμΕΑ.