Πρόσωπο-κλειδί στην εξιχνίαση της απαγωγής του Μιχάλη Λεμπιδάκη φαίνεται να είναι ο «Μανώλης», ο ιδιοκτήτης της μάντρας στην οποία κρατούνταν μέχρι την απελευθέρωσή του ο επιχειρηματίας.

Στην κατάθεση που έδωσε ο Μιχάλης Λεμπιδάκης το πρωί της Δευτέρας στην Αστυνομία κάνει ειδική μνεία στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες που είχε μαζί του. Συγκεκριμένα:

«Στο δωμάτιο αυτό με επισκέφθηκε πολλές φορές ένας άνδρας, που του ξέφυγε ότι τον λένε Μανώλη. Δεν τον έχω δει βέβαια στο πρόσωπο. Ο Μανώλης μού είπε ότι υποχρεώθηκε να με κρατήσει στον συγκεκριμένο χώρο από την ομάδα και ότι δεν ανήκει στην ομάδα της απαγωγής. Μου φάνηκε ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του κτιρίου όπου κρατούμουν». Φρόντιζε δε να τον ενημερώνει για τις εξελίξεις στη διαπραγμάτευση. «Μου είπε ότι το Σάββατο, 30-9-2017, ο Ακης σταμάτησε να διαπραγματεύεται με την οικογένεια επειδή απέτυχε στην αποστολή του. Μου είπε ότι σε περίπτωση που ερχόταν άλλη ομάδα να με παραλάβει και να με πάει σε άλλο χώρο όπου θα κινδύνευα, θα παρουσίαζε στους υπόλοιπους ότι είχα σοβαρό πρόβλημα υγείας και θα με μετέφερε ο ίδιος σε νοσοκομείο. Γι’ αυτόν τον λόγο τις τελευταίες μέρες ξεκίνησα να λέω στον φροντιστή μου ότι με πονάει το στομάχι μου. Από τις συζητήσεις μας μού έδινε την εντύπωση ότι έξω από τον χώρο όπου κρατούμουν υπήρχε εξωτερική φρούρηση από ένοπλα άτομα, τα οποία ελέγχονταν από άλλη ομάδα των απαγωγέων».

Μεγάλη σπείρα

Αν και το προηγούμενο διάστημα της ομηρείας στα άλλα κρησφύγετα οι βάρδιες εναλλάσσονταν και υπήρχε φρούρηση με βαρύ οπλισμό, όπως κατάλαβε ο επιχειρηματίας, στη μάντρα η κατάσταση ήταν πιο χαλαρή και την ώρα της εφόδου νωρίς το πρωί της Δευτέρας στο κρησφύγετο βρίσκονταν μόνο ο ιδιοκτήτης της και ο φύλακας, ένας νεαρός άνεργος από τη Θεσσαλονίκη. Αν και ήταν οπλισμένοι, δεν προέβαλαν την παραμικρή αντίσταση.

Αν και εξαντλημένος και με έντονη ψυχολογική φόρτιση, ο επιχειρηματίας έδωσε κατάθεση με εντυπωσιακές λεπτομέρειες, παρατηρήσεις και εκτιμήσεις, οι οποίες θα συνδυαστούν με το ήδη υπάρχον υλικό της Αστυνομίας για την πλήρη εξάρθρωση της συμμορίας ώστε να φθάσουν σε αυτούς που πραγματικά ίσως κινούσαν τα νήματα. Η βασική του εκτίμηση ότι ο αριθμός των μελών της συμμορίας ανέρχεται στους 20 συγκλίνει με τη «χαρτογράφηση» και το «προφίλ» της εγκληματικής οργάνωσης. Θεωρείται βέβαιο, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι οι συλληφθέντες αποτελούσαν τον τοπικό εκτελεστικό βραχίονα μιας δαιδαλώδους συμμορίας, της οποίας η ρίζα πιθανόν να βρίσκεται στην Αθήνα και τον καθοδηγητικό ρόλο να τον είχαν βαριά χαρτιά του υποκόσμου.

«Ηταν πειθαρχημένοι»

Στην κατάθεσή του ο επιχειρηματίας επαναλάμβανε ότι οι απαγωγείς «ήταν πειθαρχημένοι, μου δημιούργησαν την εντύπωση ότι ήταν παρά πολύ καλά οργανωμένοι και ότι η δομή τους ήταν περίπλοκη». Πρόσθεσε ακόμα ότι ακολουθούσαν πιστά κάποιους κανόνες και πρωτόκολλα. Οι απαγωγείς είχαν βαρύ οπλισμό και, όπως περιγράφει, «μια μέρα μού έφεραν ένα Καλάσνικοφ, χωρίς σφαίρες φυσικά, και με έβαλαν να το λύσω».

Ο επιχειρηματίας αποκάλυψε ακόμα ότι, όπως του είχαν πει οι απαγωγείς, και στο παρελθόν είχαν προσπαθήσει να τον απαγάγουν, όμως δεν τα κατάφεραν.

Ενα άλλο σημείο που χρήζει έρευνας είναι το timing που επέλεξε η ομάδα κρούσης των απαγωγέων για να υλοποιήσει το σχέδιό της. Ηταν η μέρα που μόλις είχε επιστρέψει από ταξίδι στη Γερμανία. Από το αεροδρόμιο με ταξί πήγε στην εταιρεία του και ύστερα από μικρής διάρκειας παραμονή, αφού χαιρέτησε τη μητέρα του και υπαλλήλους, πήρε το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε στο σπίτι του στην Καλέσσα.

Το εγκληματικό δίκτυο των απαγωγέων, όπως έγινε γνωστό από την Αστυνομία, είχε κάνει ακόμα και πρόβες, αναπαριστώντας σε χρόνο και τόπο την επιχείρηση.