Δεν συμμερίζεται το αφήγημα της ελληνικής κυβέρνησης ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος, μιλώντας την Πέμπτη το βράδυ σε εκδήλωση του Ελληνοβρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, αναφέρθηκε μεν στην πρόοδο που έχει σημειώσει η ελληνική οικονομία, αλλά επισήμανε τους σοβαρούς κινδύνους που αντιμετωπίζει και που μπορούν να ανατρέψουν τη θετική προοπτική της.
Χρόνιες παθογένειες, όπως η πολύ υψηλή ανεργία με την ταυτόχρονη αύξηση της μερικής και εκ περιτροπής απασχόληση, η υψηλή φορολόγηση των νοικοκυριών με την ταυτόχρονη μείωση των κοινωνικών παροχών, το πολύ χαμηλό επίπεδο επενδύσεων, το οποίο εν πολλοίς οφείλεται στο αρνητικό κλίμα που υπάρχει στη χώρα για τις ιδιωτικές επενδύσεις, είναι μερικές μόνο από τις βασικές επισημάνσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που εν δυνάμει μπορούν να δυναμιτίσουν τις προοπτικές ανάπτυξής της.
Θετικές προοπτικές μόνο με εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων
Ο κ. Στουρνάρας «χάλασε» την αισιόδοξη εικόνα του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου – ο οποίος μια μόλις ημέρα πριν είχε αναφέρει πως δεν θα προλαβαίνουμε να εξυπηρετήσουμε τις επενδύσεις που θα έρθουν μέσα στα επόμενα δυο χρόνια – τονίζοντας το αρνητικό κλίμα που για διάφορους λόγους έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας για τις επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Αναγνώρισε την πρόοδο που έχει συντελεστεί στην ελληνική οικονομία, αλλά προειδοποίησε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού καθώς ελλοχεύουν κίνδυνοι και προκλήσεις. Η ΤτΕ προβλέπει ότι το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί φέτος κατά 1,7%, ενώ η ανάκαμψη θα επιταχυνθεί το 2018 και το 2019, αγγίζοντας το 2,4% και 2,7% αντιστοίχως.
Ωστόσο, όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, «οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα. Για να κεφαλαιοποιηθεί η έως τώρα πρόοδος, να ενδυναμωθούν οι θετικές προοπτικές και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών για την πορεία της οικονομίας, απαιτείται η απαρέγκλιτη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος.
»Αυτό θα έχει σημαντικές θετικές επιδράσεις στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στη μείωση της αβεβαιότητας, στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και των προσδοκιών και στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου, επιτρέποντας τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές τον Αύγουστο του 2018, μετά το πέρας του προγράμματος».
Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, επισημαίνοντας ότι ο σημαντικότερος και αμεσότερος είναι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος, όπως έγινε στην περίπτωση της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης.
Κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποφευχθεί, καθώς θα τροφοδοτούσε νέο κύκλο αβεβαιότητας, η οποία θα οδηγούσε σε αναστολή των επενδυτικών σχεδίων, θα υπέσκαπτε την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων μετά το πέρας του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.
Ο κ. Στουρνάρας, αναφερόμενος στις μεσο-μακροπρόθεσμες προκλήσεις «που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, προκειμένου να ισχυροποιηθούν οι θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία», προέταξε το μεγάλο πρόβλημα της «πολύ υψηλής ανεργίας», τονίζοντας ότι ακόμα και οι «νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αφορούν, σε μεγάλο βαθμό, μερική και εκ περιτροπής απασχόληση, με αποτέλεσμα να συνοδεύονται από χαμηλές αποδοχές».
Επίσης, στιγμάτισε την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών με την ταυτόχρονη μείωση των κοινωνικών παροχών. «Εξαιτίας αυτών των παραγόντων η κατανάλωση των νοικοκυριών είναι πιθανόν να εξασθενίσει ή να παραμείνει αναιμική επί μακρό χρονικό διάστημα» υπογράμμισε.
Για τις τράπεζες είπε ότι «παρά την έως τώρα πρόοδο, συνεχίζουν να επιβαρύνονται με τη διαχείριση του μεγάλου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αδυνατούν να στηρίξουν επαρκώς την οικονομική δραστηριότητα με νέες πιστώσεις».
Το επενδυτικό κλίμα δεν είναι φιλικό σε ιδιωτικές επενδύσεις
Οι επενδύσεις, σύμφωνα με τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας, «παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και αυτό δεν οφείλεται μόνο σε καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και την έλλειψη τραπεζικού δανεισμού, αλλά και στο γεγονός ότι το επενδυτικό κλίμα στη χώρα συνεχίζει να μην θεωρείται φιλικό σε ιδιωτικές επενδύσεις».
«Το δημόσιο χρέος παραμένει πολύ υψηλό και η εξυπηρέτησή του απαιτεί τη δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων σε μακροπρόθεσμη βάση. Αυτό μπορεί να καταστεί δυνατό είτε με τη συμπίεση των δαπανών και τον περιορισμό του δημόσιου τομέα είτε με την αύξηση των εσόδων. Ωστόσο, η αύξηση των εσόδων μέσω της διατήρησης των υφιστάμενων υψηλών φορολογικών συντελεστών αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη, και εν τέλει δύναται να επιδράσει αρνητικά στα δημόσια οικονομικά και τη διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους.
