Ο ιστορικός Τόνι Τζαντ (1948-2010) σπούδασε στο King’s College του Κέιμπριτζ και στην École Normale Supérieure του Παρισιού. Δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ, της Οξφόρδης, του Μπέρκλεϊ και της Νέας Υόρκης. Στο τελευταίο ίδρυσε και διηύθυνε το Ινστιτούτο Ρεμάρκ για τη μελέτη της Ευρώπης. Δεν ήταν όμως ένας απλός ιστορικός, ούτε και ένας ακόμη καθηγητής πανεπιστημίων σε Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ. Ηταν πραγματικός άνθρωπος του πνεύματος και της διανόησης. Αλλά ούτε μόνο αυτό ήταν.
Θα μπορούσε να τον φανταστεί κανείς ως εκείνο το πρότυπο που θα είχε στο μυαλό του ο Πλάτων όταν ως φιλόσοφος ήθελε να επηρεάσει τη σκέψη των βασιλιάδων και να τους κάνει φιλόσοφους. Ο Τζαντ ήταν ένας «βασιλιάς-φιλόσοφος» της ελευθερίας και της ισότητας. Δεν ήθελε όμως να επηρεάσει μόνο τους «άρχοντες», αλλά και τους αρχόμενους. Ετσι σκεφτόταν, έγραφε, ζητούσε και διεκδικούσε. Αν κανείς τον χαρακτηρίσει μόνο ως δημόσιο διανοούμενο (public intellectual) –που φυσικά και ήταν -, απισχναίνει κατά πολύ τη σκέψη του και τη ζωή. Ηταν όμως και ένα ανυπόταχτο πνεύμα, όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στην οικογενειακή του ζωή, όπως δείχνουν οι προστριβές με τους γονείς του αλλά και οι τρεις γάμοι του. Μελανό σημείο, θα έλεγα, είναι η ελαφρώς απαξιωτική στάση έναντι των δυο πρώτων συζύγων του. Δεν θα ήθελα να τον δικαιολογήσω επικαλούμενος την κατάσταση της υγείας του, όπως άλλωστε αποδεικνύεται, αυτή δεν τον εμπόδισε να διατηρεί μια κρυστάλλινη, κατά τα άλλα, σκέψη.
Στο παρουσιαζόμενο βιβλίο –με τη βοήθεια των ερωτήσεων, των παρατηρήσεων και των τεκμηριωμένων διαφωνιών του Τίμοθι Σνάιντερ, ενός άλλου εξαίρετου νεότερου, εν πολλοίς και μαθητή του, ιστορικού –μας διηγείται τη ζωή του ξετυλίγοντας το παθιασμένο κουβάρι των σκέψεών του υπέρ μιας πιο αξιοπρεπούς κοινωνίας και ζωής. Επηρεασμένος και από τις θέσεις του Κουέντιν Σκίνερ, μας προσφέρει γνωστά και άγνωστα γεγονότα από τη ζωή του που αποκαλύπτουν το γιατί ακολούθησε αυτήν και όχι άλλη πνευματική πορεία.
Ο Τόνι Τζαντ πέθανε τον Αύγουστο του 2010, σε ηλικία 62 ετών, από αμυοτροφική πλάγια σκλήρυνση, μια ασθένεια που προκαλεί σταδιακή παράλυση και οδηγεί στον θάνατο, χωρίς καμία ελπίδα ανάρρωσης. Το 2008, όταν είχε γίνει πλέον σαφές ότι δεν θα μπορούσε πια να χρησιμοποιεί τα χέρια του για να γράφει, αλλά θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τη διάφανη σκέψη του για να εκφράζει τις απόψεις του, ο Σνάιντερ του πρότεινε να γράψουν από κοινού ένα βιβλίο, μέσα από τη μαγνητοφώνηση των συζητήσεών τους. Αυτές ξεκίνησαν στο σπίτι του Τζαντ στο Μανχάταν τον Ιανουάριο του 2009 και τελείωσαν το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων είναι «Οι σκέψεις για τον εικοστό αιώνα».
Απόλαυση και υπέρβαση
Ο αναγνώστης δεν θα πλήξει σε κανένα σημείο των εννέα κεφαλαίων του βιβλίου. Αντιθέτως, σε κάθε κεφάλαιο προσφέρονται ισχυρές δόσεις πνευματικής και αισθητικής απόλαυσης και υπέρβασης, τόσο από τον Τζαντ όσο και από τον Τίμοθι Σνάιντερ, συγγραφέα του πολύκροτου βιβλίου για τον ολοκληρωτισμό και την τυραννία στις πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού: του «Απέναντι στην τυραννία» (από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε μετάφραση της Κατερίνας Σχοινά).
