Η αυλαία ανοίγει. Τρεις άνδρες καθισμένοι σε καρέκλες παίζουν χαρτιά κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο που είναι στριμωγμένο στη γωνία του σαλονιού. Οσο εκείνοι κάνουν πλάκα φωνάζοντας, ο τέταρτος της παρέας, που βρίσκεται πίσω τους, κουλουριάζεται περισσότερο στη μέση της μεγάλης ξύλινης σκάλας. Και κάθε φορά που κάποιος χάνει τα λόγια του, του θυμίζουν τις ατάκες οι δύο βοηθοί σκηνοθέτη στην πρώτη σειρά καθισμάτων της πλατείας, οι οποίοι κρατούν το σενάριο. Οι πρόβες του «Φάρου» είναι ένα μείγμα πραγματικότητας και μυθοπλασίας: το επιβεβαιώνουν και οι παρεμβάσεις του σκηνοθέτη –και συμπρωταγωνιστή –Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη αν η σκηνή δεν μοιάζει καλά δουλεμένη.
Ο «τυφλός» Μαρκουλάκης
Το Θέατρο Αθηνών βρίσκεται σε δημιουργικό αναβρασμό. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έχει επιλέξει να σκηνοθετήσει το έργο του Ιρλανδού Κόνορ ΜακΦέρσον και δείχνει προσοχή σε όλες τις λεπτομέρειες της πρόβας, που έχει μπει πια στην τελική της ευθεία. «Είναι ένα τρομερό έργο. Ανήκει σ’ αυτό το είδος που χαρακτηρίζω “αταξινόμητα”. Είναι ένα δράμα υπαρξιακό για την ανθρώπινη φύση, σε αρκετά σημεία μια εξωστρεφής κωμωδία και σε άλλα θρίλερ μεταφυσικό. Εχει δηλαδή πλευρές διαφορετικές μεταξύ τους και μάλιστα κάποιες αρκετά ασυνήθιστες στο θέατρο. Είναι σαν ταινία του Ντέιβιντ Λιντς κι έτσι προσπαθώ να το αντιμετωπίσω. Εχει μια πολύ βαθιά και αγαπησιάρικη ματιά πάνω στους ήρωες, οι οποίοι είναι κάτι συμπαθητικά αγαπησιάρικα ρεμάλια. Θα μπορούσαν να είναι ήρωες του Μάμετ, του Κοέν ή του Κεχαΐδη. Ανθρωποι που έχουν αποτύχει σε όλα, αλλά εμείς τους συμπαθούμε και τους αγαπάμε. Θέλουμε να δούμε τι συμβαίνει στη ζωή τους. Κι όταν τελικά αυτά τα ρεμάλια δικαιώνονται, βρίσκουν έναν τρόπο να ξεφύγουν από τις αμαρτίες τους και το παρελθόν τους, να “αποκαθαρθούν” και να μπορέσουν να προχωρήσουν τη ζωή τους επειδή τους αξίζει. Είναι πολύ αισιόδοξο έργο ενώ περνάει τους ήρωες και τους θεατές του από μια νυχτερινή καταιγίδα. Σε βυθίζει και μετά σε ξαναβγάζει στην επιφάνεια» τονίζει ο σκηνοθέτης της παράστασης.
Ο αγγλικός τίτλος του έργου του ΜακΦέρσον είναι «The seafarer» («Ο ναυτικός»), δανεισμένος από ένα ομότιτλο ποίημα ανωνύμου, γραμμένο στα αρχαία αγγλικά στα μέσα του 8ου αιώνα. Ωστόσο, ο Μαρκουλάκης προτίμησε να ονομάσει την ελληνική εκδοχή του «Ο φάρος» εμπνευσμένος από ένα δικό του αγαπημένο ποίημα, το «Πυρσός λαμπρός του υπέρτατου φαροδείκτη» του Εμπειρίκου. Αλλωστε, ο ίδιος έχει αποκτήσει την απαραίτητη «προσωπική» σχέση με το κείμενο αφού υπογράφει και τη μετάφρασή του στα ελληνικά. «Η γλώσσα του έργου είναι γεμάτη ιρλανδέζικους ιδιωματισμούς. Αυτό στα ελληνικά μπορεί να αποτυπωθεί μέχρι ενός σημείου. Δεν θα ήταν δόκιμο να χρησιμοποιήσεις ντοπιολαλιά, επειδή υπάρχει άγνωστη ορολογία. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι ο λόγος είναι τρομερά κατατμημένος. Μιλάμε για πολλές ασυνταξίες και κάποιοι από τους χαρακτήρες δεν ολοκληρώνουν σχεδόν ποτέ καμία πρόταση. Το κείμενο είναι γεμάτο αποσιωπητικά –κάτι που ευχαριστιέμαι εγώ πολύ. Ως άνθρωπος του θεάτρου αναγνωρίζω την αξία της γλώσσας όταν αυτή σ’ ένα κείμενο έχει γραφτεί για να μιληθεί. Γι’ αυτό η μετάφραση για μένα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Στην πραγματικότητα είναι η πρώτη σκηνοθεσία» σημειώνει.
