Μετά το σκηνοθετημένο τροχαίο οι απαγωγείς οδήγησαν τον Μιχάλη Λεμπιδάκη στο πρώτο κρησφύγετο. Ο εφιάλτης είχε αρχίσει και θα κρατούσε έξι μήνες. Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την κατάθεσή του.

Πρώτος σταθμός κράτησης

«Στο τέλος της διαδρομής φθάσαμε σε ένα μέρος και άκουσα να ανοίγει μια αυλόπορτα. Το αμάξι κινήθηκε για λίγο και μετά άκουσα έναν μηχανικό θόρυβο, μάλλον γκαραζόπορτας, και μπήκαμε σε έναν κλειστό χώρο. Με έβγαλαν από το αυτοκίνητο, μπήκαμε μέσα στο σπίτι που υπήρχε εκεί και ανεβήκαμε μια σκάλα, που μάλλον οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Εκεί με έβαλαν σε ένα υπνοδωμάτιο, όπου μου έβγαλαν την κουκούλα και μου έδωσαν άλλα ρούχα να φορέσω. Τα δικά μου ρούχα τα πήραν και μου έδωσαν να φορέσω ένα μακρύ παντελόνι φόρμας και μια μπλούζα. Το δωμάτιο όπου με έβαλαν ήταν περίπου τρία επί τρία και μέσα υπήρχε ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μια τηλεόραση. Πάνω από το κρεβάτι υπήρχε μια αλυσίδα στον τοίχο που κατέληγε σε χειροπέδα. Στη μία γωνία του δωματίου υπήρχε μια χημική τουαλέτα. Το δωμάτιο όπου ήμουν είχε μάλλον παράθυρο, αλλά ήταν κλειστό και καλυμμένο με λινάτσα. Η αλυσίδα ήταν ενός μέτρου περίπου και με αυτήν μετακινούμουν μέσα στο δωμάτιο.

Σε εκείνο το σπίτι με κράτησαν περίπου μέχρι τις αρχές Μαΐου. Στο δωμάτιο ήμουν πάντα μόνος μου, με κλειστή την πόρτα, ενώ μέσα στο σπίτι υπήρχε φροντιστής που ήταν υπεύθυνος για τη φροντίδα μου. Οι φροντιστές εναλλάσσονταν με βάρδιες, απ’ όσο καταλάβαινα, πάντα όμως φορούσαν την ίδια φόρμα και τα γυαλιά ηλίου, όταν έρχονταν στο δωμάτιο. Από την πρώτη μέρα με άφηναν να βλέπω τηλεόραση. Φαγητό μού έφερναν μία ή δύο φορές τη μέρα, ήταν καλής ποιότητας και μαγειρεμένο εκείνη τη στιγμή. Ηταν δηλαδή σπιτικό φαγητό. Εβλεπα τηλεόραση και μερικές φορές μού έφερναν εφημερίδες, από τις οποίες έμαθα ότι ζητούσαν από την οικογένειά μου για την απελευθέρωσή μου 100 εκατομμύρια ευρώ. Μιλώντας με τα άτομα που με πρόσεχαν, προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι δεν υπήρχαν αυτά τα χρήματα. Ομως εκείνοι επέμεναν ότι είχαν πληροφόρηση εκ των έσω για πακτωλό εκατομμυρίων στο εξωτερικό. Σε όλες τις επιστολές που έγραφα έπαιρναν προφυλάξεις. Δηλαδή με έβαζαν να πλένω τα χέρια μου, αποστείρωναν τον χώρο και με καθοδηγούσαν να βάζω την επιστολή σε νάιλον σακούλες. Επιπλέον με έβαλαν να τρυπήσω το δάχτυλό μου με καρφίτσα και να υπογράψω την επιστολή με το αίμα μου. Κάποια στιγμή ήρθε ο φροντιστής και με ενημέρωσε ότι θα τραβούσε ένα βίντεο για να το δώσει στην οικογένειά μου. Με έβαλε να κάτσω στο κρεβάτι, έχοντας πίσω μου τον τοίχο. Μου έδωσε μια κόλλα Α4, στην οποία είχε γράψει τι περίπου θα έπρεπε να πω. Ξεκίνησε να τραβάει με μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή που κρατούσε στο χέρι. Απ’ όσο θυμάμαι η φωτογραφική μηχανή είχε κόκκινο χρώμα. Στο βίντεο δεν θυμάμαι τι είπα.