Ενας λόγος που αξίζει να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο πέραν των πλούσιων ιδεών του είναι και ο τρόπος που δυο μεγάλα μυαλά συζητούν. Χωρίς να προσβάλλουν ο ένας τον άλλο, αλλά και χωρίς να «σκεπάζουν» τις διαφωνίες τους. Κυρίως όμως έτοιμοι, ανά πάσα στιγμή, να επηρεαστούν ο ένας από τον άλλο και να προσχωρήσουν στην αντίθετη άποψη.
Ο Τζαντ είναι Εβραίος, κάτι που, όπως δηλώνει εδώ ο ίδιος, δεν μπορούσε να μην επηρεάσει και τη σκέψη του. Δεν πιστεύει στην παρθενογένεση των ιδεών. Αυτές είναι απόρροια και της ζωής που κάνουμε και βιώνουμε. Η οικογένεια του πατέρα του είχε ρίζες στην Ανατολική Ευρώπη (από τη Λιθουανία η μητέρα, από την Πολωνία ο πατέρας). Ζούσαν όμως στο Βέλγιο και στην Ιρλανδία. Η οικογένεια της μητέρας του καταγόταν από τη Βεσσαραβία και από νωρίς βρέθηκαν στο Λονδίνο. Κανένας από τους δυο γονείς του Τζαντ, που γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1948, δεν ενδιαφέρθηκε να τον αναθρέψει ως Εβραίο. Αλλά, όπως επισημαίνει ο ίδιος, ήξερε από την πρώτη στιγμή ότι αν και πλήρως ενσωματωμένοι στη Βρετανία, «ήσαν διαφορετικοί». «Δεν με ανέθρεψαν ως Εβραίο –όμως ήμουν Εβραίος» δηλώνει.
Ως τέτοιος μάλιστα ταξιδεύει δεκαπεντάχρονος στο Ισραήλ και ανακαλύπτει αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε «εβραϊκό σοσιαλδημοκρατικό ιδεαλισμό». Γυρίζει αφοσιωμένος σοσιαλιστής σιωνιστής. Γίνεται ο Τζαντ ο σιωνιστής. Και ενώ ήδη σπουδάζει στο King’s College του Κέιμπριτζ, επιστρέφει το 1967, μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών, στο Ισραήλ για να ζήσει τον σοσιαλισμό των κιμπούτς. Και ως ειλικρινής και ορθολογικός νέος καταλαβαίνει πλέον ότι «το Ισραήλ δεν ήταν ένας σοσιαλδημοκρατικός παράδεισος ειρηνόφιλων Εβραίων που δούλευαν σε αγροκτήματα». Ηταν κάτι πολύ μακριά από τα δημοκρατικά του πιστεύω.
Πολυεθνική βιογραφία
Ο «εβραίος σκεπτικιστής» Τζαντ με επιρροές από τη μαρξιστικής παιδείας οικογένειά του έγινε άγγλος συγγραφέας, γάλλος διανοούμενος, ανατολικοευρωπαίος αντιφρονών, ευρωπαίος ιστορικός, αμερικανός ηθικιστής. Αυτή είναι η βιογραφία του. Αυτές είναι και οι ιδέες του, οι οποίες καταλήγουν στην υποστήριξη της «κοινοτοπίας του καλού», όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τη σοσιαλδημοκρατία. Ή, με άλλα, δικά του, λόγια, της μόνης πολιτικής παράταξης που δεν υποσχόταν μεγάλους τελικούς σκοπούς, αλλά μόνο μια αξιοπρεπή ζωή στον κόσμο που ζούμε.
Ο άγγλος συγγραφέας Τζαντ γνωρίζει από το σχολείο τον αντισημιτισμό, αλλά αναγνωρίζει ότι είναι αυτό το ίδιο σχολείο που τον έκανε άγγλο συγγραφέα. Η Αγγλία «επέτρεψε σε ανθρώπους σαν κι εμένα να επιστρέψουν, αργότερα στη ζωή τους, άνετα από τη ριζοσπαστική πολιτική της νιότης στο φιλελεύθερο κυρίαρχο ρεύμα». Αν μου επιτρέπεται και επιτρέπετε, αυτή είναι η μόνη πραγματική πορεία για κάθε διανοούμενο που σέβεται πρωτίστως την ιδιότητά του.
Καθησυχαστική υπόσχεση
Ο άγγλος συγγραφέας τιμά ιδιαίτερα τον φιλελεύθερο Αϊζάια Μπερλίν, αλλά και τον κομμουνιστή ιστορικό Ερικ Χομπσμπάουμ. Δεν παύει όμως την ίδια στιγμή να επιτιμά τον πρώτο για την ατολμία του να υιοθετεί μια συγκεκριμένη θέση και τον δεύτερο για την ατολμία του να μην αλλάζει θέση, όταν τα γεγονότα διέψευδαν τις θέσεις του. Βεβαίως, άγγλο συγγραφέα τον έκανε και ο Οργουελ, η αγγλική λογοτεχνία γενικότερα. Ο Τζαντ υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει σοβαρός ιστορικός και διανοούμενος χωρίς λογοτεχνικές γνώσεις και ενδιαφέροντα.
