Οι γερμανικές εκλογές μπορεί να χαρακτηρίστηκαν ως ανιαρές και προαποφασισμένες, το αποτέλεσμά τους όμως έχει κρίσιμη σημασία για την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Προς δύο μάλιστα κατευθύνσεις.
Σχετικά με τη νίκη, την τέταρτη στη σειρά, της απερχόμενης καγκελαρίου, αυτό που συζητήθηκε περισσότερο ήταν η μείωση των ποσοστών της και η μεγάλη απόσταση που τη χωρίζει από την αυτοδυναμία. Αριθμητικά, ασφαλώς έτσι έχουν τα πράγματα. Από πολιτική, ωστόσο, άποψη, όποιος προβάλλει αυτό το στοιχείο έναντι της ίδιας της εκλογικής νίκης υποτιμά, κατά τη γνώμη μου, τρία κρίσιμα στοιχεία. Πρώτον, το γεγονός ότι η ίδια η καγκελάριος μπορεί να ενσαρκώνει την ασφάλεια και τη σταθερότητα για πολλούς συμπατριώτες της, δεν ήταν όμως ποτέ μια χαρισματική προσωπικότητα και το δυνατό της σημείο δεν υπήρξε ποτέ η απεύθυνση στον λαό. Δεύτερον, ότι ένας ηγέτης και ένα κόμμα που βρίσκονται στην εξουσία για τόσο μεγάλο και συνεχές χρονικό διάστημα δεν μπορεί παρά να υφίστανται φθορά –από αυτή την άποψη, η νίκη είναι υπεράνω κάθε προσδοκίας. Και τρίτον και σημαντικότερο, ότι η μείωση των ποσοστών οφείλεται κατά κύριο λόγο στη στάση (την αρχική τουλάχιστον) της καγκελαρίου έναντι των μεταναστών, κάτι που αποδεικνύει και η εκτίναξη του ξενοφοβικού κόμματος. Από αυτή την άποψη, που συμπλέκεται και με τις δύο προηγούμενες, το εκλογικό αποτέλεσμα, όσο κι αν κανείς δικαιολογημένα διατηρεί επιφυλάξεις και για το πρόσωπο του νικητή και για την πολιτική που έχει επιβάλει στην Ευρώπη, είναι μια νίκη του αντιλαϊκισμού.
Πιο πικρό αλλά εξίσου σημαντικό είναι το δίδαγμα από το σοσιαλδημοκρατικό μέτωπο. Κι εδώ οφείλουμε να υπερβούμε, πιστεύω, την κρίση περί προσώπων, πόσω μάλλον που ο κύριος Σουλτς είναι πολύ καλύτερος ρήτορας και έχει πολύ καλή επαφή με τον κόσμο από την κυρία Μέρκελ. Ο βασικός λόγος της χαμηλής επίδοσης των Σοσιαλδημοκρατών τολμώ να ισχυριστώ ότι δεν έχει να κάνει τόσο με το ίδιο το SPD όσο με την κατάσταση του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού. Οταν χάνει ψήφους (έστω και διατηρώντας ένα δυσθεώρητο για τα περισσότερα αδελφά κόμματα 20%) το πιο βαθιά ριζωμένο, πιο οργανωμένο και πιο σοβαρό κόμμα, τότε σίγουρα κάτι φταίει με την πολιτική φιλοσοφία και με τις πολιτικές προτάσεις του. Το μεγάλο πρόβλημα με τους ευρωπαίους σοσιαλιστές δεν είναι τόσο ότι χάνουν, αλλά ότι χάνουν ενώ θα έπρεπε, λόγω της κρίσης και της πλήρους απόρριψης του νεοφιλελευθερισμού, να κερδίζουν την ιδεολογική και κοινωνική μάχη. Αποκοπή από τον μέσο όρο σε κεντρικές προκλήσεις (ασφάλεια, Μεταναστευτικό), νόσφιση των δικών τους ιδεών και κατακτήσεων από τους αντιπάλους τους (ένα σημείο στο οποίο η κυρία Μέρκελ, η πιο «σοσιαλίστρια» ηγέτις μεγάλης χώρας, είναι ασυναγώνιστη), δυσκολία πρωτότυπης και πειστικής τοποθέτησης στα νέα μεγάλα μέτωπα της εποχής (μετα-δημοκρατία, εξάπλωση του λαϊκισμού, όξυνση των ανισοτήτων, κλιματική αλλαγή) –όλα αυτά, πολύ περισσότερο από την αποτίμηση των ηγετών ή των επιδόσεων στην εξουσία, σπρώχνουν τους σοσιαλιστές στο περιθώριο.
Το μεγάλο στοίχημα της δημοκρατικής Δεξιάς είναι η επιμονή στον αντιλαϊκισμό, παρά τη βέβαιη απώλεια ψήφων που επιφέρει, για δε την «Κεντροαριστερά» η ορθή απάντηση στο δίλημμα μεταξύ ριζοσπαστικοποίησης και υπηρέτησης του γενικού συμφέροντος σε μεταιχμιακούς καιρούς. Ισχύει απολύτως και για την Ελλάδα.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος