Ηταν τον περασμένο Ιανουάριο όταν ο Μπαράκ Ομπάμα κάλεσε τον Σπρίνγκστιν να δώσει μία συναυλία σε 250 υπαλλήλους του Λευκού Οίκου για να κλείσει πανηγυρικά η οκταετής θητεία του αμερικανού προέδρου. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο συγκινητική και αναζωογονητική, που ο τραγουδοποιός σκέφτηκε ότι αυτό το μείγμα που είχε συγκεντρώσει από την πολύχρονη καριέρα του θα άξιζε να το μοιραστεί και με τον κόσμο εκτός του αμερικανικού κέντρου εξουσίας. Για τον Σπρίνγκστιν το ξεκίνημά του το 1975 σε ένα μπαρ του Γκρίνουιτς Βίλατζ και οι αναμνήσεις του από άλλες εποχές ήταν αυτό που ταιριάζει στη στιγμή. Μεταξύ συναυλίας μικρής κλίμακας και θεατρικής περφόρμανς, το «Αφεντικό» προτίμησε να συγκεντρωθεί στην περφόρμανς. Και το όνομα αυτής «Ο Σπρίγκστιν στο Μπρόντγουεϊ», που θα παρουσιάζεται για πέντε βραδιές κάθε εβδομάδα μέχρι τον Φεβρουάριο στο θέατρο 960 θέσεων Γουόλτερ Κερ, το οποίο έχει φιλοξενήσει πολλές παραστάσεις που διακρίθηκαν με βραβεία Πούλιτζερ και Tony από το 1929, που άρχισε να λειτουργεί.
Για δύο ώρες θα είναι μόνος του πάνω στη σκηνή με ένα πιάνο και μια σειρά από κιθάρες. Δεν πρόκειται για συμπυκνωμένη μορφή ροκ συναυλίας, αλλά για μουσικό αφήγημα. Σκηνοθέτης και συγγραφέας θα είναι ο ίδιος ο τραγουδοποιός, έχοντας όμως εξασφαλίσει βραβευμένους επαγγελματίες στους φωτισμούς και τον ήχο, οι οποίοι θα επιμεληθούν το ντεμπούτο του στο θέατρο. Η παράσταση, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε υπερβολική ζήτηση στις πωλήσεις των εισιτηρίων και οι τιμές έφτασαν τα 2.400 δολάρια.
«Είχα μια μακρόχρονη καριέρα και σε όλο αυτό το διάστημα έφτιαξα το δικό μου σύστημα αξιών. Νομίζω ότι το καλύτερο που τώρα πια μπορούσα να κάνω είναι να βρω έναν τρόπο για να εκφράσω αυτό το άθροισμα στίχων και στιγμών. Δεν υπάρχει κάτι που να επικεντρώνεται σχολιαστικά στον Τραμπ. Η ιδέα μου ξεκινά και σταματά στο να παρουσιάσω ό,τι έχω κάνει αυτά τα 40 χρόνια, αφήνοντας τη δουλειά μου να μιλήσει από μόνη της» δηλώνει ο Σπρίνγκστιν στους «New York Times». Εκείνος που δεκαετίες τώρα τραγουδά για ανθρώπους που έμειναν άνεργοι, στο περιθώριο και οι υπόλοιποι τους ξέχασαν, τους είδε να αποτελούν τον πυρήνα του εκλογικού σώματος που ανέδειξε τον Τραμπ σε πρόεδρο της Αμερικής.
«Νομίζω ότι ακόμη είναι πολύ δύσκολες οι στιγμές, καθώς η αποβιομηχανοποίηση που συνέβη στη δεκαετία του 1970 και του 1980 ήταν καταστροφική για ένα ολόκληρο τμήμα του πληθυσμού. Και αυτά τα ζητήματα δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ ούτε από τους Ρεπουμπλικανούς ούτε από τους Δημοκρατικούς. Είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα, που σχετίζεται με την παγκόσμια τεχνολογία και δεν γνωρίζω πραγματικά τις απαντήσεις. Αλλά γνωρίζω ότι υπήρχε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που αποκλείστηκε και νομίζω ότι ο Τραμπ στη ρητορική του έκανε χρήση αυτού του συναισθήματος του αποκλεισμού. Είναι πολύ καλός στο να γνωρίζει τι θέλουν οι άνθρωποι να ακούσουν».
«ΠΡΟΒΑ ΣΤΟ ΓΚΑΡΑΖ». Στο βιβλίο του «Born to Run» ο Μπρους Σπρίνγκστιν εξηγεί ότι πάντα ήταν μουσικός και ποτέ δεν είχε δουλειά με συνεχές ωράριο. Παραδέχεται όμως ότι η εμφάνισή του στο Μπρόντγουεϊ έχει όλα τα χαρακτηριστικά μίας σταθερής εργασίας και αυτό είναι κάτι που θα βιώσει για πρώτη φορά. «Θα έχει τον χαρακτήρα πρόβας στο γκαράζ, καθώς θα παίζω τα τραγούδια μου και θα λέω τις ιστορίες μου. Είναι κάτι βασικά απλό στη σύλληψή του, το οποίο θα ερμηνεύω σχεδόν το ίδιο κάθε βράδυ. Νομίζω ότι η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του θεάτρου θα το κάνει διαφορετικό από τις περιοδείες μου. Αν και χωρίς την εμπειρία των συναυλιών δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να κάνω μια τέτοια παράσταση. Εχω παίξει το “Born to Run” άπειρες φορές. Αλλά το κλειδί για να μην εγκλωβιστείς στην ανία της επανάληψης είναι να προσεγγίσεις το τραγούδι ως ανανέωση. Και για να συμβεί αυτό θα πρέπει το μυαλό σου να είναι 100% παρόν. Βέβαια, κάθε βράδυ το ακροατήριο δεν θα είναι το ίδιο. Θα υπάρχουν νέα πρόσωπα και νέες ευκαιρίες. Ολα αυτά τα χρόνια τα τραγούδια αυτά ήταν πολύ καλά για μένα και σε αντάλλαγμα προσπαθώ να φανώ αντάξιός τους. Κάθε νύχτα έχω την ευκαιρία να ανανεώνω το συναίσθημα και το πνεύμα αυτής της μουσικής. Αυτός είναι ο τρόπος που εργάζομαι για να φτάνω κάθε βράδυ σε αυτό το αποτέλεσμα όταν είμαι στη σκηνή. Νομίζω ότι αν η βάση της ιδέας είναι καλά χτισμένη, τότε μπορείς να την κατοικήσεις. Ετσι ώστε κάθε βράδυ το κοινό που θα έρχεται να αισθάνεται ότι το βλέπει για πρώτη φορά. Αυτό είναι το σχέδιό μου».