Ως Αγγλος γνωρίζει και τον πολιτικό μαρξισμό. Αποδέχεται τον Μαρξ ως ιστορικό στοχαστή αλλά όχι ως επαναστάτη προφήτη. Για τη δεύτερη ιδιότητα υποστηρίζει ότι μεγάλη ευθύνη εκτός του ίδιου του Μαρξ έχει και ο Ενγκελς. Βεβαίως απαξιώνει εντελώς την ερμηνεία του εσχατολόγου Λένιν, μια ερμηνεία που οδήγησε στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, χωρίς βεβαίως να θεωρεί άμοιρο ευθυνών τον Μαρξ.
Τελικά ο μαρξισμός «είναι μια καθησυχαστική υπόσχεση ότι η Ιστορία είναι στο πλευρό σου, ότι η πρόοδος είναι στην κατεύθυνσή σου». Ο Τζαντ βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της άποψης. Ο μαρξισμός κυριάρχησε όχι ως ανάλυση των δεδομένων της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά ως «μια ισχυρή αφήγηση για ένα αναγκαίο και αναπόφευκτο τίμημα για ένα καλύτερο μέλλον». Μια τέτοια αφήγηση είναι καταδικασμένη όχι απλά να αποτύχει, αλλά και να οδηγήσει στον ολοκληρωτισμό. Για τους κομμουνιστές οι θυσίες είναι απαραίτητες για να έρθει το φωτεινό μέλλον. Ετσι είναι με κάθε εσχατολογική και ολιστική αντίληψη.
Ο ρόλος της διανόησης δεν είναι να παρέχει δικαιολογίες για τις πράξεις των κυβερνώντων
«Ο ιστορικός οφείλει να παρέχει γνώσεις και την αφήγηση»
Ο Τζαντ ολοκληρώνει το διδακτορικό του στην École Normale Supérieure του Παρισιού. Εδώ ως γάλλος διανοούμενος μελετά το σοσιαλιστικό κόμμα της περιόδου 1920-1926. Παρακολουθεί δηλαδή το γιατί «ο σοσιαλισμός στη Γαλλία απέτυχε να πραγματοποιήσει τα επιτεύγματα της βορειοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας». Ο σοβιετικός κομμουνισμός θεωρήθηκε κληρονόμος της Γαλλικής Επανάστασης, περισσότερο από ό,τι ο εγχώριος σοσιαλισμός της ρεπουμπλικανικής Γαλλίας. Την ίδια στιγμή σε Σκανδιναβία, Βρετανία αλλά και στη Βαϊμαρική Γερμανία ο κομμουνισμός χαρακτηρίστηκε ως αυτό που ήταν, ως ολοκληρωτισμός και τίποτε άλλο. Δεν του διαφεύγει την προσοχή ότι την ίδια περίοδο οι φασίστες έβλεπαν στη βιαιότητα, την αποφασιστικότητα και την πολιτική σταθερότητα του σοβιετικού κράτους χαρακτηριστικά που θα τα ήθελαν και για το δικό τους καθεστώς. Τελικά πιστεύει ότι «ο φασισμός αναπτύχθηκε στη βάση της διακριτής αδυναμίας που χαρακτήριζε τη Δημοκρατική Αριστερά εκείνης της εποχής». Εξάλλου είναι έκδηλο πως καθόλου δεν τον ενθουσιάζει καμία συμμαχία των γάλλων σοσιαλιστών –ούτε αυτή του ’36 ούτε αυτή του ’81 –με τους κομμουνιστές.
Ηθικιστής
Αυτή του η αντίθεση με τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό (τον οποίο όμως ποτέ δεν ταυτίζει με τον φασισμό) τον φέρνει κοντά στους ανατολικοευρωπαίους διανοούμενους και αντιφρονούντες. Γνωρίζεται με τους πολωνούς αντιφρονούντες και ενθουσιάζεται με τη φρεσκάδα της αγάπης τους για την ελευθερία. Στέκεται πάρα πολύ στη γνωριμία του με τον Γιαν Γκρος, την Μπαρμπάρα Τορούντσικ και επηρεάζεται πάρα πολύ από την κριτική του Λέσεκ Κολακόφσκι στον Μαρξ και όχι απλά στον μαρξισμό. Επίσης αποτίνει ιδιαίτερο φόρο τιμής στον Τσέσουαβ Μίγουος και την «Αιχμάλωτη σκέψη» του (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε μετάφραση Ανδρέα Παππά). Στη συνέχεια, αν και οι Πολωνοί τού πήραν την καρδιά, οι Τσέχοι του έκλεψαν τη γλώσσα. Μαθαίνει τσεχικά για να γνωρίσει αυτόν τον λαό.
