Ο Ζοέλ Πομερά θεωρείται αυτή τη στιγμή το νέο πρόσωπο του σύγχρονου γαλλικού θεάτρου και μπορεί να επιδεικνύει ως διαπιστευτήριά του, για παράδειγμα, τα τρία βραβεία Μολιέρου για την παράσταση «Ολα θα πάνε (1)/ Το τέλος του Λουδοβίκου». Με αυτήν καταφτάνει στην κεντρική σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, τέσσερα χρόνια μετά το επιτυχημένο «Η μεγάλη και θαυμαστή ιστορία του εμπορίου» και ενώ η παράσταση «Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» επαναλαμβάνεται σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης (από 16/11).

Στην περίπτωση της Στέγης, η σκηνή της μετατρέπεται σε κοινοβούλιο και η εποχή επιστρέφει στη Γαλλική Επανάσταση. Μια αφορμή μόνο για τον Πομερά να «διαβάσει» την πορεία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. «Επέλεξα την Ιστορία για να συνεχίσω τον προβληματισμό μου σχετικά με τις ιδεολογίες, την ελευθερία και τους τρόπους προσδιορισμού του ανθρώπου. Εμείς είμαστε οι κληρονόμοι της Ιστορίας και σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να επιστρέψουμε εκεί για να καταλάβουμε το παρόν. Ηθελα να εντοπίσω τους συσχετισμούς», δηλώνει ο Πομερά μιλώντας στο «Νσυν». Για τις ανάγκες του θεάματος φέρνει μπροστά στο κοινό 14 ηθοποιούς και κομπάρσους που ενσαρκώνουν βασιλείς, προέδρους, βουλευτές, καρδινάλιους, επαναστάτες και αγανακτισμένους πολίτες. Ανώνυμοι όλοι τους, καθώς ο σκηνοθέτης επέλεξε ν’ αφήσει τον Δαντόν, τον Μαρά, τον Ροβεσπιέρο και τους άλλους πρωταγωνιστές στην ασφάλεια της λήθης. «Εκτός από το βασιλικό ζευγάρι, οι χαρακτήρες είναι πλασματικοί. Αυτό που ήταν σημαντικό για μένα δεν ήταν οι βιογραφίες των μεγάλων ανδρών αλλά οι ιδεολογίες τους. Οι χαρακτήρες βασίζονται στις ιδέες και τις αφηγήσεις ιστορικών προσωπικοτήτων. Για να ξαναδιαβάσω αυτές τις ιδέες, έπρεπε να απαλλαγώ από την εμφάνιση των γνωστών επαναστατών», επισημαίνει.

Το ιστορικό πλαίσιο της παράστασης υποδηλώνεται εξαρχής από τον τίτλο της. Η φράση «Ca ira» (δηλαδή, όλα θα πάνε καλά) αναφέρεται στο ομώνυμο λαϊκό επαναστατικό τραγούδι – σύμβολο της Γαλλικής Επανάστασης, με γνωστότερη από τις κατοπινές εκτελέσεις εκείνη της Εντίτ Πιαφ για την ταινία του Σασά Γκιτρί «Αν μιλούσαν οι Βερσαλλίες». Ο υπότιτλος «Το τέλος του Λουδοβίκου» αναφέρεται στην εκτέλεση του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ’ το 1793. Οι 24 σκηνές του έργου εμπνευσμένες από τα γεγονότα της περιόδου 1789-1790 δεν αντιστοιχούν σε ένα θέατρο-ντοκουμέντο αλλά αφήνουν τη δραματουργία να μιλήσει πιο ελεύθερα. Σ’ αυτήν τη λογική ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ συναντιέται με τις selfies και η Μασσαλιώτιδα με την επιτυχία από τα 80s «The Final Countdown». «Η Γαλλική Επανάσταση είναι ένας μύθος, όλοι έχουμε λίγο πολύ σωστές εικόνες απ’ αυτήν. Ηθελα να αναβιώσω αυτό το παρελθόν ώστε να φανεί καθόλου λαϊκό, χωρίς κλισέ ει δυνατόν. Δεν είναι μια ιστορική επανάληψη. Η γλώσσα και τα κοστούμια είναι σύγχρονα, ενώ υπάρχουν βουλευτίνες. Ετσι, ναι, υπάρχουν “διορθώσεις” στην Ιστορία. Αλλά η συνολική εικόνα παραπέμπει στο 1789, καθώς προσπάθησα να είμαι πιστός στην πολιτική διαδικασία. Για μένα η παράσταση είναι κατά κάποιον τρόπο μια “πραγματική” μυθοπλασία», τονίζει ο Πομερά.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Στη διάρκεια των τεσσάρων ωρών της παράστασης τον λόγο παίρνουν τόσο οι πρωτεργάτες όσο και οι πολέμιοι της ευρωπαϊκής δημοκρατίας που τείνουν προς τον λαϊκισμό. Οι τελευταίοι άλλωστε γίνονται ένα φαινόμενο «πραγματικά επικίνδυνο» και σήμερα, παρατηρεί ο Πομερά. Στη χώρα μας μάλιστα εκφράζονται αποδομώντας ευθέως την αρχή της ενωμένης Ευρώπης. «Η Γαλλική Επανάσταση θέτει καθολικά ερωτήματα, επομένως η ηχώ της φτάνει σε κάθε χώρα. Μοιάζει βέβαια να φτάνει ιδιαίτερα ώς την Ελλάδα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και είναι μεγάλη τιμή να παίζουμε εδώ. Κατά τις πρόβες εργαστήκαμε κυρίως με αρχειακά έγγραφα αλλά μερικές φορές παρακολουθήσαμε επίσης τις ειδήσεις και θυμάμαι την τροπή των διαπραγματεύσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά του Αλέξη Τσίπρα», υπογραμμίζει ο 54χρονος καλλιτέχνης.

Μιλώντας στον γαλλικό Τύπο μετά την πρεμιέρα του έργου το φθινόπωρο του 2015 επέμενε πως δεν πρόκειται για πολιτική παράσταση, αλλά για «παράσταση με αντικείμενο την πολιτική». Επί της ουσίας, ωστόσο, βάζει τους ήρωές του να υποφέρουν από υπαρξιακά και κοινωνικά αδιέξοδα, τραβώντας παράλληλες γραμμές με τις πολιτικές εξελίξεις. «Δεν μπορεί ένας θεατρικός δημιουργός να είναι ουδέτερος όταν μιλάει για πολιτική. Αλλά επί το έργον προσπαθώ να σταματώ την κριτική μου όσο το δυνατόν περισσότερο για να δουλεύω χωρίς προκαταλήψεις. Εδώ ήθελα να ακουστούν οι ιδεολογίες όλων των πλευρών. Για να καταλάβουμε σε τι αντιτίθενται οι επαναστάτες είναι σημαντικό να ακούσουμε και την αντίθετη σκέψη», καταλήγει.

INFO

«Ολα θα πάνε καλά (1)/ Το τέλος του Λουδοβίκου», 4 – 8/10 στις 19.30 στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση (Λεωφόρος Συγγρού 107, τηλ. 2130178000, είσοδος 5-15 ευρώ)