Είναι γεγονός πως όσο υπολείπεται η ποίησή τους σε σχέση με την πεζογραφία τους, για όσους δημιουργούς συμβαίνει να είναι κυρίως γνωστοί για το αφηγηματικό τους έργο, άλλο τόσο ισοϋψή θα χαρακτήριζε κανείς την πεζογραφία δημιουργών που μας έχουν συναρπάσει με το ποιητικό τους έργο. Παρά τις αναπόφευκτες ανάμεσά τους διαβαθμίσεις ως ποιητών, δεν είναι τυχαίο πως ακόμη και ενήμερους περί τα λογοτεχνικά θα τους αντιλαμβανόσουν μάλλον προβληματισμένους αν επρόκειτο να μιλήσουν για το ποιητικό έργο ή μάλλον τα ποιήματα του Στρατή Τσίρκα, του Παντελή Πρεβελάκη, της Μέλπως Αξιώτη, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, του Γιώργου Θεοτοκά, του Στράτη Μυριβήλη ή του Αλκ. Γιαννόπουλου –ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Μάρκος Αυγέρης ως κατεξοχήν δοκιμιογραφικά και κριτικά πνεύματα που υπήρξαν εντάσσονται σε μια διαφορετική κατηγορία δημιουργών όσον αφορά τα ποιήματα που έγραψαν. Αντίθετα, μόνο επαίνους θα είχε να σημειώσει κανείς για το πεζογραφικό έργο καθαρόαιμων ποιητών, όσο ισχνό και αν είναι, είτε πρόκειται για τον Γιάννη Ρίτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιώργο Σεφέρη με το αναμφισβήτητο εκτόπισμά τους είτε για τον Αλέξανδρο Μπάρα, που οι απαράμιλλες ποιητικές του «Συνθέσεις» τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο με την ολιγοσέλιδη πεζογραφία του –ένα βιβλίο διηγημάτων με τον μάλλον αδιάφορο τίτλο «Φάσεις».
Η σημασία του
Στα εντελώς πρόσφατα χρόνια ο Μάνος Ελευθερίου κατόρθωσε να υπονομεύσει την «παράδοση» αυτή και αν και πολιτογραφημένος ως ένας πολύ σημαντικός ποιητής, η πεζογραφία με τα τέσσερα ώς τώρα βιβλία του («Ο καιρός των χρυσανθέμων», «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές», «Ανθρωπος στο πηγάδι», «Φαρμακείον εκστρατείας») φαίνεται ισότιμα να τον διεκδικεί. Μακρύς ο πρόλογος προκειμένου να εισαγάγουμε στο βιβλίο διηγημάτων «Το εκκρεμές» του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως σημαδιακό για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, εκδομένο για πρώτη φορά πριν από πενήντα ένα χρόνια, αποτελεί το μοναδικό αφηγηματικό βιβλίο του δημιουργού του «Νυχτερινού επισκέπτη» και της «Αποκάλυψης». Δεύτερον, μοιάζει να οριοθετεί τις δύο περιόδους της ποιητικής δημιουργίας του Τάσου Λειβαδίτη (ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου πολύ λεπτολόγα και επεξεργασμένα, είναι αλήθεια, διαχωρίζει τις περιόδους της δημιουργίας αυτής σε τρεις), συγκροτώντας το αναπόφευκτο πέρασμα από μια ποίηση ουμανιστική που στρατεύεται στο ιδεώδες του πολιτικού και κοινωνικού διαφωτισμού σε μια ποίηση σιωπηλής, μυστικής διαμαρτυρίας, με απροσδόκητα ανοίγματα σε μια μεταφυσική πείνα και δίψα. Και τρίτον –ως λόγος που χαρακτηρίζεται σημαδιακό «Το εκκρεμές» –το ίδιο το 1966, χρονιά έκδοσης του βιβλίου, που μοιάζει να προοιωνίζεται την έλευση μιας πολιτικής και κοινωνικής κόλασης, τόσο πιο ζοφερής καθώς αδυνατούμε να βεβαιώσουμε αν ό,τι συμβαίνει στον περιβάλλοντα χώρο ενός ανθρώπου ισχύει ως πραγματικότητα ή είναι απλώς δημιούργημα της φαντασίας του.
Κοινωνική διαστρωμάτωση
Σε οποιαδήποτε περίπτωση όμως «Το εκκρεμές» –εννιά στο σύνολό τους διηγήματα –με τους χαρακτηριστικούς τίτλους, ανάμεσα σε άλλους, «Το τέλειο έγκλημα», «Η εσχάτη των ποινών», «Η απόδραση» μοιάζει να συναντάται περισσότερο με τον ίλιγγο μιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης, όπως την προϋποθέτουν δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμοί, παρά να ενδιαφέρεται για μια κάθοδο στις υπαρξιακές αβύσσους ενός ατόμου, έστω κι αν η διαβατική παρουσία ενός τμηματάρχη ή ενός υπουργού, αποδεικνύεται τελικά λιγότερο εφιαλτική, σε σχέση με τον θυρωρό ενός ξενοδοχείου που παίρνει διαδοχικά τη μορφή ενός μεγαλόσωμου άνδρα που τεμαχίζει πάνω σ’ ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι ένα σφαγμένο αρνί ή του επιστάτη του σχολείου όπου πήγαινε ως παιδί ο ήρωας του διηγήματος «Μια μέρα σαν τις άλλες». Ενας «ήρωας» ουσιαστικά που ελάχιστα παραλλάσσει σε σχέση με τους «ήρωες» των υπόλοιπων οκτώ διηγημάτων, είτε πρόκειται για πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις είτε για αφηγήσεις γραμμένες σε τρίτο πρόσωπο, με εντυπωσιακή ωστόσο ανάμεσά τους μια ακόμη ομοιότητα, όπως για κανένα τους να μην αισθάνεσαι ότι θα ήταν δυνατόν να τον εκφράζει ο στίχος του ιταλού ποιητή Σαλβατόρε Κουαζίμοντο «είμαι ένας άνθρωπος μόνος, μια μόνη κόλαση». Καθώς η κόλαση όλων των «ηρώων» του «Εκκρεμούς», που σημειωτέον κανείς τους δεν αναφέρεται μ’ ένα όνομα –πολύ ενδεικτικό -, μοιάζει να συνδέεται με κάτι πολύ ευρύτερο του προσωπικού τους δράματος.
Σε βαθμό που μπαίνει κανείς στον πειρασμό να θυμηθεί τι συνέβαινε στα 1966 στον πολιτικό και κοινωνικό χώρο, ώστε να έχει μια εξήγηση για έναν εφιάλτη, όπως τον εικονογραφεί το διήγημα «Οι χελώνες», αφού ολόκληρο δεν συνιστά παρά μια απολογία ενός υποθετικού δικαστηρίου για ένα ελάττωμα ή «ένα φριχτό φυσικό», όπως το ονομάζει ο άνθρωπος που το φέρει, ώστε αν μπορεί να λογαριαστεί ως υπόλογος, είναι γιατί εξελίσσει αυτό «το φριχτό φυσικό», έχοντας ζητήσει τη βοήθεια του Θεού, ώς τις ακρότατες συνέπειές του.

