Τα φθαρμένα του λάστιχα ξύνουν τη ράχη της Ευελπίδων και η πλαστική κουκούλα του αδιάβροχου έχει σκιστεί στο πίσω μέρος της, με αποτέλεσμα η βροχή να μουσκεύει τον σβέρκο του. Το θερμομονωμένο κουτί πάνω από την πίσω ρόδα περιέχει δώδεκα σουβλάκια καλαμάκια, πέντε πίτες με απ’ όλα, έξι μερίδες τηγανητές πατάτες, δύο χωριάτικες και δύο τζατζίκια. Συν τις μπίρες. Πέντε –σύνολο –παραγγελίες. Η ταμίας τού έχει στείλει, με ειδική εφαρμογή, στο κινητό τις διευθύνσεις. Οι δύο είναι τακτικοί, οι τρεις καινούργιοι πελάτες. Μόλις φθινοπωριάζει, το τηλέφωνο της ψησταριάς ανάβει, η κατανάλωση ανεβαίνει κατακόρυφα. Ιδίως δε όταν έχει ποδόσφαιρο, μπορεί στη βάρδια του να κάνει μέχρι και πενήντα διανομές. Παλιότερα παρακολουθούσε και ο ίδιος τα ματς με ακουστικά, κόντεψε όμως μια φορά να στουκάρει και από τότε τα έβγαλε οριστικά –πληροφορείται πλέον ότι μπήκε γκολ απ’ τις ζητωκραυγές στις βεράντες.
Μπαινοβγαίνει σε σπίτια και μοιράζει φαΐ. Αυτή είναι η δουλειά του.
Την ημέρα που προσλήφθηκε φαντασιωνόταν τυχερά. Πως κάποιοι νοικοκύρηδες, ιδίως άμα είχε άσχημο καιρό, θα φιλοδωρούσαν την ταχύτητα και την ευγένειά του με ένα –γιατί όχι και με δύο; –ευρώ. Πως κάποια θηλυκά –μοναχικά και τολμηρά –θα του έλεγαν να περάσει στα ενδότερα, θα κοίταζε εκείνος κλεφτά το ρολόι του, θα υπολόγιζε πως έχει ένα τέταρτο περιθώριο και ό,τι ήθελε προκύψει. Ή, καλύτερα, θα τους έδινε ραντεβού για μετά το σχόλασμα…
Μάταιες ελπίδες, φρούδες. Τέτοια συμβαίνουν μόνο στις ταινίες. Εδώ είναι Κυψέλη, Πολύγωνο, Γκύζη. Οι οικογένειες μετρούν και το πενηνταράκι, οι φοιτήτριες στοιβάζονται τρεις τρεις σε άχαρα διαμερίσματα, σε πολυκατοικίες του 1970. Οι περιπετειώδεις ψυχές καταδύονται στο Διαδίκτυο, το ψωνιστήρι γίνεται σε εξειδικευμένα σάιτ. Κι ο ίδιος έχει καβαλήσει τα πενήντα… Η γοητεία του, που τον έκανε περιζήτητο στα πρώτα νιάτα του, δεν τον έχει ολότελα εγκαταλείψει. Παραμένει κοτζάμ παλίκαρος με υγρά γαλάζια μάτια και με πονηρό χαμόγελο. Εχει όμως καταλήξει ντελιβεράς. Παιδί σχεδόν για τα θελήματα. Ποια θα ορεγόταν ένα μεσόκοπο παιδί για τα θελήματα εάν δεν βρισκόταν σε απόλυτη απελπισία;
