Α. Η σημασία των εθνικών εκλογικών ή δημοψηφισματικών διαδικασιών σε όλες τις χώρες – μέλη της ΕΕ είναι πανευρωπαϊκή, ανάλογα με τον βαθμό πραγματικής επιρροής που ασκεί κάθε χώρα στις ευρωπαϊκές εξελίξεις ή με τον βαθμό συγκυριακής κρισιμότητας που προσλαμβάνει η κατάσταση σε κάποια χώρα.
Ο νέος συσχετισμός δυνάμεων και η φυσιογνωμία της νέας γερμανικής κυβέρνησης είναι συνεπώς καθοριστική παράμετρος για την πορεία των συζητήσεων ως προς το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αρχής γενομένης από τις αλλαγές στην οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης. Ενα μικρό ή μεσαίο γερμανικό κοινοβουλευτικό κόμμα, όπως το FDP, μπορεί να ασκήσει ασύμμετρη επιρροή στα ζητήματα αυτά συνδιαμορφώνοντας τη θέση της γερμανικής κυβέρνησης.
Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, σε συνδυασμό με το γεγονός πώς η ισχυρότερη ευρωπαϊκή χώρα έχει κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης και εκλογικό σύστημα πολύ κοντά στην απλή αναλογική, δείχνει ανάγλυφα τα ασύμμετρα χαρακτηριστικά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της δημοκρατικής νομιμοποίησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το ευρωπαϊκό δημοκρατικό γίγνεσθαι ναι μεν περιλαμβάνει την άμεση εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διαμορφώνεται όμως κυρίως ως αστερισμός εθνικών δημοκρατικών διαδικασιών που επηρεάζουν τις αποφάσεις των κρατών – μελών, του Συμβουλίου της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η ασυμμετρία αυτή έχει ως συνέπεια η διαμάχη μεταξύ ευρωπαϊκού και εθνικού στοιχείου να είναι συνεχής. Η καμπύλη που έχει διαγράψει ιστορικά η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι βέβαια εντυπωσιακή και ο ευρωπαϊκός βολονταρισμός έχει σημειώσει μεγάλες επιτυχίες. Ομως τώρα οι προκλήσεις είναι πολλές μαζί.
Διατυπωμένη με πρακτικό και συγκυριακό τρόπο, η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι δίπλα στην αναλυτική πρόταση Μακρόν που παρουσιάστηκε στις 26/9/2017 υπάρχουν οι κόκκινες γραμμές του FDP. Ολα δε αυτά αφορούν ευθέως και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η δύσκολη συζήτηση για την ολοκλήρωση του τρέχοντος ελληνικού προγράμματος και τον τρόπο οργάνωσης της σχέσης Ελλάδας και πιστωτών μετά τον Αύγουστο του 2018.
Β. Η άρνηση του SPD να μετάσχει πάλι σε έναν μεγάλο συνασπισμό εξηγείται εύκολα ύστερα από ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα που αφορούσε και τους δυο κυβερνητικούς εταίρους, κυρίως όμως τον δεύτερο, καθώς ο πρώτος θα είναι κορμός και της επόμενης κυβέρνησης. Από την οπτική γωνία της αυτοσυντήρησης και της εκλογικής προοπτικής, η επιλογή της μη συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας είναι ίσως ευεξήγητη. Πρέπει βέβαια να οριστικοποιηθεί μέσα από τις εσωτερικές διαδικασίες ενός θεσμικά σοβαρού κόμματος.
Στο επίπεδο όμως των ευρωπαϊκών διεργασιών, η απουσία του SPD από τη νέα κυβέρνηση είναι προφανές ότι μειώνει την πιθανότητα να υιοθετηθούν λύσεις που θα προσδώσουν την αναγκαία δυναμική στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Να εισαχθούν αλλαγές στην οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης που την αποδεσμεύουν από θεσμικές ανεπάρκειες ή αιχμαλωσίες που περιέχονται ακόμη στο θεσμικό οικοδόμημά της, που ήταν αρχικά κατασκευασμένο για «φυσιολογικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως» και όχι για προκλήσεις όπως αυτές που σωρεύτηκαν μετά το 2008.
