Η πραγματικότητα εκδικείται πολλές φορές ακόμη και τις καλύτερες ανθρώπινες προθέσεις. Την πρόθεση, για παράδειγμα, που είχαν οι διοργανωτές ενός από τα σημαντικότερα μουσεία της Νέας Υόρκης, να δείξουν εμμέσως πλην σαφώς τις περιπέτειες της κινεζικής τέχνης –από την έκρηξή της ώς τη λογοκρισία –μετά το 1989. Λίγες ημέρες πριν ξεκινήσει η μεγάλη έκθεση του Γκούγκενχαϊμ με τίτλο «Η τέχνη στην Κίνα το 1989» (στις 6/10), οι διοργανωτές αναγκάζονται να αποσύρουν τρία από τα έργα (τα οποία βλέπετε στις φωτογραφίες) ύστερα από online διαμαρτυρία για τη βία κατά των ζώων από φιλοζωικές οργανώσεις. Και να φανταστεί κανείς ότι η πρώτη ένσταση που είχαν ακόμη και κάποιοι από τους συμμετέχοντες αφορούσε το ίδιο το ερώτημα της εθνικότητας, καθώς θεωρούν ότι ανήκουν στο παγκόσμιο ρεύμα της πρωτοποριακής τέχνης. «Νομίζω ότι ο καλλιτέχνης έχει καθήκον να αποδομεί την έννοια της εθνικότητας. Θα υπάρξει μία ημέρα που δεν θα υπάρχει αυτή η έννοια» λέει, για παράδειγμα, ο Χουάνγκ Γιονγκ Πινγκ στους «New York Times».
Το έργο του εννοιολογικού καλλιτέχνη «Θέατρο του Κόσμου», το οποίο παρουσιάστηκε το 1993, είναι ένα από αυτά που αποσύρονται. Πρόκειται για μία γλυπτική εγκατάσταση ενός τραπεζιού με γυάλινο διάφανο θόλο σε σχήμα καύκαλου χελώνας. Μέσα σε αυτό ο Χουάνγκ έχει προσθέσει εκατοντάδες σαύρες, σαρανταποδαρούσες, ακρίδες και κατσαρίδες που τριγυρίζουν μακριά από τη λάμψη μιας πυρακτωμένης λάμπας. Στη διάρκεια μάλιστα των τριών μηνών κάποια από τα ζωύφια θα κατασπαραχθούν, άλλα θα εξαφανιστούν λόγω κόπωσης. Τα μεγαλύτερα θα επιβιώσουν, ενώ ένα κατάστημα κατοικιδίων θα προμηθεύει νέα έντομα στο έργο που εκπέμπει το μήνυμα για τους συνεχείς και αδυσώπητους μετασχηματισμούς στη «δαρβινική» Κίνα. Μέσα σ’ αυτούς υπονοούνται και οι μηχανισμοί καταστολής που ένιωσαν οι δημιουργοί από το 1989 έως το 2008, το διάστημα δηλαδή στο οποίο αναφέρονται οι επιλογές των επιμελητών του Γκούγκενχαϊμ με 150 έργα 70 σύγχρονων κινέζων καλλιτεχνών. Ορισμένοι από τους τελευταίους μάλιστα διέφυγαν στο εξωτερικό μετά τα αιματηρά γεγονότα της Πλατείας Τιενανμέν το καλοκαίρι του 1989.
Τα έργα βίντεο, οι εγκαταστάσεις, οι φωτογραφίες και οι περφόρμανς υπερτερούν σε σχέση με τη ζωγραφική παράδοση της ελαιογραφίας. Ο εννοιολογικός, αφηρημένος χαρακτήρας τους απέχει από τα ποπ ζωηρόχρωμα πορτρέτα πολιτικών φυσιογνωμιών, τα οποία είχαν πωληθεί σε υψηλότατες τιμές στις δημοπρασίες των 90s και των αρχών του 2000. Η επιμελήτρια Αλεξάντρα Μουνρό εξηγεί ότι πρόθεση της ομάδας της ήταν η βαθύτερη διερεύνηση της κινεζικής καλλιτεχνικής σκηνής μετά την πολιτική καταστολής που επέφερε το χρονικό στην Τιενανμέν, καθώς και η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας μετά το 2000. Οι δύο αυτές περίοδοι μαζί με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο το 2008 έδωσαν ευκαιρίες στους νέους καλλιτέχνες, αλλά και στους παλιότερους, να ανασυνταχθούν. Μόνο εννέα γυναίκες εμφανίζονται πάντως στην έκθεση, αριθμός που υποδηλώνει τις ίδιες διακρίσεις που χαρακτηρίζουν την ανδροκρατούμενη κοινωνία της Κίνας.