Το έχουν πει σε εμένα, μου το έχουν μεταφέρει συνάδελφοι που συνομιλούν με πολιτευτές του ΣΥΡΙΖΑ, υπονοείται όμως (άλλοτε μέσω Λαμίας, άλλοτε με πιο ντιρέκτ φραστικές διαδρομές) και στον λόγο των ίδιων των κυβερνητικών υπουργών και βουλευτών. Οι οποίοι πετούν ή αφήνουν να διαρρεύσουν σπόντες για αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν, πιέσεις που δέχονται, ισορροπίες με τις οποίες πρέπει να συμμορφωθούν. Βλέπετε η βάρκα μπάζει νερά με μαζούτ, ο Καμμένος κάνει πολλά πέρα-δώθε και το σκάφος κλυδωνίζεται. Και ναι μεν μπορεί τα κομμουνιστικά (λέμε τώρα) πλεούμενα ενίοτε να βουλιάζουν όμως οι κομμουνιστές (λέμε τώρα) δεν ναυαγούν ποτέ, ωστόσο κάποια προσχήματα πρέπει να κρατηθούν για την επόμενη μέρα. Η πρώτη κλωστή ξέφυγε και, αν το πουλόβερ ξηλωθεί, να μη φοράς και ένα συνειδησιακό βρακί από μέσα; «Είναι που δεν μπορώ να μιλήσω ή να καταψηφίσω», «Αν άνοιγα το στόμα μου»… Κάτι τέτοια ακούς όλο και πιο συχνά, είτε φωναχτά από τον Κυρίτση και τον Χρυσόγονο, είτε ψιθυριστά από την Κονιόρδου όταν παραδέχεται δημοσίως ότι είναι δεσμευμένη στους αρχαιοφύλακες (σε απλά συριζαϊκά «δεν μπορώ να χαλάσω τα χατίρια των συνδικαλιστών»), είτε σχεδόν βουβά από άλλους.
Ε, όχι λοιπόν. Να μην ανοίξεις το στόμα σου ύστερα από τρία (παρά κάτι), δύο, έναν χρόνο που συμμετέχεις σε αυτήν την κυβέρνηση ή τη στηρίζεις. Διότι την πρώτη, άντε και τη δεύτερη φορά που υποκύπτεις σε μια πίεση, είσαι εγκλωβισμένος. Από την τρίτη και μετά όμως είσαι συνεργός. Διαφορετικά, θα είχες παραιτηθεί. Το να προσπαθείς να διασώσεις την ιδεολογία σου καταπατώντας την, στη δική μου γλώσσα λέγεται στυγνός αμοραλισμός. Σε άλλη πάλι, δεν ξέρω…