Προϊόν εμφανώς αναβαθμισμένης γραφής είναι η νέα συλλογή του ποιητή Σωτήρη Κακίση. Συνιστά κι αυτό αντιπροσωπευτικό δείγμα της στρατηγικής του. Καλεί τον υποψιασμένο αναγνώστη να αφεθεί εξ ολοκλήρου στις παρεχόμενες προοπτικές. Να περιδινηθεί δηλαδή εκεί όπου τεκμηριώνεται εκ του ασφαλούς η ώσμωση ορατών και υπεραισθητών. Ο κόσμος δείχνει άλλη μια φορά ότι επιθυμεί να ελαχιστοποιηθεί, να μικρύνει εν προκειμένω για να χωρέσει σε μια και μόνον, ει δυνατόν, ασθματική, άτιτλη κατά κανόνα στροφή – παράγραφο. Αλλά και να μεγαλώνει ο κόσμος εξ αντιδιαστολής, για να προκαλέσει περαιτέρω τη δημιουργική φαντασία. Παραθέτω τα εξής ενδεικτικά: «Στην Κίνα πάλι, εκατό, χίλιες μέρες στο Πεκίνο, δέκα χιλιάδες χρόνια να εύχομαι κι εγώ στον Αυτοκράτορα φαντάρος στο Σινικό Τείχος, κινέζος Καγκεμούσα, όχι ιάπωνας, Σωσίας όχι του Ντοστογιέφσκι, της Τουραντότ Καλάφ, Τιμούρ όχι. Στην Κίνα πάλι: η χώρα η αχανής στα πόδια μου, στην ποδιά μου πάνω όλων της των γεύσεων οι γεύσεις, στο δέρμα μου πάνω του Μάρκο Πόλο ο Καββαδίας, του Καββαδία ο Μάρκο Πόλο. Κι εδώ, έξω από το στάδιο, τους Ολυμπιακούς του 3008 περιμένοντας, λίγο σαν κλωσάρ λαζάνια τρώγοντας, στην Κίνα την αιώνια εγώ πάλι ο μικρός, ο γλυκός Ελληνας».
Μικροθαύματα
Είχα ήδη επισημάνει, παρουσιάζοντας μία από τις προηγούμενες συλλογές του ποιητή, με τίτλο «Το μυαλό της καρδιάς», των εκδόσεων Αιγαίον, ότι «οι λέξεις και τα πράγματα λειτουργούν, συνυπάρχουν και συναρθρώνονται σαν να αποτελούνται από το ίδιο ακριβώς ζυμάρι. Το ένα ως παραπλήρωμα του άλλου επικαλείται τη συνοχή των συστατικών του κόσμου. Η αίσθηση της οικουμενικής φιλότητας είναι διάχυτη. Οι ισορροπίες του έξω και του μέσα είναι όχι μόνον έκδηλες, αλλά και αρραγείς. Το ποιητικό εγώ δεν είναι μόνον ακροατής, αλλά συνδιοργανωτής καθημερινών εκστατικών μικροθαυμάτων» (βλ. «Τα Ποιητικά», τεύχος 17, Μάρτιος 2015). Το ποίημα δηλαδή είναι εξ ορισμού απελεύθερο –δεν είναι άλλωστε στην τύχη αποτυπωμένη η τελευταία λέξη του βιβλίου: «απελευθερωμένος», ενώ η πρώτη είναι ακριβώς «μουσικές», δηλαδή μυητικές διεργασίες. Το ποίημα εδώ είναι αύταρκες, σαφώς αιρετικό, φύσει ανατρεπτικό. Ενίοτε μεταγλωσσικό: οι ρυθμοί των εκφάνσεων υποστηρίζουν την έξοδο από τους συμβατικούς χρονότοπους. Ο δημιουργός λόγου γνωρίζει βεβαίως ότι «η ποιητική γλώσσα βυθίζεται εκεί όπου ο κόσμος σκοτεινιάζει και η σημασία χάνεται» (βλ. Νάνος Βαλαωρίτης, «Για μια θεωρία της Γραφής Γ’», εκδόσεις Ψυχογιός, 2016).
Ετσι, το παιχνίδι του στίχου στη «Μια νύχτα τη μέρα» προνοεί γνώση. Οι αλληλουχίες διασπώνται, οι συνειρμοί δρουν συναινετικά. Η λέξη ανήκει εξ ολοκλήρου στη συγκινησιακή πλήρωση. Αφικνείται δε ανανεωμένη στον δέκτη της, δηλώνοντας απερίφραστα τη δυνατότητά της να εξέρχεται κατά βούληση, να δραπετεύει η ίδια από το στερεότυπο εκείνο πλαίσιο, όπου την είχαμε αρχικά εντάξει. Η κειμενική αυτή αλκή παραμένει σε όλη την έκταση του έργου, το τονίζω, ακάματη. Η σημασιοσυντακτική πολιτική, δοκιμασμένη χρόνια στο πεδίο των απαιτητικών λεκτικών εμπεδώσεων, ενισχύει με ιδιαίτερη άνεση όλους τους παραγωγικούς ελιγμούς της έκφανσης. Εξού και η ομολογούμενη, τελική εμβέλεια του αισθητικού μορφώματος. Το ποιητικό εγώ δεν προσποιείται, δεν δολιχοδρομεί, δεν αδικεί την καταγωγή του: θέλει απλώς να υποδύεται το εκασταχού εκάστοτε τοπίο, να ανάγεται όποτε επιθυμήσει στο Σύμπαν. Η έξαρσή του νομιμοποιείται πλήρως.
