Τρεις γυναίκες διαφορετικών ηλικιών είναι καθισμένες σ’ έναν κίτρινο καναπέ. Η ταραχή που εκπέμπουν οι κινήσεις τους ενώ μιλούν μοιάζει μεγαλύτερη από την αναστάτωση που επικρατεί στον χώρο γύρω τους. Ξαφνικά, στη σκηνή μπαίνει μια τέταρτη και εκνευρισμένη αρχίζει να τους διηγείται την περιπέτεια με τον αγαπημένο της στο χωριό Διβάρι. Μιλάει γρήγορα, υψώνει τον τόνο της φωνής της και τα λόγια της χάνονται μέσα στην υστερία που καταφθάνει. Σ’ αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο Δημήτρης Καραντζάς για να διορθώσει το στήσιμο της σκηνής, δίνοντας σαφείς ερμηνευτικές οδηγίες. Οπου χρειάζεται παρεμβαίνει και η βοηθός του για να υπενθυμίσει τις ατάκες του ρόλου ή να δώσει τα απαραίτητα ηχητικά εφέ μέσω υπολογιστή.

Δύο δεκαετίες μετά την πρώτη παρουσίασή του στη Νέα Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή, το «Με δύναμη από την Κηφισιά» των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά ανεβαίνει αυτή τη φορά από τον Δημήτρη Καραντζά, ο οποίος καταφθάνει με ούριο άνεμο μετά το πετυχημένο κατά γενική ομολογία ανέβασμα της «Μήδειας» στη Μικρή Επίδαυρο και το θέατρο Πορεία. Στοίχημά του να αναδείξει το εσωτερικό κενό των τεσσάρων ηρωίδων του και την απελπισία τους μπροστά στο πέρασμα του χρόνου, τη δυσκολία τους να ανταποκριθούν στα κοινωνικά πρότυπα και να σταθούν στα πόδια τους. Μια κριτική προσέγγιση θα υποστήριζε ότι ο νεαρός σκηνοθέτης δεν παίρνει μεγάλο ρίσκο επιλέγοντας ένα «καλό χαρτί» από την ελληνική δραματουργία. «Επέλεξα φέτος το συγκεκριμένο έργο επειδή είναι πολύ καλά φτιαγμένο και γραμμένο. Εξετάζει με ωραίο τρόπο την ανάγκη του ανθρώπου να πιάνεται από πολύ μικρές έως αδιάφορες λεπτομέρειες που στην πραγματικότητα συνθέτουν την καθημερινότητα όλων μας. Αυτά τα μικρά ανυπόφορα καθημερινά τα οποία παίρνουν διαστάσεις υπαρξιακού δράματος. Η καθεμία από αυτές τις τέσσερις γυναίκες είναι εγκλωβισμένη σ’ ένα δικό της μοτίβο κι όλες μαζί φτιάχνουν ένα αλληλεξαρτώμενο σύστημα από το οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν. Ενώ θέλουν, δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν ένα επόμενο βήμα, που από την αρχή ζητάνε» τονίζει ο σκηνοθέτης.

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΕΣ. Στην αρχή της ιστορίας, ο θεατής βλέπει τις τέσσερις γυναίκες «εγκλωβισμένες» σε ένα αστικό σαλόνι των βορείων προαστίων καθώς ενδίδουν ολοένα και περισσότερο στις νευρώσεις και την αγωνία μιας καλύτερης ζωής. Η μόνη τους διαφυγή είναι ένα ταξίδι στην Ταϊλάνδη που σχεδιάζουν αλλά στην πραγματικότητα διαρκώς αναβάλλουν. «Ολες τους είναι ετερόφωτες. Δεν μπορούν από μόνες τους να υπάρχουν. Οπότε αυτό το ταξίδι είναι μια προσπάθεια να κάνουν κάτι από μόνες τους. Δηλαδή να γίνει η δύναμη αυτή για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Δεν πρόκειται όμως να βρουν ποτέ αυτή τη δύναμη. Και γι’ αυτό δεν πρόκειται να πάνε ποτέ αυτό το ταξίδι. Πίσω από όλο αυτό διαφαίνεται μια μοναξιά. Δεν μπορούν ν’ αντέξουν τον εαυτό τους. Γιατί ο εαυτός τους είναι πιο άγνωστος από τον απέναντι» επισημαίνει η Λυδία Φωτοπούλου, εκ των τεσσάρων πρωταγωνιστριών.

