Βλέπω φωτογραφίες του Μιχάλη Λεμπιδάκη πριν από την απαγωγή. Ενας συνηθισμένος άνθρωπος, χαμογελαστός, που η σωματοδομή και το παράστημά του παραπέμπουν σε αυτό που λέμε κιμπάρης. Με το βλέμμα κάποιου που έχει μάθει στη ζωή του να διαπραγματεύεται με την κανονικότητα. Με τα προβλήματα, τις δυσκολίες, τις προκλήσεις, τα διλήμματά της. Αλλά σε συνθήκες κανονικότητας. Τον βλέπω και στα πλάνα των τελευταίων ημερών. Αδυνατισμένο κατά 17 κιλά –πρέπει να έχει χάσει το ένα τέταρτο του βάρους του. Χαμογελαστό επίσης αλλά, τώρα, με ένα βλέμμα στο οποίο δεν έχει, απλώς, κατασταλάξει ο φόβος. Είναι σαν να έχει αντικρίσει κατάματα τον ίδιο τον φόβο. Κι έτσι, όπως τον βλέπω αποσπασματικά καθώς σκρολάρω στην οθόνη, κάποιες φορές μπερδεύομαι και νομίζω ότι βλέπω έναν πρόσφυγα. Μια από αυτές τις οικείες πλέον, σε εμάς τους «δυτικούς», φυσιογνωμίες, με το καθόλου όμως οικείο βλέμμα.
Θα ήθελα να είμαι φίλη ή συνεργάτις του Μιχάλη Λεμπιδάκη. Να βρίσκομαι ανάμεσα σε εκείνους που τον χειροκρότησαν όταν, την επομένη της απελευθέρωσής του, πήγε στη δουλειά του. Να νιώσω τούτο το σπάνιο είδος συγκίνησης. Καμία σχέση με αυτήν που σου προκαλεί η ανάρρωση ενός δικού σου από μια βαριά ασθένεια ή η διάσωσή του από μία καταστροφή. Το σφιχταγκάλιασμα με την απόγνωση, η απομόνωση σε συνθήκες υπό το μηδέν της κανονικής ζωής, μοιάζει σαν μετωπική με τον τοίχο της πραγματικότητας –τουλάχιστον έτσι όπως την ξέρουμε. Δεν θα ήθελα, όμως, σε καμιά περίπτωση να είμαι μέλος της οικογένειάς του. Οχι μόνο για τις 186 ημέρες και νύχτες αγωνίες αλλά και για την, εκ των υστέρων, απορία πού και πώς βρίσκει κάποιος τη δύναμη να τις αντέξει.