Με επιδημιολογικούς όρους η Γερμανία ήταν μία από τις τελευταίες χώρες που δεν είχε προσβληθεί από τον ιό. Η εξαίρεση στον κανόνα μιας μεταδοτικής νόσου που έμοιαζε να είχε εξαφανιστεί οριστικά αλλά τελικά εμφανίστηκε και πάλι στη Γηραιά Ηπειρο. Φαινόταν το φρικτό παρελθόν της να επέδρασε τόσο καταλυτικά στον DNA της ώστε ο οργανισμός της ανέπτυξε πανίσχυρα αντισώματα. Μπορούσε, υποτίθεται, να δει κανείς οπουδήποτε ακροδεξιούς λαϊκιστές, ξενοφοβικούς, ομοφοβικούς, αντιευρωπαϊστές και εθνικιστές να μετουσιώνονται προσβεβλημένοι από τον ιό σε κόμματα και κινήματα. Αλλά όχι εκεί.
Η Γερμανία όμως προσβλήθηκε από τον ιό. Αλλά αν στη διάγνωση δεν διαφωνεί κανείς, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους λόγους που οδήγησαν στο τέλος του γερμανικού εξαιρετισμού. Πώς έπαψε η Γερμανία να είναι «βαρετή», μια όαση σταθερότητας και ανίας σε μια ήπειρο που δοκιμαζόταν από τα παλιά της φαντάσματα; Είναι αδύνατον να μην προσωποποιηθεί η απάντηση στην Ανγκελα Μέρκελ. Να μην ξεκινήσει και να μην τελειώσει στην καγκελάριο που κυβερνά τη χώρα της από το 2005 –μια αιωνιότητα και κάτι ακόμη στην πολιτική.
Η ευθύνη, με άλλα λόγια, είναι όλη δική της. Εχει σημασία όμως τι της καταλογίζει κανείς. Αν φταίει επειδή άφησε στο έλεος της μοίρας τους φτωχούς Γερμανούς, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από την πρώην Ανατολική Γερμανία, ή επειδή υιοθέτησε μια πολιτική υποδοχής στην προσφυγική κρίση κόντρα στα ξενοφοβικά ένστικτα της γερμανικής κοινωνίας.
Αν ενέχεται επειδή αγνόησε τους δικούς της χαµένους της παγκοσµιοποίησης. Ή επειδή άσκησε αυτό που της αναγνωρίστηκε ως «ηθική ηγεσία».