«Blade Runner 2049»: απέτυχε εμπορικά στην εποχή του. Οι δε κριτικοί (στην Αμερική τουλάχιστον) δεν κατάλαβαν ποτέ περί τίνος πρόκειται. Κι όμως, σήμερα μιλάμε γι’ αυτό με σεβασμό και δέος: το «Blade Runner» που ο Ρίντλεϊ Σκοτ σκηνοθέτησε το 1982, συνδύασε μοναδικά το φιλμ νουάρ και την επιστημονική φαντασία για να χτίσει μεθοδικά μια ιστορία που αμφισβητεί το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος –ένα από τα παλαιότερα φιλοσοφικά ερωτήματα της ανθρωπότητας που, απ’ ότι φαίνεται, εξακολουθούσε να προκύπτει το 2019 (το έτος που διαδραματίζεται το πρώτο φιλμ).
Οι άνθρωποι –εμείς –θεωρούν ότι τα ανδροειδή, τα οποία αποκαλούν «ρέπλικες», δεν είναι τίποτα περισσότερο από πολύπλευρα μηχανήματα, οργανισμοί κατασκευασμένοι για να λειτουργούν ως «δούλοι» και να εξερευνούν άλλους, μελλοντικά κατοικήσιμους πλανήτες, αναλώσιμα υποκατάστατα των ανθρώπων – διοικητών τους. Η ίδια «πλεύση» υπάρχει και σ’ αυτό το νέο, υπέροχο φιλμ που σκηνοθετεί ο Ντενί Βιλνέβ: αν κάποιος εγκαθιστά μια «άρτια» τεχνητή νοημοσύνη σε ένα σώμα που δείχνει ανθρώπινο (και ενεργεί ως τέτοιο), δεν θα είχαμε να κάνουμε με μια «ανθρώπινη» κατασκευή; Και αυτό, δεν καθιστά τον άνθρωπο μια μηχανή και τίποτα παραπάνω;
Οι θαμώνες των multiplex που αρέσκονται σε σαράντα χιλιάδες εκρήξεις το δευτερόλεπτο, ενδέχεται να μην καλοπεράσουν. Το «Blade Runner 2049» διαρκεί περίπου τρεις ώρες, η δράση (προφανώς) δεν είναι συνεχής, τα ερωτήματα που θέτει η ταινία είναι βαθιά και σημαίνοντα, οι συμβολισμοί συχνοί, η θλίψη ατέρμονη. Είναι όμως και μια ταινία συγκλονιστικής ομορφιάς, όπου κάθε πλάνο κουβαλά ταυτόχρονα και μια μεγάλη κινηματογραφική κληρονομιά (οι αναφορές στην ιστορία του σινεμά είναι τόσες που, πιθανότατα, θα γέμιζαν αυτή τη σελίδα), ενώ την ίδια στιγμή υποστηρίζει όλα αυτά τα προαναφερθέντα ερωτήματα που ο Βιλνέβ αφηγείται με μια γραφή βαθιά εσωτερική, κάτι που την ευθυγραμμίζει πλήρως με το πρώτο αριστουργηματικό φιλμ.
Και πίσω απ’ όλα αυτά, το ζήτημα της μνήμης, που μας καθορίζει. Βλέπετε, μεγαλώνουμε μαθαίνοντας να ζούμε μέσα από τα παραμύθια που οι γονείς μας αφηγούνται –και κάποια στιγμή τα παραμύθια παύουν να «λειτουργούν». Ετσι, ζούμε μέσα στις ιστορίες που φτιάχνουμε. Κι όταν και αυτές δείχνουν να ξεφτίζουν, να χάνουν τη λειτουργία τους, συνειδητοποιούμε πως η τελευταία που μόλις ζήσαμε ήταν αληθινή. Και πως η ζωή έχει ήδη ξεκινήσει.
Βαθμοί: 10
«Wild Mouse»: Ποιος θυμάμαι το εκπληκτικό γαλλικό φιλμ «Ελεύθερος Ωραρίου»; Εκεί, ένας άντρας αποκρύπτει την απόλυσή του από την οικογένειά του και για να ζήσει αναγκάζεται να αποσπά χρήματα εξαπατώντας γονείς και φίλους. Στο αυστριακό αυτό φιλμ, που διακρίνεται για το μινιμαλιστικών τόνων χιούμορ του (θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει σημάδια του καουρισμακικού σύμπαντος), η αφετηρία είναι περίπου η ίδια: η απόλυση ενός μουσικοκριτικού από την εφημερίδα όπου εργάζεται, γεγονός που ο ίδιος αρνείται να αποκαλύψει στη σύζυγό του –η οποία τον πιέζει για ένα παιδί. Ο ήρωας τότε, αποφασίζει να στήσει ένα πλάνο εκδίκησης, με στόχο το αφεντικό του. Και, έμπλεος οργής, παραδομένος σε μια υπαρξιακή κρίση που ο ίδιος δείχνει να μην αντιλαμβάνεται, κοντοστέκεται ως ιδανικός τραγικός ήρωας, εξόχως ερμηνευμένος από τον Γιόζεφ Χάντερ –που επίσης σκηνοθετεί. Μακάρι όμως το φιλμ να υποστήριζε μέχρι τέλους ένα βάθος σκέψης, που δείχνει να προσκρούει στις σεναριακές συμβάσεις.
