Μια ιδέα για το περιεχόμενό της μπορούσες να πάρεις από τη θεματική της, αναγραμμένη σε αφίσες και σε διαφημιστικά πανό, διάσπαρτα στην πόλη και στους τόπους διεξαγωγής της: η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης, δέκα χρόνια μετά το ντεμπούτο της, καταπιάνεται στην έκτη διοργάνωσή της με τις «Φαντασιακές εστίες». «Η εστία που χάνουμε, το σπίτι που κρατάμε μέσα μας ως μνήμη σε συνθήκες αναγκαστικού εκτοπισμού, εκείνο που ονειρευόμαστε και προσδοκούμε να δημιουργήσουμε, αλλά και ό,τι αλλάζει γύρω μας και μέσα μας είναι το κεντρικό νήμα της αφήγησης των “Φαντασιακών εστιών”, που παρότι εδράζονται στο Προσφυγικό, δίνουν χώρο έκφρασης και σε νέους τρόπους κοινωνικής συναναστροφής, αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης, συμπερίληψης και συλλογικής λειτουργίας» έλεγε η διευθύντρια της Μπιενάλε Συραγώ Τσιάρα στη συνέντευξη Τύπου. Λίγο πριν, ο Ανδρέας Τάκης, πρόεδρος του υπεύθυνου για την οργάνωση της έκθεσης Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, είχε κάνει λόγο για την «εδραίωσή της στον διεθνή εικαστικό χάρτη». Και η Μαρία Τσαντσάνογλου, η διευθύντρια του Μουσείου, είχε παρουσιάσει χαρακτηριστικά της όπως η στήριξή της σε δική της ομάδα επιμελητών, η κατά 80% συρρίκνωση της χρηματοδότησής της, η υιοθέτηση της ανοιχτής πρόσκλησης και της δημιουργικής διαμονής καλλιτεχνών, αλλά και η συνεργασία της με την Μπιενάλε του Τσανάκαλε, που πέρυσι το φθινόπωρο ματαιώθηκε για λόγους ευνόητα πολιτικούς.

Πολιτικά και φανταστικά έργα

Προερχόμενοι λοιπόν από 37 χώρες, επιλεγμένοι κατά 60% από τη δεκαμελή επιμελητική ομάδα της Μπιενάλε και κατά 40% από τον θεσμό του open call, τον τόσο επιτυχημένο ώστε να προσελκύσει 1.352 προτάσεις, εκ των οποίων «πέρασαν» οι 35, συνολικά 96 καλλιτέχνες παρουσιάζουν έργα άλλοτε πολιτικά, πότε διαδραστικά, κάποια με έμφαση στο φαντασιακό, ορισμένα με θρησκευτικές αναφορές, απλωμένα σε τέσσερις αντίστοιχους χώρους της κεντρικής έκθεσης. Στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης μπορεί κανείς να δει μια ξύλινη κατασκευή του Γιώργου Τσεριώνη, γεμάτη μεταποιημένα ή αυτούσια αντικείμενα, που παραπέμπει σε Πύργο της Βαβέλ και συγκροτεί ένα φαντασιακό μουσείο της ανθρώπινης κατάστασης. Το βίντεο «Να έχεις και να μην είσαι» του Μαροκινού Γιούνες Μπάμπα Αλι περιγράφει τις διαδικασίες που μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε μετανάστης ώστε να ζει από κοινωνικά επιδόματα. Οι επεξεργασμένες φωτογραφίες του Διονύση Χριστοφιλογιαννάκη, με τίτλο «Σαν στο σπίτι μου», συνδυάζουν βομβαρδισμένα τοπία πόλεων της Συρίας με τον Παρθενώνα ή τον Λυκαβηττό, μια εγκατάσταση της Ινδής Arushee μοιράζεται με το κοινό μυρωδιές της παιδικής της ηλικίας, ενώ ένα γλυπτό του Ανδρέα Λώλη επιστρατεύει το μάρμαρο, το τόσο φορτωμένο με αρχαιοελληνικό μεγαλείο, για να κατασκευάσει ξύλινες παλέτες ή σακούλες σκουπιδιών: «Με ενδιαφέρει μια γλυπτική χωρίς βάθρα και μνημεία, που να μπορείς να την γυρίσεις ανάποδα» έλεγε ο δημιουργός.

Στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το «Καταφύγιο» του Μπάμπη Αλεξιάδη, αποτέλεσμα βιωματικού εργαστηρίου με εφήβους και ενηλίκους, είναι μια εγκατάσταση που καταγράφει διάφορες ερμηνείες της έννοιας του τίτλου. Το «Αρχιπέλαγος» της Γαλλίδας Σοφί Ντιμπό αποτελείται από μια κουβέρτα που οι τρύπες της επιδιορθώνονται με χρυσή κλωστή, δίνοντας στη φθορά έναν ιερό χαρακτήρα. Το «Century 22» της Ισπανίδας Αλίσια Φράμις δεν είναι τίποτε άλλο από μια κτηματομεσιτική εταιρεία που αναπτύσσει μοντέλα κατοικιών για μη δυαδικές οικογένειες, ενώ τα «Δύο κτίρια μαλώνουν για ένα παράθυρο» του Δημήτρη Φραγκάκη σχολιάζουν τον εγκλεισμό, την επίδειξη δύναμης στις ανθρώπινες σχέσεις, την ανάγκη για ιδιωτική απόλαυση. Εναν όροφο πιο πάνω, η έκθεση «Η θέα από το παράθυρό μου… Εκδοχές της “οικίας” στη ρωσική πρωτοπορία» παρουσιάζει έργα της συλλογής Κωστάκη, όπου το σπίτι απεικονίζεται άλλοτε ως τόπος αναμνήσεων και σύμβολο γαλήνης και άλλοτε ως χώρος με σκόπιμα ανοίκειο σχεδιασμό ή ως ουτοπικό οικοδόμημα. Η φωτογραφική έκθεση της πρόσφατα εκλιπούσας Χρύσας Νικολέρη αποτυπώνει την οικειότητα που αποπνέουν ακόμα και οι πρωτόγνωρες τοποθεσίες στη διάρκεια ενός ταξιδιού, ενώ το αφιέρωμα στην Κουβανή Ανα Μεντιέτα, μέρος του Φεστιβάλ Περφόρμανς της Μπιενάλε, καλύπτει τα ενδιαφέροντα της καλλιτέχνιδας για ζητήματα όπως η εξορία, τα στερεότυπα για τη γυνακεία υπόσταση ή η σχέση του ανθρώπου με τη μητέρα γη.

Ονειρα και επιθυμίες

Τα έργα που φιλοξενούνται στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι μεγαλύτερης κλίμακας. Οι επτά κούνιες της Φωτεινής Καρυωτάκη, καλυμμένες με υφασμάτινα λουλούδια και φωτισμένες απαλά, παραπέμπουν σε μια ασφαλή και προστατευμένη συνθήκη, που στη σύγχρονη πραγματικότητα μεταβάλλεται διαρκώς: «το οικιακό περιβάλλον μπορεί σήμερα να γίνει επισφαλές ανά πάσα στιγμή» έλεγε η καλλιτέχνιδα. Η «Dreamland», η αλλόκοτη παιδική χαρά της Αντιγόνης Τσαγκαροπούλου, είναι ένας τόπος όπου τα όνειρα, οι φόβοι και οι επιθυμίες ενεργοποιούνται μέσω της τέχνης, ενώ η «Στέγη» του Ναπολιτάνου Πάολο Ινκαρνάτο αποτελείται από παλιά κεραμίδια, στοιβαγμένα κυκλικά, έτοιμα να προστατεύσουν τον άνθρωπο μέσα τους: «Ηθελα κάτι σαν φωλιά, σαν πρωτόγονη σπηλιά, που μπαίνεις και αισθάνεσαι ασφάλεια» εξηγούσε ο δημιουργός. Απέναντί του βρίσκεται ο χώρος όπου φιλοξενούνται τέσσερα έργα από τη ματαιωμένη, λόγω του πραξικοπήματος στην Τουρκία, Μπιενάλε του Τσανάκαλε: «Το δικό της θεματικό πλαίσιο ήταν η “Πατρίδα” και καθώς κι εμείς ζούσαμε το Προσφυγικό από τη δική μας μεριά, χαρήκαμε πολύ για τη συνεργασία με την Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης» έλεγε η επιμελήτρια Ντενίζ Ερμπάς.