Ο ίδιος υποδύεται τον τυφλό μέθυσο Ρίτσαρντ, έναν άνθρωπο με παιδικό θυμό και ανελέητο χιούμορ. «Το να παίζεις τον τυφλό έχει τη δυσκολία ότι αποσπάται η προσοχή σου. Θέλει τρομερή συγκέντρωση. Αλλά έχω οργανωθεί όσο καλύτερα μπορώ από πριν. Δεν έρχομαι εδώ κλειδωμένος αλλά ξέροντας τι θέλω για την παράσταση. Και γι’ αυτό συνήθως οι πρόβες κρατάνε και μικρό χρονικό διάστημα σε σχέση με το υπόλοιπο κομμάτι. Μ’ ενδιαφέρει τόσο πολύ το σύνολο, που κινδυνεύω να αμελήσω έναν από τους ηθοποιούς –κι αυτός να είμαι εγώ» παραδέχεται.
Ο «αλκοολικός» Παπασπηλιόπουλος
Γύρω του συγκεντρώνει μια ομάδα all star πρωταγωνιστών, καθένας εκ των οποίων συμβάλλει με τη δική του υποκριτική δεινότητα στο χτίσιμο μιας παράστασης που ακροβατεί ανάμεσα στο θρίλερ, τη μαύρη κωμωδία και το δράμα. «Είναι ένα έργο που μοιάζει να μιλάει για πολλά. Σε πολλές στιγμές μοιάζει ώς και σκοτεινό, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι εντέλει πολύ φωτεινό και ελπιδοφόρο, παρόλο που η όψη του είναι αντίθετη» αναφέρει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος. Ο ίδιος παίζει τον Σάρκι, έναν ματαιωμένο αλκοολικό που προσπαθεί να ξαναπιάσει από κάπου το νήμα της ζωής του. «Ο ήρωάς μου έχει τη μεγαλύτερη διαδρομή στο έργο επειδή έχει το πιο σκοτεινό κομμάτι. Ερχεται από το σκοτάδι, μπαίνει στο σκοτάδι για να συναντηθεί στο τέλος μάλλον με το φως. Είναι μια διαδρομή σχεδόν ζωής και θανάτου. Χωρίς να έχει κανένα περιτύλιγμα σπουδαιότητας, το έργο μιλάει για σημαντικά πράγματα» προσθέτει ο πρωταγωνιστής.
Ο «αινιγματικός» Χειλάκης
Αντίπαλος του Σάρκι στο σύμπαν του ΜακΦέρσον είναι ο αινιγματικός κύριος Λόκχαρτ που εμφανίζεται ως ένας κομψός άνδρας, με προθέσεις που αποδεικνύονται καταχθόνιες. «Ο ήρωάς μου είναι ένας επισκέπτης, ένας εξωτερικός παράγοντας σε μια τετράδα ανθρώπων οι οποίοι γνωρίζονται πολύ καλά. Ερχεται να τους υπενθυμίσει μ’ έναν τρόπο τι ακριβώς σημαίνει να μην είσαι συνεπής λόγω και έργω. Ή αν αυτά που έχουμε κάνει είναι αμαρτία ή όχι. Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για έναν συγγραφέα καθολικό στο θρήσκευμα. Βλέπουμε ανθρώπους που δεν μπόρεσαν ποτέ στη ζωή τους να πετύχουν οτιδήποτε κι αυτό σχεδόν είναι αμαρτία» λέει ο Αιμίλιος Χειλάκης. Αν και στην εξέλιξη της παράστασης ο ήρωάς του βρίσκεται πολύ κοντά στο να κερδίσει, στο τέλος αποτυγχάνει, φέρνοντας κατά κάποιο τρόπο τη λύτρωση στους συμπρωταγωνιστές του. «Είναι πολύ ωραία ιστορία. Ο καθένας μπορεί να την αντιληφθεί διαφορετικά. Το πιο ωραίο απ’ αυτά είναι αυτή η κατακλείδα. Το καλό” και το “κακό υπάρχουν ως τέτοια επειδή εμείς τα ονομάζουμε έτσι. Στο τέλος, μπορούμε να συμφωνήσουμε για την κατάντια μας ή την ελπίδα μας. Αυτό θα κερδίσει ένας θεατής που θα έρθει να δει την παράσταση. Αν είμαστε όλοι μαζί, ακόμα και τα δύσκολα θα περάσουν. Μαζί μπορούμε να διαχειριστούμε τη ζωή. Μπορεί ο καθένας να διαχειριστεί τον φόβο του» αναφέρει ο πρωταγωνιστής.