»Αυτό οφείλεται στο ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτρέπουν τις επενδύσεις, διότι οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι σε μόνιμη βάση ένα μέρος των κερδών τους θα πρέπει να διατίθεται στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους» ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.
Και τόνισε ότι «οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν αντικίνητρο για εργασία, ενώ, τόσο στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών, δημιουργούν κίνητρα για φοροδιαφυγή και ενίσχυση της παραοικονομίας. Επίσης, οι υψηλοί φόροι και κοινωνικές εισφορές δημιουργούν κίνητρο για τις επιχειρήσεις να μετατοπίσουν τις δραστηριότητές τους σε ευρωπαϊκές χώρες με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, ενώ, αντίστοιχα, ωθούν τους νέους επιστήμονες στη μετανάστευση».
«Η ανεπάρκεια επενδύσεων και η απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου δρουν ανασχετικά στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξη» πρόσθεσε.
Τα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και οι συντεχνίες
«Η οικονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές μεταβολές των τελευταίων επτά χρόνων έχουν καταστήσει την Ελλάδα πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις και έχουν δημιουργήσει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Ωστόσο, οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας.
»Συνεπώς, το μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι η επιτάχυνση των επενδύσεων. Και μόνη οδός για να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό είναι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας» συνέχισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Επισήμανε ωστόσο ότι αυτό, «κατ’ αρχάς, προϋποθέτει την απαρέγκλιτη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που περιγράφονται στο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM)».
Παράλληλα, επανέλαβε τη θέση της κεντρικής τράπεζας για «αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη».
«Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με περισσότερη έμφαση στην περικοπή μη παραγωγικών δαπανών (….) μια πιο αποτελεσματική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, κυρίως της ακίνητης, μέσω κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης και με την περαιτέρω ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, και ιδιαιτέρως του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, η περαιτέρω μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του δημόσιου τομέα θα επιτρέψει τη μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών, ενισχύοντας έτσι την αναπτυξιακή διαδικασία» είπε.
Και τόνισε την ανάγκη να αντιμετωπιστούν αποφασιστικά και να αρθούν τα εμπόδια «που ανακύπτουν από διάφορα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και συντεχνίες, που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ακόμη και αυτών που έχουν ήδη εγκριθεί.
Οικειοποίηση με τις ιδιωτικοποιήσεις
»Αν δεν αντιμετωπιστούν αυτά τα εμπόδια, που στην πράξη αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, τότε οι προοπτικές δυναμικής ανόδου της οικονομίας και μεταστροφής της προς ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο μπορεί να μην επιβεβαιωθούν, καθώς ένας από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι η προσδοκώμενη άνοδος των επενδύσεων και η ώθηση που αναμένεται να δώσει στην εξαγωγική βάση».
Χρειαζόμαστε «οικειοποίηση με τις ιδιωτικοποιήσεις» ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να γίνουν αρκετά ακόμη στους τομείς «των ιδιωτικοποιήσεων, της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και των διαρθρωτικών αλλαγών».
Πρέπει να γίνουν «αρκετές ακόμα μεταρρυθμίσεις, π.χ. στην αγορά ενέργειας, στην αγορά προϊόντων, υπηρεσιών και σε ορισμένα επαγγέλματα, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να μειωθεί το κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών για τον καταναλωτή. Μέτρα για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας σε όλη τη δημόσια διοίκηση. Μέτρα για γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης.
»Πλήρη σεβασμό στην ανεξαρτησία των θεσμών. Ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα, προκειμένου να προωθηθεί η καινοτομία και η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης» τόνισε.
Δεν δικαιολογείται ανησυχία για τις τράπεζες
Στον τραπεζικό τομέα, προτεραιότητα αποτελεί η αντιμετώπιση του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, ο οποίος αναφέρθηκε στο πρόβλημα «των λεγόμενων στρατηγικών κακοπληρωτών, που αποτελούν τροχοπέδη όχι μόνο για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, αλλά και για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».
Επισήμανε ωστόσο ότι «γενικώς, οι τράπεζες έχουν πετύχει σημαντικές βελτιώσεις τόσο στην εταιρική διακυβέρνηση όσο και στους δείκτες ρευστότητας και φερεγγυότητας τα τελευταία χρόνια, και ουδεμία απολύτως ανησυχία δικαιολογείται για την πορεία τους».
Προϋποθέσεις για βιώσιμη έξοδο στις αγορές
Καταλήγοντας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τόνισε ότι η έξοδος στις αγορές με βιώσιμους όρους προϋποθέτει:
Πρώτον, προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και επιτάχυνση στο ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που έχουν αποφασισθεί στο πλαίσιο του προγράμματος, όσο και άλλων που ενδεχομένως επιλεγούν, προκειμένου να ενισχυθεί ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Απολύτως αναγκαία είναι η ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος.
»Δεύτερον, επαρκή και έγκαιρη εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, στο πλαίσιο των αποφάσεων που έχουν ληφθεί στο Eurogroup.
»Τρίτον, εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για το είδος και τις προϋποθέσεις της στήριξης της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιστροφή της στην χρηματοπιστωτική κανονικότητα μετά από επτά χρόνια σημαντικών θυσιών του ελληνικού λαού».