Παλιά, πριν απ’ την κρίση, τέτοιες δουλειές τις καταδέχονταν μονάχα οι μετανάστες. Ο ίδιος την έβγαζε μια χαρά, θες δειγματίζοντας προϊόντα ομορφιάς σε συνοικιακά καλλυντικάδικα –διέθετε πειθώ και μπρίο -, θέλεις με μεροκάματα σε οικοδομές –του είχε ο πατέρας του διδάξει την τέχνη του καλουπατζή -, θες οδηγώντας πότε πότε το ταξί ενός κολλητού. Μέχρι που πλήρωνε στο ακέραιο τη διατροφή για την κόρη του. Μέχρι και στα μπουζούκια έκλεινε τραπέζι μία φορά τον μήνα. Τώρα κοιμάται σε ημιυπόγεια γκαρσονιέρα στην Κολιάτσου –του την έχει παραχωρήσει μια εξαδέλφη του με υποχρέωσή του να πληρώνει τους λογαριασμούς και τα κοινόχρηστα, τι θα την έκανε, έτσι κι αλλιώς, εκείνη; Θα την πουλούσε για να εισπράξει ένα πεντοχίλιαρο;
Δεν βιώνει, παρά ταύτα, την κατάστασή του ως ξεπεσμό. Ξυπνάει όπως πάντα κεφάτος κι αράζει κάνα δίωρο στη Φωκίωνος Νέγρη, με φραπεδιά και αθλητική εφημερίδα, λαθρακούοντας τους ξεκούτηδες που τσακώνονται για τα πολιτικά, χαζεύοντας τις τσαπερδόνες που ανεβοκατεβαίνουν τον πεζόδρομο. Η κόρη του έχει μεγαλώσει, δουλεύει μαθητευόμενη σε κομμωτήριο, δεν έχει ανάγκη πλέον την οικονομική του υποστήριξη, της έχει άλλωστε κληροδοτήσει ό,τι πιο πολύτιμο διέθετε: την ομορφιά του και την τσαχπινιά του.
«Η κατάσταση θα χειροτερέψει κι άλλο…» τον προειδοποιεί τακτικά ο περιπτεράς, ο οποίος ξεκοκαλίζει όλον τον Τύπο. «Μαύρα γεράματα θα περάσουμε!». «Εγώ δεν θα γεράσω», του το ξεκόβει ο δικός μας.
Τι εννοεί;
Οτι μια νύχτα θα βρεθεί κάτω από τους τροχούς κανενός μεθυσμένου με τα σουβλάκια καπέλο –συντριπτικά κατάγματα, αποτυχία καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης, εργατικό ατύχημα το οποίο δεν θα καταχωριστεί ως τέτοιο, αφού το αφεντικό θα μετρήσει ένα εύλογο ποσό στην κόρη του προκειμένου να μην τον τρέχει στα δικαστήρια;
Οτι θα τον ερωτευτεί κάποια σχετικώς εύπορη χηρούλα ή ζωντοχηρούλα και θα τον ξανανιώσει με τα χάδια της; Και θα τον βγάζει, κοτσονάτο στα ογδόντα του, για παγωτό στην πλατεία και θα του σκουπίζει, τρυφερότατα, τα σιρόπια που θα τρέχουν στο πιγούνι του;
Ή ότι θα αναληφθεί –θαύμα! –στους ουρανούς, αφήνοντας ως μόνο επίγειο ίχνος ένα άστρωτο κρεβάτι, τρεις αλλαξιές φθαρμένα ρούχα και τα ξυριστικά του;
Κοιτάζει, κολλημένο στον κορμό ενός δέντρου, το άδειο κέλυφος ενός θερινού τραγουδιστή που με τα πρώτα κρύα τα κακάρωσε. «Δουλεύω από τα δεκαπέντε μου σαν το μυρμήγκι» σκέφτεται. «Και ούτε τροφή για μια εβδομάδα δεν κατάφερα να σωρέψω στην τρύπα μου. Αν αρρωστήσω, θα ψοφήσω της πείνας. Φταίει η κοινωνική αδικία, η κρίση που με πέταξε σχεδόν στα αζήτητα, οι ευκαιρίες που τις άφησα να προσπεράσουν. Φταίει κυρίως που ήμουν πάντα, στην ψυχή μου, τζίτζικας. Αυτό φταίει. Και αυτό με σώζει».