Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών δεν ξεκαθάρισε το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο. Αντιθέτως, το περιπλέκει ακόμη περισσότερο. Επειτα από μια σειρά εκλογών σε ευρωπαϊκές χώρες, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες άντεξαν αλλά με απώλειες. Τα παραδοσιακά δημοκρατικά κόμματα αποδυναμώθηκαν ενώ ο λαϊκισμός και τα άκρα ενισχύθηκαν. Και αυτό συνέβη για μια σειρά από λόγους.
Τα αστικά κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς στην Ευρώπη έχουν υιοθετήσει, πλέον, σχεδόν ταυτόσημες θέσεις στα σημαντικά ζητήματα. Στο Προσφυγικό-Μεταναστευτικό, στην οικονομική πολιτική, στις μεταρρυθμίσεις, στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Με συνέπεια, τα ακραία λαϊκιστικά κόμματα να υφαρπάζουν τους ψηφοφόρους που αναζητούν εναλλακτικό πολιτικό πρόταγμα.
Οι νέες ανισότητες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση δημιουργούν ανασφάλεια και απόγνωση. Και τα μεταναστευτικά ρεύματα δημιουργούν «δημογραφικό πανικό» και επαναφέρουν στο προσκήνιο ζητήματα και πολιτικές ταυτότητας. Η «εισβολή του ξένου» στις δυτικές κοινωνίες σπρώχνει τους πολίτες σε αναζήτηση των παραδοσιακών στοιχείων της ταυτότητάς τους. Η Γερμανία, μετά τον πόλεμο, είχε ενταφιάσει αυτή τη συζήτηση εντάσσοντας την εθνική της ταυτότητα σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο. Το AfD ξανάνοιξε τη συζήτηση αυτή, χωρίς ταμπού. Εκμεταλλευόμενο την ανασφάλεια που δημιουργεί η παρουσία ενός εκατομμυρίου μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική στη Γερμανία.
Η επαναφορά πολιτικών ταυτότητας γίνεται με τρόπο διχαστικό. Το βλέπουμε στη Γαλλία από τη Μαρίν Λεπέν, στην Ουγγαρία από τον Ορμπάν, στην Πολωνία από τον Κατσίνσκι. Διχαστική ρητορική σε θέματα φύλου και ταυτότητας ακολουθεί και ο Τραμπ στην Αμερική.
Αυτή η πολιτική δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στα παραδοσιακά δημοκρατικά πολυσυλλεκτικά κόμματα. Τα παρασύρει σε πιο συντηρητικές πολιτικές θέσεις με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η πολυσυλλεκτική τους φυσιογνωμία και να συρρικνώνονται τα ποσοστά τους.
Δημιουργείται ένας κομματικός φυλετισμός και μια πολιτική πόλωση που ευνοεί την περιχαράκωση του σκληρού τους πυρήνα αλλά αποτρέπει τη διεύρυνση του ακροατηρίου τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του UKIP του Φάρατζ που παρέσυρε κομμάτια των Τόρις στην καταστροφική ατζέντα που οδήγησε τελικά στο Brexit.
Η επιστροφή των πολιτικών ταυτότητας ενισχύει τον ευρωσκεπτικισμό. Το ημιτελές ευρωπαϊκό πρότζεκτ δεν δίνει τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Ενωση να έχει κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, να διαφυλάξει τα σύνορά της και να έχει κατ’ ουσία κοινή οικονομική πολιτική. Αρα οι πολίτες δεν βλέπουν λύσεις στα προβλήματα και τις προκλήσεις που υπερέβαιναν το κράτος-έθνος και για τα οποία εκχώρησαν κυριαρχία στις Βρυξέλλες.
Η φυγή προς τα εμπρός, με τις μεταρρυθμίσεις που ευαγγελίζονται ο Μακρόν, ο Γιούνκερ και άλλοι είναι η μόνη λύση για την επιβίωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Αλλιώς η ευρωπαϊκή Δύση κινδυνεύει να έχει την τύχη της ανατολικής Ρώμης, δηλαδή του Βυζαντίου. Να εκφυλιστεί μέσα από ατέρμονες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και ανίκανους επιγόνους.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, πρώην υπουργός