Βρίζει κάποιος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους; Και αν βρίζει, πώς βρίζει; Βρίζει, ας πούμε, comme il faut με το σεις και με το σας ή σαν βαστάζος του λιμανιού; Επειτα, βρίζει απλώς ή «τα σπάει» κιόλας; Κι αν τα σπάει, τι ακριβώς κάνει; Σπάει ό,τι βρει πάνω στο γραφείο του ή μπροστά του; Και τι μπορεί να είναι αυτά που σπάει; Τασάκια, βάζα, φωτιστικά, γυάλινα αντικείμενα γενικώς ή και καμιά τζαμαρία;
Κι έπειτα, άλλο μεγάλο, σοβαρότερο, θέμα προς προβληματισμό και αναζήτηση: Πώς του περνάει αυτού του Μαξίμου η οργή; Τι κάνει για να (αυτο)κατευναστεί; Εχει κάποιον να τον πλακώνει στα χαστούκια, ας πούμε; Εχει κάποιον για να του κατεβάζει ό,τι «καντήλια» τού έρχονται προκειμένου να τον «στολίσει»; Ή απλώς, όπερ και το πιθανότερον, μετά τις πρώτες εκρήξεις, οργής και θυμού, απασχολείται με κάτι άλλο και το ξεχνάει;
Εχω ακούσει διάφορες εκδοχές, ομολογώ. Και είμαι ενήμερος και για διάφορες εκφάνσεις σε ό,τι αφορά τα προηγούμενα. Από όταν «πρωτοκατοικήθηκε» το Μέγαρο, από τον αείμνηστο Ανδρέα, μέχρι τις μέρες μας, οπότε κατοικοεδρεύει σε αυτό ο πρόεδρος Αλέξης, πέρασε κόσμος και κοσμάκης και έφερε μαζί του, εκτός από συνήθειες, και την οργή του…
Αυτές οι πρόχειρες αναφορές, που έγιναν για να επισημάνω ότι δεν ήταν και τίποτε τρομερό (όπως το παρουσίασαν τα φιλοκυβερνητικά Μέσα) η «οργή Μαξίμου» σχετικά με τη νέα αναβολή του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου στη λήψη απόφασης για την επένδυση του Ελληνικού, μου έδωσαν το περιθώριο, λόγω και του θέματος, να φανταστώ τον πρόεδρο Αλέξη ενδεδυμένο αρχαιοπρεπώς να βρίζει έξαλλος άμα τη γνωστοποιήσει της νέας αναβολής για το Ελληνικό. Τον μπαρμπ’-Αλέκο Φλαμπουράρη, ας πούμε, που απέσπασε τη διαβεβαίωση της γενικής γραμματέως του υπουργείου Πολιτισμού κυρίας Ανδρεαδάκη – Βλαζάκη ότι «όλα θα πάνε καλά» στη συνεδρίαση του ΚΑΣ.
Διότι ο άνθρωπος το είχε δέσει κόμπο, είχε βάλει και τον αντιπρόεδρο Δραγασάκη να πει σχετικά κάτι για τη βεβαιότητα πραγματοποίησης της επένδυσης, όσο να πεις, δεν ήθελε και πολύ να φθάσει στα όριά του. Χθες, ας πούμε, μου είπαν ότι κινητοποιήθηκε σύμπαν το Μέγαρο, προκειμένου να μεταφέρουν αρμοδίως την «οργή» Του και δευτερευόντως να τονίσουν ότι την προσεχή Τρίτη «δεν υπάρχει αύριο» –θα δοθεί το «πράσινο φως» για την επένδυση.
Οργήηηη, που έλεγε συχνά πυκνά και ο φίλος μου ο Κώστας ο Γερονικολός, από τους μεγαλύτερους πολιτικούς ρεπόρτερ των δεκαετιών ’70 και ’80…
Και επειδή, όπως οι πολυπληθείς αναγνώστες μου γνωρίζουν, η στήλη έχει και έναν παιδευτικό χαρακτήρα, ενημερώνω και τον σημερινό Πρωθυπουργό, ο οποίος προφανώς αγνοεί τα του Μεγάρου (εδώ του διαφεύγουν άλλα κι άλλα…), τη μικρή, αλλά τόσο σημαντική ιστορία του 100ετούς και πλέον κτιρίου.