Ο «επιπόλαιος» Ψαρράς
Την ίδια θετική οπτική έχει και ο Νίκος Ψαρράς. «Ο θεατής θα δει ότι όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία. Και ότι όλοι μπορεί να κάνουμε λάθη στη ζωή μας, αλλά μας αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία να τα διορθώσουμε και να ξαναπροσπαθήσουμε» δηλώνει ο ηθοποιός. Ο ρόλος του, ο κατά τα άλλα αδύναμος κι επιπόλαιος Ιβάν, λειτουργεί τελικά σαν ένα είδος από μηχανής θεού και σώζει την παρτίδα, φέρνοντας φως στο σκοτάδι. «Στο τέλος είναι αυτός που δίνει τη λύση. Είναι πολύ ωραίοι άνθρωποι. Μέσα στα σκοτάδια τους προσπαθούν να βρουν μια ελπίδα κι αυτό είναι πολύ ωραίο. Γι’ αυτό νομίζω ότι γίνονται συμπαθείς. Δικαιώνονται στο τέλος, δικαιώνεται ο άνθρωπος και το δικαίωμά του να μπορεί να ελπίζει, να μπορεί ν’ αλλάξει, να έχει μια δεύτερη ευκαιρία» επισημαίνει.
Ο «κωμικός» Αλειφερόπουλος
Το κοινό στοιχείο που συνδέει τον Ιβάν μ’ έναν άλλον πρωταγωνιστή της παράστασης, τον Νίκι, είναι η ιδιαίτερη σχέση που έχουν με τις γυναίκες της ζωής τους. Παρ’ όλα αυτά, εκείνες δεν εμφανίζονται ποτέ επί σκηνής μαζί τους. «Είναι πολύ πολύ σημαντική η απουσία γυναικών. Ο συγγραφέας βάζει τον ανδρικό ψυχισμό σ’ ένα μικροσκόπιο. Φωτίζει τους ανδρικούς χαρακτήρες. Οι γυναίκες ταυτόχρονα είναι μόνιμο σημείο αναφοράς. Είναι συνέχεια το άτομο που σε περιμένει σπίτι, που σε βάζει στον σωστό τον δρόμο, η μαμά σου που θα σε μαλώσει αλλά ταυτόχρονα και το άτομο που αγαπάς και θα ήθελες πολύ να φτάσεις, αν και δεν τα καταφέρνεις. Κι αυτό ακούγεται αρκετά “ανδρικό”» παρατηρεί ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος που γίνεται ο Νίκι. Ο χαρακτήρας του είναι ο πιο κωμικός, αλλά μετέχει με τον δικό του τρόπο κι επιταχύνει τις καταστάσεις, ειδικά στην ιδιαίτερη μονομαχία που εκτυλίσσεται στο έργο. «Παίζεται επί σκηνής μια παρτίδα ζωής και θανάτου, παρότι μόνο δύο ήρωες το γνωρίζουν. Υπάρχουν ενδείξεις λόγω μιας στιχομυθίας μεταξύ Λόκχαρτ και Σάρκι. Ο θεατής είναι υποψιασμένος από ένα σημείο κι έπειτα. Είναι συνένοχος. Αντιθέτως, συνένοχοι δεν είναι οι άλλοι τρεις χαρακτήρες πάνω στη σκηνή. Παρότι δεν γνωρίζουν γιατί, συσπειρώνονται για να υπερασπιστούν τον Σάρκι κι αυτό είναι ένα πολύ σπουδαίο κομμάτι του έργου. Αυτή η φιλία κι αυτή η οικογένεια που είναι τόσο άρρωστη και παρηκμασμένη, παρ’ όλα αυτά είναι οικογένεια. Με θαλπωρή κι αγάπη» καταλήγει ο ηθοποιός.
«Ο φάρος» από το ερχόμενο Σάββατο 7 Οκτωβρίου στο Θέατρο Αθηνών (Βουκουρεστίου 10, Αθήνα, τηλ. 210-33312.343, είσοδος 14-20 ευρώ)