Τελικά, τα νταούλια ηχούν. Εστω και ενδοκυβερνητικά. Τη μια τα βαράει ο Πάνος Καμμένος και χορεύουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας και χορεύει ο Καμμένος και οι δουλίτσες γίνονται. Τα παιδιά της πιάτσας αυτά τα έλεγαν νταλαβέρια και τους συμμετέχοντες νταλαβερτζήδες, αλλά ο Τσιφόρος δεν μένει πια εδώ. Οσο για την απορία, αν ντρέπονται οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που εκτονώνουν την αριστεροσύνη τους σε επικοινωνιακούς τσαμπουκάδες και μετά τρέχουν να μαζέψουν τις Μπάρμπι και τις μάρκες του υπουργού Εθνικής Αμυνας, δεν την έχω πια. Δεν ντρέπονται. Γιατί να ντραπούν; Σε ποιον έχουν να δώσουν λογαριασμό εκτός από τον Πρωθυπουργό; Στη συνείδησή τους; Κάπου την έχουν βάλει αυτή τη συνείδηση (στο πατάρι μαζί με το οικολογικό κίνημα που ανέκαθεν προσεταιριζόταν η Αριστερά, σε ένα συρτάρι μαζί με την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, για τις συνθήκες φιλοξενίας των οποίων η Ελλάδα τρώει ξύλο από διεθνείς εκθέσεις;) και δεν μπορούν να τη βρουν. Ετσι, λοιπόν, βλέπουμε τους κυβερνητικούς να στέλνουν φιλάκια στην «πατριωτική Κεντροδεξιά» όπως τη βάφτισε ο Τσίπρας, ασκούμενοι σε απίθανους νοηματικούς ακροβατισμούς. Ο Νίκος Παρασκευόπουλος, δυναμιτίζοντας το κράτος δικαίου, διατίθεται να δικαιολογήσει ακόμη και έγκλημα –αν είναι για καλό σκοπό. Και η Εύη Καρακώστα δεν βρίσκει κάτι επιλήψιμο στο να τζογάρει ένας υπουργός γιατί, όπως είπε, «κι εγώ είχα παίξει σε καζίνο όταν ήμουν φοιτήτρια».
Ολα αυτά μου φέρνουν στο μυαλό ένα τραγούδι. Τον «Κουταλιανό» του Λοΐζου. Με παραφρασμένους ελαφρώς τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι / στη Βουλή του ο αριστερός / τρέμει σαν το ψάρι στον Καμμένο μπρος / αχ πώς τον φοβάται ο φτωχός αριστερός / αλλά μην το πείτε κανενός».