Αλίευσα τη σχετική πληροφόρηση από το Wikipedia, στο οποίο εντρυφώ κατά καιρούς. Το Μέγαρο λοιπόν θεμελιώθηκε το 1912 στην οδό Ηρώδου Αττικού 19 για λογαριασμό εφοπλιστή, ονόματι Αλέξανδρου Μιχαληνού. Σχεδιάστηκε από τον Αναστάσιο Χέλμη. Το 1916 η χήρα του Μιχαληνού, Ειρήνη, το γένος Μανούση, η οποία εν τω μεταξύ είχε παντρευτεί τον τραπεζίτη Δημήτριο Μάξιμο, πούλησε την οικία στον εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκο, αλλά ύστερα από μια 5ετία, το 1921, αγόρασε εκ νέου το ημιτελές έως τότε μέγαρο, στο οποίο μετά την αποπεράτωσή του εγκαταστάθηκε. Στη διάρκεια της Κατοχής κατοίκησε σε αυτό ο γερμανός ναύαρχος των δυνάμεων του Αιγαίου και μετά την Απελευθέρωση ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ιδιοκτήτης του κτιρίου Μάξιμος διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας σε πολυκομματική κυβέρνηση συνασπισμού για διάστημα οκτώ μηνών, από τον Ιανουάριο του 1947 ώς τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Το 1952 το ελληνικό Δημόσιο αγόρασε το μέγαρο από τον Μάξιμο στην τιμή των 5,5 δισ. δραχμών, ενώ μια κυβερνητική επιτροπή που είχε συσταθεί σχετικά είχε εκτιμήσει την αξία του μεγάρου στα 11 δισ. Ο Μάξιμος όχι μόνο δέχτηκε να το παραχωρήσει με τα μισά χρήματα, αλλά προσέφερε και την επίπλωση της οικίας του μαζί με τους πίνακες που βρίσκονταν σε αυτήν. Η κυβέρνηση, για να τιμήσει την προσφορά του Δημητρίου Μάξιμου, αποφάσισε ότι το κτίριο θα διατηρήσει το αρχικό του όνομα, δηλαδή Μέγαρο Μαξίμου.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι το 1982, το Μέγαρο χρησιμοποιήθηκε κάποιες φορές (όχι όμως σε σταθερή βάση) ως ξενώνας για πρωθυπουργούς και προέδρους άλλων χωρών που επισκέπτονταν την Αθήνα. Εχουν κοιμηθεί σε αυτό τόσο ο γιουγκοσλάβος πρόεδρος Τίτο (μη χαίρεσαι, πρόεδρε) όσο και η βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ το 1980. Την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών, στο Μέγαρο κατοικούσε ο «αντιβασιλέας» Ζωιτάκης μετά της περίφημης Παγώνας του. Το 1982 παραχωρήθηκε στο υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως, κατόπιν απόφασης Κουτσόγιωργα, με σκοπό τη στέγαση του γραφείου του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Τι καταλαβαίνουμε από όλο αυτό; Οτι αν το Μέγαρο κατοικείται σήμερα, σφύζει από ζωή και μπορεί να εκρήγνυται, είναι άλλο ένα έργο ΠΑΣΟΚ!
Μόνο ΠΑΣΟΚ, τίπουτ’ άλλο, όπως δηλώνει παραληρών (κατά κυριολεξία) οπαδός του άλλοτε πανίσχυρου Κινήματος σε σχετικό βίντεο, το οποίο συστήνω ανεπιφύλακτα και μπορεί να αναζητήσει κανείς στο Διαδίκτυο υπό τον τίτλο «Μόνο ΠΑΣΟΚ, τίπουτ’ άλλο»…
Αντιθέτως, έργο ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται και είναι ό,τι συμβαίνει με την επένδυση του Ελληνικού. Θα θυμίσω εδώ για τους μη επιμελείς αναγνώστες μου ότι ήταν Φεβρουάριος του 2014 που ο πρόεδρος Αλέξης, υπό την ιδιότητά του του αρχηγού της μείζονος αντιπολιτεύσεως, επισκεπτόταν το Ελληνικό και μιλούσε μετά του τότε δημάρχου Χρήστου Κορτζίδη σε εκδήλωση υπό τον τίτλο «Το Ελληνικό δεν πωλείται».
Τι θέλει τώρα και φωνάζει, έμπλεος οργής και αποτροπιασμού, για τα εμπόδια που δήθεν τίθενται στην επένδυση υπό των αρχαιολόγων; Αν δεν την έδινε τη «γραμμή» τότε ο ίδιος με την παρουσία του και την ομιλία του στην εκδήλωση, δεν θα φτάναμε στα σημερινά χάλια!
(Και η απόφαση του ΚΑΣ δεν είναι γνωμοδοτική, όπως απεφάνθη το Πολιτικό Συμβούλιο ΣΥΡΙΖΑ. Η βλακεία αυτή θα καταπέσει με την πρώτη προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας).
Κάτι τα ραντεβού που είχα ώς αργά το απόγευμα, κάτι η στήλη που έπρεπε να (συγ)γράψω, δεν πρόλαβα, είναι η αλήθεια, να εγγραφώ ως μέλος της Σοσιαλιστικής Τάσης στον ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε να πάρω μέρος στο δημοψήφισμα που διεξάγεται την προσεχή Δευτέρα και Τρίτη με αντικείμενο «Μένει η Σοσιαλιστική Τάση στον ΣΥΡΙΖΑ ή παίρνει τον Χρυσόγονο (ως τα μπογαλάκια) της και αποχωρεί;».
Στο πιθανό ερώτημα πώς θα έπαιρνα μέρος σε μια διαδικασία τάσης, και μάλιστα του ΣΥΡΙΖΑ, απαντώ, αυθωρεί και παραχρήμα, ότι είναι ο οικουμενικός χαρακτήρας του σοσιαλισμού που μας συνδέει ως μια λεπτή κόκκινη γραμμή όλους εμάς τους αριστερούς, προοδευτικούς, πατριώτες αντιφασίστες αυτής της χώρας.
Διότι ποια άλλη φιλόξενη αγκαλιά, πλην αυτής της μητέρας Κεντροαριστεράς, θα υποδεχθεί αυτά τα (πρώτα οργανωμένα) «ορφανά» του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία βλέπουν το καράβι να γέρνει επικίνδυνα προς τα ακροδεξιά και όπου φύγει φύγει.
Εννοείται ότι και χωρίς τη δική μου συμμετοχή, οπότε θα είχα και έναν λόγο παραπάνω, περιμένω τη νύχτα της Τρίτης να πληροφορηθώ το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Καίγομαι ήδη, για να είμαι απολύτως ειλικρινής…