Το ιδιαίτερο στοιχείο του έργου είναι πως σε όλη τη διάρκειά του ταλαντεύεται ανάμεσα στο δράμα, την καθαρή κωμωδία και την κομεντί. Στην κατάσταση αυτή συμβάλλει και η απουσία ανδρικών χαρακτήρων, μολονότι οι ηρωίδες στους διαλόγους αναφέρονται διαρκώς σε αυτούς. «Ολα περιστρέφονται και πάντα αναφέρονται σ’ έναν άντρα που είναι μεν απών αλλά μ’ έναν τρόπο είναι πολύ παρών και είναι υπεύθυνος για τα δεινά και όλα αυτά που περνάμε» αναφέρει η Εμιλυ Κολιανδρή. Παρ’ όλα αυτά, η ερμηνευτική «γυναικοκρατία» δεν σημαίνει πως η παράσταση είναι «γυναικεία υπόθεση». «Θα μπορούσε όλο αυτό να συμβαίνει και σε άνδρες. Δεν νομίζω ότι γίνεται μια σπουδή πάνω στη γυναικεία υστερία. Θα ήταν άδικο. Τα θέματα αυτά αφορούν και τα δύο φύλα. Το έργο θίγει τον μικροαστισμό, τον κρίνει, τον χρησιμοποιεί. Αρα δεν νομίζω ότι εστιάζει σε κάτι γυναικούλες της Ελλάδας το 1995. Αυτό είναι ένα πρόσχημα και για μένα το έργο προχωράει πολύ πέρα απ’ αυτό. Μιλάει για το πώς φτιάχνουμε τις ζωές μας έτσι ώστε να μην μπορούμε να τις “ανοίξουμε”. Κι αυτό δεν νομίζω πως είναι μόνο ένα γυναικείο φαινόμενο. Απλώς οι γυναίκες είναι που εκφράζουν αυτό το αίτημα σ’ αυτό το έργο» υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης.

Η ευρεία απήχηση που θέλει να πετύχει το κείμενο έχει ως εκκίνηση τους διαλόγους. Οι ατάκες που ακούγονται κατά την εξέλιξη της ιστορίας μοιάζουν με λόγια που έχουμε πει όλοι μας σε κάποια στιγμή μικρού καθημερινού δράματος. Η διαφορά εδώ είναι πως δίνονται στην υπερβολή τους. «Νομίζω ότι το γοητευτικό μ’ αυτές είναι ότι εισπράττουμε με μεγάλη ευκολία από την υστερία, τη βαθιά συγκίνηση, το αληθινό κλάμα, τη ζήλεια, μέχρι το μίσος, τον καβγά, την προσωπική καταβύθιση. Υπάρχουν όλα αυτά σε όλους μας και σε μεγάλες δόσεις» λέει η Εμιλυ Κολιανδρή. Μαζί της συμφωνεί και η Γαλήνη Χατζηπασχάλη. «Είναι σε τεντωμένο σκοινί πολλά πράγματα όπως τα ζουν οι ηρωίδες. Τις βλέπουμε σε κάποια οριακά σημεία, σαν να παραπατάνε ή να βουτάνε σε γκρεμούς. Αυτές έχουν μια παραπάνω διαταραχή που εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν έχουμε. Αυτές κολυμπούν μέσα σε μια μεγάλη άγνοια. Δεν μπορούν να καθήσουν και να σκεφτούν τι κάνουν στη ζωή τους».

Ο πιο ισορροπημένος χαρακτήρας φαίνεται πως είναι της Ευδοξίας Ανδρουλιδάκη. Ως η νεότερη γυναίκα της παρέας φαίνεται να κρατάει αποστάσεις από τις υστερίες των άλλων. «Αινιγματικός ρόλος. Εχει ενδιαφέρον επειδή ξεκινάει με μια κριτική στάση απέναντί τους και στην πορεία βλέπουμε ότι κι αυτή δεν μπορεί να γλιτώσει από αυτή την κατάσταση, από αυτόν τον τρόπο ζωής» εξηγεί η ηθοποιός. Η αιτία αυτής της μεταστροφής ίσως βρίσκεται στο στοιχείο της αληθοφάνειας σε σχέση με το σήμερα που εκπέμπει το κείμενο. «Ολο το κομμάτι των χαρακτήρων –κι αυτό είναι το ενδιαφέρον στοιχείο –έχει πατήματα στον ρεαλισμό. Η βάση του είναι ο ρεαλισμός, αλλά η έκφρασή του είναι η διόγκωση. Ολα διογκώνονται και φτάνουν στο μη περαιτέρω. Στην πραγματικότητα ζουν μια καθημερινότητα που όμως την προσεγγίζουν φαντασιακά. Σαν να αποκτούν όλα διαστάσεις τεράστιες. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να κρύβεσαι και από τη ζωή όταν βλέπεις ένα μικρό γεγονός ως την απόλυτη ιστορία της ζωής σου. Η υπερβολή είναι το μοτίβο με το οποίο έχουν μάθει να λειτουργούν. Ολοι οι άνθρωποι έχουν μοτίβα, αλλά τώρα εξετάζουμε τα μοτίβα μιας τέτοιας κοινότητας» καταλήγει ο Δημήτρης Καραντζάς.

INFO

«Με δύναμη από την Κηφισιά», από τις 5 Οκτωβρίου στις 21.15 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 και Θαρύπου, Νέος Κόσμος, τηλ. 210-9212.901, είσοδος 10-17 ευρώ)