Παγκόσμιες διαστάσεις

Το κλίμα ενός φόβου οργανωμένου

Οσο κι αν δεν γίνεται η ελάχιστη μνεία, αναρωτιέται κανείς σε ποιο βαθμό θα είχαν γραφεί τα διηγήματα του «Εκκρεμούς» σε περίπτωση που δεν είχανε συμβεί περιστατικά, μέσα στο 1966, όπως οι καταδίκες σε πολυετή κάθειρξη των σοβιετικών λογοτεχνών Αντρέι Σινιάφσκι και Γιούρι Ντάνιελ, επειδή διοχέτευσαν στη Δύση διηγήματα που είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία στη χώρα τους, ή η προσαγωγή σε δίκη στην Κωνσταντινούπολη των τούρκων συγγραφέων Αζίζ Νεσίν, Βεντάτ Γκουνιόλ και Σαμπαταχίν Εγιουμπίλ που κατηγορούνται για κομμουνιστική προπαγάνδα, καθώς το ίδιο «Το εκκρεμές» δεν απηχεί σε μεγάλο βαθμό παρά το κλίμα ενός φόβου οργανωμένου σε παγκόσμιες διαστάσεις, ώστε να προβάλλει ως απειλητικό ακόμη και το στρίψιμο στη γωνιά ενός δρόμου, σε σχέση με τα «προσωποπαγή» φαντάσματα του καθενός.

Οπως στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στην πεζογραφία του η φαντασία, το όνειρο και η παραίσθηση ισχύουν με τους όρους που αντιλαμβάνεται κανείς την πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι την υπονομεύει διαρκώς με μια τόσο ύπουλα συναινετική και ήπια ματιά, ώστε η τρομώδης τελικά μεταφυσική που προϋποθέτει η δεύτερη φάση της ποίησής του και η πεζογραφία του να μεταβάλλεται σε μια τρυφερή παραμυθία. Ενώ ο τρόπος με τον οποίο εξηγείται η ύπαρξη ενός φυσικού φαινομένου, όπως είναι η βροχή ή το σούρουπο ή ακόμη και οι σκιές που διασταυρώνεται κανείς μαζί τους μέσα στη νύχτα, μοιάζει ν’ απαντάει στην ερώτηση προς τι άραγε μια τόση εμμονή –του Λειβαδίτη εννοείται –σε σχέση με τα λαϊκά ξενοδοχεία, τις απομακρυσμένες γειτονιές, τα καφενεία, τους γονείς ή τις θείες και τις ξαδέλφες, τόσο «ζωντανές» μέσα στην αρρώστια τους, αν και πεθαμένες από χρόνια, σαν να συγκροτούν τελικά ένα κλειστό σύμπαν κι όση συμπαράσταση δεν αξιωθήκανε όσο ήτανε όλοι τους και όλα τους εν ζωή, μοιάζει να τους παραχωρείται τώρα που έχουν ξεχαστεί.

Τάσος Λειβαδίτης

Το εκκρεμές

Εκδ. Μετρονόμος, 2017