Ετσι τίθεται το δίλημμα μεταξύ κομματικού και εθνικού / ευρωπαϊκού πατριωτισμού στη Γερμανία του 2017. Δεν θα κάνω κάποιον παραλληλισμό με το ίδιο δίλημμα στην Ελλάδα υπό συνθήκες 2011-15 ή 2017.
Γ. Η εκλογική άνοδος του ακροδεξιού AfD, η ιστορική μείωση του ποσοστού του SPD και ο περιορισμός της εκλογικής δύναμης του CDU/CSU έχουν έναν κοινό παρονομαστή που μπορούμε να ονομάσουμε «παλινδρόμηση μεταξύ τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και των πιο αρχαϊκών στοιχείων (ασφάλεια και ταυτότητα) που υπάρχουν σε κάθε κοινωνία». Η ισχυρότατη και έντονα ανταγωνιστική οικονομικά Γερμανία, η Γερμανία με τα υπερβολικά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, διαμόρφωσε τις επιλογές της ως πολιτική κοινωνία υπό την πίεση της ανασφάλειας και υπό την απειλή της ταυτότητάς της. Για την ακρίβεια, υπό την πίεση της κοινωνικής πρόσληψης των ζητημάτων ασφαλείας και ταυτότητας που συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την εισδοχή προσφύγων στη Γερμανία και τις συνεχιζόμενες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη.
Οι γερμανικές εκλογές δείχνουν ότι ο εθνικολαϊκισμός δεν αναπτύσσεται μόνο υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης, αλλά είναι όχημα πολλαπλών χρήσεων. Οτι η ανασφάλεια ως προς την ταυτότητα σε εθνικό επίπεδο διασταυρώνεται με την αίσθηση της αναπτυξιακής ανισότητας σε περιφερειακό επίπεδο. Οτι οι ιστορικές αναστολές λόγω βεβαρημένου παρελθόντος έχουν περιορισμένη πια σημασία όταν πρόκειται να υπάρξει εκλογική αντίδραση που εμφανίζεται ως αμυντικού και «πατριωτικού» χαρακτήρα απέναντι σε κυβερνητικές ή ευρωπαϊκές (για τη Γερμανία πάλι κυβερνητικές) πολιτικές.
Δ. Το πρόσθετο πρόβλημα του SPD είναι η αδυναμία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας να διατυπώσει εναλλακτική κυβερνητική λύση, προοδευτική και ταυτοχρόνως συστημική, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η εύκολη διαφυγή είναι ο λαϊκισμός υπό συνθήκες όμως αντιπολίτευσης. Επιλογή που ελπίζω να αποφύγει το SPD. Ο ευρωπαϊκός πολιτικός πραγματισμός διδάσκει ότι η μόνη ισχυρή διάκριση είναι αυτή μεταξύ κυβερνήσεων (που αναλαμβάνουν κόστος αλλά εισπράττουν και όφελος) και αντιπολιτεύσεων (που αναμένουν να επωφεληθούν από τη φθορά της αντίστοιχης εθνικής κυβέρνησης). Αυτό το σχήμα εξηγεί την πραγματιστική στάση των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στο Συμβούλιο της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αλλά και την πραγματιστική στροφή ακόμη και του βρετανικού Εργατικού Κόμματος ενόψει των προφανών ανεπαρκειών της συντηρητικής κυβέρνησης της κυρίας Μέι.
Η καμπύλη του SPD θέτει συνεπώς πολύ επιτακτικά το ζήτημα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που ισχυροποιήθηκε υπό συνθήκες δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την προσαρμογή της στις συνθήκες της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης μέσα στο στενό πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ιδίως της ευρωζώνης και τώρα καλείται να συνομιλήσει με κοινωνίες που από τη μια δέχονται το σοκ της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και από την άλλη νιώθουν ανασφάλεια και απειλή ως προς την ταυτότητά τους.
Από την άποψη αυτή, όσο κρίσιμη είναι η συζήτηση για την ευρωπαϊκή ταυτότητα και τις εθνικές ταυτότητες των κρατών – μελών τόσο κρίσιμη είναι και η συζήτηση για ολοκληρωμένες προοδευτικές προτάσεις που ξεφεύγουν από τα στερεότυπα των παραδοσιακών πολιτικών ταυτοτήτων.