Η σκηνή έρχεται, αποσπασματική αλλά ολοζώντανη, από τα παιδικά μου χρόνια. Σκηνικό, η Σύρος. Εκεί όπου νεαροί μόρτες φώναζαν από τα μοτοσακό στα κορίτσια με τα σεμνά μίνι της εποχής.: «Α ρε Βιζαγαμπατάν». Η εξωτική άγνωστη λέξη σκορπούσε στον αέρα κύματα καταπιεσμένου ερωτισμού, δίνοντάς του, συγχρόνως, μια τόση δα διέξοδο. Τα κορίτσια κρυφογελούσαν, έκαναν ότι τάχα ενοχλήθηκαν, τα πιο τολμηρά πετούσαν κι ένα «Α να χαθείς αλήτη». Και συνέχιζαν τον δρόμο τους κάπως πιο κορδωμένα, ίσως με λίγο πιο έντονο λίκνισμα των γοφών, με τον αέρα που δίνει σε μια γυναίκα ο έστω και αγοραίος θαυμασμός προς την έστω και άγουρη θηλυκότητά της. (Για την ιστορία, η λέξη, γέννημα-θρέμμα της φαντασίας των ντόπιων ναυτικών, προκύπτει από τα λιμάνια Βιζάγκ της Ινδίας και Αμπατάν του Ιράν και τη χρησιμοποιούσαν επειδή παρέπεμπε συγχρόνως σε στήθος και γάμπα, τα «πετράδια του στέμματος» του γυναικείου σώματος).
Το θυμήθηκα όταν, την περασμένη εβδομάδα, έμαθα πως ο Μακρόν μελετά την επιβολή προστίμου σε όσους πειράζουν τις γυναίκες στον δρόμο. Πρόκειται, λέει, για σεξουαλική παρενόχληση. Κι εγώ πάλι λέω πόσο ακόμη θα ξεχειλώσει η έννοια του σεξισμού ώστε να χωρέσει όλα τα μικροσκιρτήματα, να ποινικοποιήσει όλες τις αποχρώσεις του ανδρικού βλέμματος όταν διασταυρώνεται με τους κραδασμούς που προκαλεί η διέλευση μιας τριζάτης γυναικείας φιγούρας; Εντάξει, υπάρχουν χυδαία πειράγματα επειδή όμως υπάρχουν, γενικώς, χυδαίοι άνθρωποι.
Ξαναθυμήθηκα συνειρμικά το «Βιζαγαμπατάν» και προχθές με αφορμή τον θάνατο του Χιου Χέφνερ. Και τα ανάθεμα στον «πορνόγερο που πλούτισε κρεμώντας το γυναικείο σώμα ως εμπόρευμα στα τσιγκέλια». Σιγά μην μπλεχτεί κανένα γοβάκι στο στρίφωμα του βικτωριανού πουριτανισμού. Ο ιδρυτής του «Playboy» δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να ντύσει με γυμνή σάρκα και να προβάλει σε ιλουστρασιόν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έκδοση τις αρχετυπικές ερωτικές φαντασιώσεις του ανδρικού πληθυσμού. Τόσο αρχετυπικές δηλαδή, που στο σύγχρονο, υπερφορτωμένο τοπίο της βιομηχανίας του σεξ, τα αστραφτερά κουνελάκια του Playboy Mansion μοιάζουν σχεδόν… ρομαντικά.
Αλλά εγώ ως γυναίκα θα μιλήσω, αφού δεν έχω να θυμηθώ ούτε τσαλακωμένα τεύχη κάτω από το κρεβάτι ούτε ολονυχτίες κάτω από το σεντόνι παρέα με το «κορίτσι του Οκτωβρίου». Ωστόσο, αυτός ο καλογυαλισμένος και απενοχοποιημένος ερωτισμός που αποτυπώθηκε στις σελίδες του «Playboy» συνετέλεσε, με έναν περιφερειακό τρόπο, και στην απελευθέρωση των γυναικών, στη συμφιλίωση με τη δική μας σεξουαλικότητα. Διότι η πραγματικά ελεύθερη γυναίκα δεν είναι αυτή που καίει το σουτιέν της. Αλλά αυτή που κάνει και το σουτιέν και, κυρίως, το περιεχόμενό του, ό,τι η ίδια γουστάρει.
Κι έτσι θυμήθηκα φωτογραφία της Σιμόν Μποβουάρ από το 1952. Ολόσωμη και ολόγυμνη σε μια αισθησιακή πόζα που αναδείκνυε τους γλουτούς της. Οταν στην επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννησή της, τη δημοσίευσε στο εξώφυλλό του το περιοδικό «Nouvel Observateur» η φεμινίστρια και συγγραφέας Φλοράνς Μοντρεϊνό σχολίασε: «Το πρώτο που σκέφθηκα ήταν ότι ποτέ δεν θα έβαζαν μια φωτογραφία με τον πισινό του Σαρτρ. Μετά όμως σκέφθηκα ότι είναι πολύ ωραίος πισινός. Κανείς άντρας φιλόσοφος δεν θα μπορούσε να έχει τέτοιον πισινό».