Το Προσφυγικό με την ευρύτερη έννοια απασχολεί και την εγκατάσταση «Αποδημητικοί αντίλαλοι» της Ιταλίδας Αλεσάντρα Εράμο, που καταγράφοντας αποκρίσεις ανθρώπων στο ερώτημα «ποιος ήχος σας έρχεται στον νου όταν σκέφτεστε την πατρίδα», προσπαθεί να συλλάβει τη «μεταναστευτική ηχώ»: η Αγιορειτική Εστία που το φιλοξενεί (όπως και ένα της Πέγκυς Κλιάφα, με άδειες συσκευασίες χαπιών που συνθέτουν ένα χώρο λατρείας για να σχολιάσουν τη θεοποίηση της ανεξέλεγκτης χρήσης των φαρμάκων) είναι ο τέταρτος χώρος της κεντρικής έκθεσης της Μπιενάλε.

Οι υπόλοιποι, εκείνοι που στεγάζουν το πρόγραμμα δράσεων, τις εκθέσεις της Κίνησης των 5 Μουσείων Θεσσαλονίκης ή τις εκπαιδευτικές δράσεις, εκτείνονται από το Τελλόγλειο Ιδρυμα μέχρι το Block 33, ευνοώντας το άνοιγμα του φιλότεχνου κοινού στην πραγματικότητα και στην ιστορία της πόλης. Ενός κοινού πάντως που, κρίνοντας από το βράδυ των εγκαινίων στη Μονή Λαζαριστών, μόνο μικρό ή ανενημέρωτο δεν είναι: αφού άκουσαν όχι μόνο τον Ανδρέα Τάκη, τη Συραγώ Τσιάρα και τη Μαρία Τσαντσάνογλου να μιλούν για επικείμενες συνέργειες μουσείων ή για την επιλογή «να μην κάνουμε άλλη μια έκθεση για το Προσφυγικό», αλλά και τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη να επαινεί τον αυξανόμενο ενθουσιασμό κάθε διοργάνωσης ή τον αθηναίο ομόλογό του Γιώργο Καμίνη να ζηλεύει «μια πόλη κλειστή και απομονωμένη, όπου τα τελευταία χρόνια φυσάει ένα αέρας εξωστρέφειας και δημιουργικότητας», κατόπιν είτε σχημάτιζαν πηγαδάκια συζητώντας για άλλες μεγάλες, πολυσυζητημένες εκθέσεις εικαστικών στην Ελλάδα είτε έστρεφαν τα κινητά τους σε έργα εντυπωσιακά με την πρώτη ματιά, είτε κοντοστέκονταν σε άλλα, λιγότερο προφανή. «Μου αρέσει που το στήσιμό της συνδυάζει την καλλιτεχνική με την αρχιτεκτονική πλευρά και χαίρομαι που βλέπουμε στην πόλη και κάτι διαφορετικό καλλιτεχνικά, πέραν της μουσικής» έλεγε η 25χρονη Ασπασία που δημιουργεί animation. «Ηταν ωραία επιλογή το ανοιχτό κάλεσμα σε καλλιτέχνες, τα έργα βέβαια δεν είχαν όλα σύνδεση με τη θεματική, είναι όμως καλό που θα έρθουν τόσοι άνθρωποι της τέχνης στην πόλη» πίστευε ο 32χρονος Σάιμον που σπουδάζει Καλές Τέχνες στη Βιέννη. «Θέλω να ξαναέρθω, χωρίς τόσο κόσμο» εξηγούσε η Ελενα, που πριν χρόνια ήρθε από την Τιμισοάρα στη Θεσσαλονίκη για να εργαστεί ως νοσηλεύτρια. «Εχει όνομα η Μπιενάλε και συζητιέται. Και αυτή η πόλη τη χρειάζεται».

info

6η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, έως τις 14/1/2018. Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Μονή Λαζαριστών), Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Αγιορειτική Εστία. Συνδυαστικό εισιτήριο για τους χώρους της κεντρικής έκθεσης: 7 ευρώ.