Βαθμοί: 5
«Μια φανταστική γυναίκα»: Η διαφορετικότητα είναι πολύ μεγάλη ιστορία για να την «εγκλωβίσουμε» στη σεξουαλικότητα, στο φύλλο, στο χρώμα του δέρματός μας. Κι αν ο Σεμπαστιάν Λέλιο ξεκινά από μια τέτοια ιστορία (μια τρανσέξουαλ έρχεται αντιμέτωπη με την εχθρότητα της οικογένειας του πολυαγαπημένου συντρόφου της, όταν ο τελευταίος πεθαίνει ξαφνικά), το μεγαλείο της ταινίας του έγκειται στο ότι ο ίδιος γνωρίζει τα συναισθηματικά σημεία τομής που αμβλύνουν τη δραματουργική ακτίνα ενός φιλμ που, εντέλει, αγκαλιάζει κάθε θεατή. Η δε Ντανιέλα Βέγκα, μια απολύτως μαγνητική παρουσία, απογειώνει στην κυριολεξία το στόρι, που δε φοβάται να βουτήξει σε κάθε συναίσθημα: πότε αστείο (και ραφινάτα χιουμοριστικό), πότε σοκαριστικό, ενίοτε… σουρεαλιστικό, αλλά πάντα ανθρωποκεντρικό, το «Μια φανταστική γυναίκα» διαθέτει στιγμές μεγάλης κινηματογραφικής έμπνευσης, αλλά και μια παλλόμενη, ανθρώπινη καρδιά.
Βαθμοί: 6
«Η λεπίδα του Αθάνατου»: ένας από τους πιο παραγωγικούς ιάπωνες σκηνοθέτες, ο σπουδαίος Τακάσι Μίκε (όσοι δεν τον γνωρίζετε, δείτε οπωσδήποτε το συγκλονιστικό «Audition») υπογράφει την… 100ή ταινία του με τούτο εδώ το θεαματικό και αιματοβαμμένο φιλμ (τι κρίμα που οι ταινίες του σπάνια φτάνουν στις ελληνικές αίθουσες!). Οπου ένας αθάνατος σαμουράι βοηθά μια μικρή κοπέλα να εκδικηθεί τους δολοφόνους της οικογένειάς της (επικεφαλής τους, ο αδίστακτος πολεμιστής Ανότσου). Πλάνα μεγάλης εικαστικής ομορφιάς εναλλάσσονται με φλασιές σκληρής βίας και βαθιάς τραγικότητας. Αυτή η περιγραφή νομίζω, για κάποιους, είναι ήδη αρκετή.
Βαθμοί: 6
ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ: Στο «Η λιακάδα μέσα μου» η Ζιλιέτ Μπινός (επιμένει να) αναζητά τον έρωτα, και η Κλερ Ντενί υπογράφει την πιο εύπεπτη ταινία της καριέρας της. Το καστ πάντως είναι υπέροχο, καθώς περιλαμβάνει τη Ζοσιάν Μπαλασκό, τον σκηνοθέτη Ξαβιέ Μπουβουά και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Υπάρχει βέβαια και η άλλη όψη της γαλλικής παραγωγής: στο «Ομάδα Υποβρύχιων Καταστροφών», μια ομάδα επίλεκτων αμερικανών κομάντο ανακαλύπτει έναν υποβρύχιο θησαυρό σε μία λίμνη της Βοσνίας, ο οποίος φημολογείται ότι αξίζει εκατομμύρια δολάρια. Καρτούν «ανδροπρέπεια», και ο Λικ Μπεσόν να βάζει το χρήμα. Το ντοκιμαντέρ «Στο κέντρο του κύκλου» παρακολουθεί, σε ασπρόμαυρο, τις παραστάσεις, αλλά και τις εξομολογήσεις της θεατρικής ομάδας Ρόδα ενώ, τέλος, όσο λιγότερο μιλήσουμε για τον «Επαναστάτη στη σίκαλη», άχρωμη και τηλεοπτικών τόνων βιογραφία του συγγραφέα Τζέι Ντι Σάλιντζερ, τόσο το καλύτερο. Α, βγαίνει και το «Μικρό μου πόνι»…