Τιμαλφές
Συγκρατώ συν τοις άλλοις ότι το ιστορικό δεδομένο απεξαρτάται από τη μαθηματική αυστηρότητα του χρόνου και καθίσταται προσωποπαγές τιμαλφές. Εστω παράδειγμα το εξής: «Στον ύπνο μου πάλι κι ο Αρίμνηστος. Ωραίος πάλι όπως στο Μαραθώνα, κι οι Πλαταιείς όλοι δίπλα του, πανστρατιά προς τ’ άστρα, με τα σπαθιά τους γυμνά, με τις καρδιές τους ολόγυμνες (ένας άλλος Αρίμνηστος, Αθηναίος, όχι εγώ, θα σκοτώσει τον Μαρδόνιο στις Πλαταιές σ’ έντεκα χρόνια, αλλά κι εκεί πάλι εγώ θα ‘μαι, σχεδόν εύκολα πια, πανηγυρικά). Δίπλα μου τώρα στο Μαραθώνα δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, τώρα το βλέπω, η μητέρα μου η Νανά, η Αθηνά, με περικεφαλαία σαν της θεάς, με ρομφαία σαν του πατέρα μου. Μη σκοτωθώ πριν προλάβω».
Υπογραμμίζω επίσης: η δοκιμασία της ύπαρξης να αφομοιώσει το δίδαγμα του θανάτου συναντά εδώ τη διδασκαλία του παράδοξου εκείνου μονήρους της Λειψίας και της Φρανκφούρτης. Απομονώνω το δωδέκατο κομμάτι της συλλογής, όπου απηχείται ευδιάκριτα το τέλος του πρώτου τόμου του θεμελιώδους έργου του Αρθούρου Σοπενχάουερ «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση» (1818). Ητοι: «Δροσιά! Αν είναι δυνατό, κι αυτή η λέξη χάνεται όταν πεθαίνεις, κι όλο μαζί της για μένα το νόημα, όλη της η δροσιά! Δεν θα την ξέρω πια τη γλύκα της, την ομορφιά, τον τρόπο της. Μαζί της κι όλες οι άλλες λέξεις, λέει, ακόμη και η πιο απατηλή, ακόμα κι ο Θεός πια τίποτα, ούτε καν πια σκοτάδι, ούτε καν πια μαύρο, αιώνια νύχτα δεν θα ‘ναι πια τίποτα. Και το τίποτα τίποτα, κι η κάθε έννοια για τους άλλους μόνο πια, για τόσους μετά από μένα τόσο άγνωστούς μου, τόσο για μένα άχρηστους, τόσους πολλούς για μένα άχρηστους, τόσο πολλούς και τόσο για μένα λίγους. Δροσιά! Ολα της τώρα είναι».
Αυτοαναφορές
Πρόκειται, θαρρώ, για σταθερό δείκτη αναφορών και αυτοαναφορών του Σωτήρη Κακίση. Παραβάλλω από την αμέσως προηγούμενη συλλογή του με τίτλο «Το πνεύμα του χορού της λίμνης των αλόγων», των εκδόσεων Αιγαίον: «Να μην τελειώσει η ζωή. Να μην τελειώσει η ζωή μ’ εμένα, να ‘χει κι άλλο, κι άλλα δάση, κι άλλες λίμνες, κι άλλους χορούς, κι άλλα άλογα. Να ‘χει η ζωή και πιο κάτω θυμούς, και φωνές, και κλάματα. Να ‘χει και φεγγάρια όπως παλιά νέα, και κορίτσια στα φεγγάρια από κάτω σαν νεράιδες, σαν ιτιές, σαν ελάφια. Να ‘χει η ζωή κι άλλη ζωή μέσα της, το πνεύμα μου να μη σταματήσει ξαφνικά εδώ στη λίμνη αυτή μπροστά, να μην πνιγώ μόνος μου εγώ μόνος, να μην πεθάνω. Αλλά να: κι αυτή η πέτρα τώρα όλη τη λίμνη σαν απομέσα της σεισμός ν’ αναταράξει, να την κρατήσει τη λίμνη και πέρα από τη ζωή μου ζωντανή, χορεύτρια». Κοντολογίς: το ποίημα ως προσχηματισμένο όναρ. Για να μην ξεχνάμε τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Σωτήρης Κακίσης

Μια νύχτα τη μέρα

Εκδ. Ερατώ, 2017, σελ. 56

Τιμή:8,50 ευρώ