Το δεύτερο κρησφύγετο

Κάποια μέρα στις αρχές Μαΐου, το μεσημέρι, με ενημέρωσε το άτομο που με φρόντιζε ότι το ίδιο βράδυ θα φεύγαμε από αυτό το σπίτι και θα πηγαίναμε σε άλλο. Μάλιστα, μου είπαν ότι πάμε πιο κοντά στο Ηράκλειο, γιατί πλησιάζει η μέρα που θα με ελευθερώσουν. Περάσαμε πάλι από αγροτικούς δρόμους. Φθάσαμε σε ένα σπίτι και με έβαλαν σε ένα υπνοδωμάτιο, που ήταν πετρόχτιστο. Δεν ανεβήκαμε κάποια σκάλα και γι’ αυτό πιστεύω ότι ήταν στο ισόγειο. Το δωμάτιο αυτό ήταν λίγο πιο μεγάλο από το πρώτο, είχε διπλό κρεβάτι και την ίδια χημική τουαλέτα. Στο δωμάτιο αυτό δεν υπήρχαν καθόλου παράθυρα και μάλιστα δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση. Με έδεσαν με τον ίδιο τρόπο με αλυσίδα από τον τοίχο και χειροπέδα στο χέρι μου. Επίσης, ξέχασα να σας πω ότι εγώ σχεδόν πάντα έβλεπα ένα άτομο που με πρόσεχε, όμως μου έλεγαν ότι έξω από το σπίτι υπήρχαν πάντα δύο ή τρία άτομα οπλισμένα ως φύλακες. Το χρονικό διάστημα παραμονής μου σε αυτό το δωμάτιο συνδυάστηκε, όπως μου είπαν τα άτομα που με πρόσεχαν, με την περίοδο της αδιαφορίας, δηλαδή την περίοδο που δεν υπήρχαν επικοινωνίες με την οικογένειά μου. Σε αυτό το δωμάτιο έμεινα μέχρι αρχές Ιουνίου.

Το τρίτο κρησφύγετο

Με έβαλαν στο αμάξι με κουκούλα. Φθάσαμε σε ένα σπίτι και ανεβήκαμε δύο σκάλες, φθάνοντας στον δεύτερο όροφο. Με έβαλαν πάλι σε υπνοδωμάτιο με τις ίδιες συνθήκες και την ίδια τουαλέτα. Βέβαια τους ζήτησα, αντί να με δέσουν αυτή τη φορά από το χέρι με χοντρή αλυσίδα, να με δέσουν από το πόδι με μια πιο λεπτή αλυσίδα. Αυτοί το δέχτηκαν και μου έφεραν άλλη αλυσίδα. Δεν υπήρχε παράθυρο ούτε εδώ, όμως υπήρχε τηλεόραση. Οσο καιρό ήμουν στο σπίτι αυτό, με επισκέφτηκε δύο φορές ακόμα το ίδιο άτομο που ήρθε στο πρώτο σπίτι και συζητήσαμε και πάλι για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Σε αυτό το τρίτο δωμάτιο έμεινα μέχρι τις 6 Αυγούστου. Το θυμάμαι αυτό χαρακτηριστικά γιατί κρατούσα κάποιες σημειώσεις όσο ήμουν φυλακισμένος. Σε μία από αυτές τις σημειώσεις έχω γράψει: “6/8 μαντρί”.

Στο μαντρί

Με πήγαν με το αυτοκίνητο σε ένα μαντρί. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο αγροτικής κατασκευής, που δεν είχε καν ηλεκτρικό ρεύμα. Είχε απλά ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και μία καρέκλα. Κατάλαβα ότι ήταν μαντρί και μάλιστα εκεί υπήρχε και κοπάδι με ζώα. Εδώ το φαγητό μου το έφερναν σε ένα πλαστικό πιάτο. Ο φροντιστής ήταν σε άλλο χώρο από τον δικό μου, ενώ πάλι ήμουν δεμένος από το πόδι με την αλυσίδα. Στο μαντρί έμεινα μέχρι τις 10 Αυγούστου. Εχω την εντύπωση ότι το μέρος αυτό ήταν πολύ πρόχειρα σχεδιασμένο για να με κρατήσουν.

Το τελευταίο κρησφύγετο

Θυμάμαι ότι μπήκαμε σε έναν χώρο και με ανέβασαν σε ένα δωμάτιο στον πρώτο όροφο, αφού ανεβήκαμε μια σκάλα. Στο δωμάτιο αυτό υπήρχε ένα στρώμα στο πάτωμα και ένας παλιός αργαλειός, ενώ δεν υπήρχε τραπέζι ούτε τηλεόραση. Κάτω από το σπίτι υπήρχε μια επιχείρηση και εγώ άκουγα συνεχώς φωνές και έναν θόρυβο, σαν μηχάνημα που κόβει σίδερα. Πάλι με έδεσαν με αλυσίδα στο πόδι και ήμουν όπως ακριβώς με βρήκατε σήμερα το πρωί που με ελευθερώσατε…».