Ως ευρωπαίος ιστορικός ξέρει πολύ καλά ότι αρχικά η ιδέα της Ευρώπης είναι μια δεξιά ιδέα. Είναι η «κοινοτοπία του καλού» που εκφράζεται από τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία τη μετατρέπει σε μια αριστερή ιδέα και πρακτική. Εδώ υποβάλλει σε δριμύτατη κριτική τη μετα-ιστορία ως την ιστορία των λαθών και όχι των γεγονότων του παρελθόντος. Ούτε μια στιγμή δεν έπαψε να υποστηρίζει την αφηγηματική ιστορία που στέκεται πάνω στην κριτική και όχι στη λαθολογία του παρελθόντος. Ο ιστορικός –υποστηρίζει –οφείλει «να παρέχει γνώσεις και την αφήγηση, χωρίς τις οποίες δεν μπορούμε να αποτελούμε σύνολο πολιτών». Τα πυρά του συγκεντρώνει και η μετατροπή του Ολοκαυτώματος σε ηθική μονάδα μέτρησης κάθε πολιτικής δράσης στις ΗΠΑ.
Ως αμερικανός ηθικιστής αισθάνεται απογοήτευση με εκείνους τους διανοούμενους που «δεν ρωτούν αν κάποιο μέτρο είναι καλό ή κακό, αλλά αν βελτιώνει ή όχι την παραγωγικότητα». Αντιτίθεται σε εκείνους τους διανοούμενους που πλέον καταπίνουν αμάσητη την κοινοτοπία του Χάγεκ ότι «οικονομική πολιτική είναι κάτι που γεννά πόρους»… «Το ρεφρέν αυτού του τρόπου συλλογισμού είναι ότι αν δεν παράγονται πόροι, δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση για τη διανομή τους». Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απορρίπτει την παραγωγικότητα και την αξιοκρατία, αλλά μόνο πως τις βάζει στη θέση τους. Από τον Τζαντ συμπεραίνουμε ότι αν κανείς δεν σκέφτεται ταυτοχρόνως την εργασία και την αναδιανομή, ποτέ δεν θα φτιάξει μια κοινωνία που σταθερά θα παράγει πόρους. Εξάλλου «είναι το 2008 ανόητε» που μαρτυρά την ορθότητα αυτής της άποψης. Από τον Τζαντ μπορούμε να εξαγάγουμε το συμπέρασμα ότι η κυριαρχία της αντίληψης της προτεραιότητας των πόρων έναντι της αναδιανομής χαράζει τα όρια της ήττας όχι μόνο της Αριστεράς, αλλά και της κριτικής διανόησης. Οπως, αντιθέτως, η αντίληψη της προτεραιότητας της αναδιανομής, ανεξάρτητα από τους πόρους, οδήγησε στη νίκη του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
«Μέτριοι πολιτικοί»
Οι δυο συζητητές κυριολεκτικά «κεντούν» όταν κρίνουν τον ρόλο των διανοουμένων στη σύγχρονή εποχή. Οι διανοούμενοι καλούνται να καλύπτουν τον χώρο ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους. Ο ρόλος της διανόησης δεν είναι να παρέχει δικαιολογίες μόνο για τις πράξεις των κυβερνώντων αλλά και των μη διανοουμένων. Στην εποχή όμως της μαζικής πολιτικής παράγονται «μέτριοι πολιτικοί» και διανοούμενοι των μαζικών μέσων και δικτύων. Τελικά, «όσο πιο δημοκρατική είναι η κοινωνία τόσο πιο περιορισμένη είναι η επιρροή των γνήσιων διανοουμένων».
Ο Τζαντ υποστηρίζει ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γράφει κανείς για ανθρώπους που θαυμάζει. Το διαπίστωσα και ο ίδιος ολοκληρώνοντας αυτές τις γραμμές.
Μία ακόμη εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Αστερίου. Η έκδοση συνοδεύεται από ένα ιδιαιτέρως χρήσιμο ευρετήριο ονομάτων, γεγονότων και όρων και από έναν κατάλογο των έργων που συζητήθηκαν στο βιβλίο.
Respect στον Τόνι της ψυχής, της καρδιάς και του νου μας.
Tony Judt, Timothy Snyder
Σκέψεις για τον εικοστό αιώνα
Μτφ. Ελένη Αστερίου
Eκδ. Αλεξάνδρεια, 2017, σελ. 390
Τιμή: 25 ευρώ