Ξέρω, δεν είναι εύκολο. Το να πεις σε έναν σημερινό έφηβο ότι κάποιοι κάπου κάποτε αγόραζαν το Playboy για να διαβάσουν ένα σημαντικό κείμενο δεν ακούγεται περισσότερο πειστικό από το να ισχυριστείς ότι έβαλες χτες να δεις μια τσόντα για να διαπιστώσεις την κυριαρχία της πρωταγωνίστριας πάνω στα εκφραστικά της μέσα ή ότι έπαιρνες μάτι προχτές ένα ζευγαράκι στο υπαίθριο πάρκινγκ του Λυκαβηττού ώστε να τσεκάρεις τη μάρκα του αυτοκινήτου.
Δεν θα είναι και η αλήθεια, άλλωστε. Η συντριπτική πλειονότητα των πελατών του Χιου Χέφνερ δεν προσπερνούσε τα κουνελάκιααδιάφορα ώσπου να σκοντάψει πάνω σε ένα γραπτό του Νόρμαν Μέιλερ, του Γκορ Βιντάλ ή του Τρούμαν Καπότε. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει με συγγραφείς αυτού του βεληνεκούς είναι αμφίστομο. Γιατί έδιναν τα κείμενά τους σε ένα περιοδικό σαν το Playboy; Και αν, υποτεθείσθω, η εποχιακή αφραγκία ή/και η μόνιμη ματαιοδοξία εξηγούν επαρκώς τη δική τους συναίνεση, παραμένει ζοφερό αίνιγμα η άλλη κόψη του ερωτήματος. Γιατί ο Χιου Χέφνερ ένιωθε επιτακτική την ανάγκη να ζητήσει τη δική τους συνεργασία;
Δεν προσπαθώ εδώ να αγιογραφήσω τον μακαρίτη –κάτι ανάλογο, εξάλλου, θα το θεωρούσε βλασφημία και ο ίδιος. Ο Χιου έφυγε πλήρης ημερών, πλήρης εμπειριών και πλήρης αμαρτιών –με κορυφαία ανάμεσα στις τελευταίες την εμπορευματοποίηση της γυναικείας σάρκας, την τέχνη να κλωσάει δολάρια από όποιο όρθιο βυζί ή όποιο σφιχτό κωλομέρι βρισκόταν στο διάβα του. Επί χρόνια –και όλως δικαίως –οι σουφραζέτες έριχναν βελάκια στις φωτογραφίες του. Ούτε ήταν κανένας κρυφός ευεργέτης των γραμμάτων και των τεχνών. Ενα νεόπλουτο βλαχαδερό ήταν, πιο κακόγουστος και από βίλα στην Αράχοβα. Εντούτοις, έσκασε μύτη σε μια εποχή –τη δεκαετία του 1950 –που το γυμνό δεν ήταν μονάχα αντικείμενο γυμνασιακής καζούρας. Ηταν και σύμβολο κατά του κοινωνικού κομφορμισμού. Σάλπισμα ελευθερίας. Σήμερα, που έχει πνεύσει ξανά ένας ιδιότυπος συντηρητισμός (ηδονοβλεπτικό πουριτανισμό τον είχα βαφτίσει, με κάποια άλλη αφορμή), το συνοικέσιο Χιου Χέφνερ και πνευματικών ανθρώπων εξακολουθεί να φαντάζει ακατανόητο.
Ισως η ελληνική έκδοση του Playboy μας βοηθήσει να φωτίσουμε το μυστήριο. Κατά τη χρυσή του περίοδο, διευθυντής ήταν ο αείμνηστος Ανταίος Χρυσοστομίδης (1952-2015), το αρχέτυπο του πνευματικού ανθρώπου, όπως τον ξέρουμε ή όπως τον εικάζουμε. Συγγραφέας, μεταφραστής, δημοσιογράφος -ένα άτομο, πάνω απ’ όλα, που ουδέποτε διαχώρισε τη γνώση από την ευχαρίστηση. Επί των ημερών του βρήκαν φιλόξενη στέγη στο Playboy οι περισσότεροι από τους αναγνωρισμένους έλληνες συγγραφείς και εικαστικούς, καθώς και ορισμένοι που τότε άνοιγαν τα φτερά τους, συχνά σε αγαστή συνεργασία. Καρπός αυτού του παντρέματος ήταν κι ένας ιδιαίτερα καλαίσθητος σκληρόδετος τόμος που κυκλοφόρησε το 1993 από τις εκδόσεις Καστανιώτη: «Ερώτων και Ασπασμών λαμπρόν απάνθισμα. 52+1 ελληνικά διηγήματα γραμμένα και εικονογραφημένα για το Playboy». Το +1 ήταν η απόδοση φόρου τιμής στον Κώστα Ταχτσή, με νωπή ακόμη τη μνήμη από τη δολοφονία του. Ολοι μετείχαν με ένα διήγημα. Ο Ταχτσής με δύο.
Εάν ανατρέξουμε στις σελίδες του τόμου –και για να περιοριστούμε μονάχα στους τεθνεώτες –μπορούμε να σταχυολογήσουμε συγγραφείς όπως η Καίη Τσιτσέλη, ο Κώστας Μουρσελάς, η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ και ο Χριστόφορος Μηλιώνης δίπλα σε εικαστικούς όπως ο Δημήτρης Μυταράς, η Χρύσα Ρωμανού και (υπό την ιδιότητα του ζωγράφου) ο Νίκος Κούνδουρος και ο Νίκος Χουλιαράς. Πέρα από τη νοσταλγία που ανακινεί το ξεφύλλισμα, διερωτώμαι αν θα καταφέρουμε ποτέ να ενώσουμε πάλι τους δύο κόσμους, να νιώσουμε κάτι από την αύρα που έφερε εκείνος ο αμερικανός γεροξεκούτης. Δεν ξέρω. Το μεν πνεύμα πρόθυμον…