ΘΕΑΤΡΟ
Σταύρος Ξενίδης και Μαργαρίτα Λαμπρινού
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Ο Μπουζιάνης, ο Παπαλουκάς, ο Μίμης Κοντός
Σε μια χώρα υποτιμημένη –από όλες τις πλευρές –η υποτίμηση καλλιτεχνών –νεκρών ή ζωντανών –είναι μια συμπαθής ταυτολογία. Αλλά όπως συνέβη με τους καλλιτέχνες στο πέρασμα των αιώνων, το ίδιο θα συμβεί και στη χώρα κι αυτό μας γεμίζει μια υποτιμημένη αισιοδοξία. Θυμηθείτε τον Ελ Γκρέκο, χρειάστηκαν τρεις αιώνες να αναγωριστεί, τον Βαν Γκογκ εν ζωή γνώριζε μόνο ο αδελφός του, ευτυχώς σήμερα, χάρη στα media, τα τρία λεπτά υπερτίμησης ανακουφίζουν την πλειοψηφία των καλλιτεχνών. Παλιότερα με ρωτούσαν τι επαγγέλομαι, απαντούσα ζωγράφος, «και πού έχετε το κατάστημα» συνέχιζαν, ακουμπούσα την παλάμη στην καρδιά αλλά δεν γινόμουν κατανοητός, οπότε διάξεξα το εικαστικός, «α, δικαστικός», έτσι κατέληξα αρχιτέκτονας και ησύχασαν κι αυτοί κι εγώ. Υποτίμηση και υπερτίμηση είναι μέρος της πορείας κάθε δημιουργού, είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι δουλειές βοηθούν και μποϊκοτάρουν ανάλογα τις περιπτώσεις και τα κέρδη. Σήμερα ο Μπουζιάνης, ο Παπαλουκάς, ο Μίμης Κοντός και τόσοι άλλοι παραμένουν φανερά υποτιμημενοι. Οχι; Ρωτήστε δύο φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών.
Ο Λευτέρης Κανακάκις
Στο εργαστήριό του είδα πρώτη φορά το έργο του Λευτέρη Κανακάκι. Ηταν ένα πορτρέτο για τον Λευτέρη Ρόρρο. Ημουν 20 ετών. Ο Κανακάκις υπήρξε ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ζωγράφους ειδικά την περίοδο της δικτατορίας. Πώς και δεν ταξιδεύουν αυτά τα έργα μέσα κι έξω από την Ελλάδα; Πόσο αρκετή είναι η ζηλευτή συλλογή με έργα του στο ομώνυμο μουσείο που έχει ιδρύσει η Μαρία Μαραγκού στο Ρέθυμνο ή το Βραβείο Νίκος Καζαντζάκης που του απονεμήθηκε από τον Δήμο Ηρακλείου το 1984 ή η έκθεση έργων του το 1986 –λίγο μετά τον θάνατό του –στην Εθνική Πινακοθήκη; Στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών δεν έφτασε στη θέση του καθηγητή, αν και είχε τη δυνατότητα να κάνει τους φοιτητές να στοχάζονται. Στα έργα του τόνιζε την αφαίρεση και την οικονομία χωρίς κομματικές ταμπέλες και εύκολες αναφορές στην ειδησεογραφική καταγραφή των γεγονότων της εποχής. Δεν τον είδαμε, όμως, να σχολιάζει με το έργο του τον τόπο και τις δραματικές στιγμές του σε πρόσφατες μεγαλειώδεις εκθέσεις. Παράπονο. Ο Kανακάκις υπήρξε ποιητής. Ζωγράφος με γνώση. Ο υπαινικτικός του λόγος είναι αυτός που θα υπόσχεται την αιώνια αγωνία του βλέμματός του και του νου για την άλλη ανάγνωση των πραγμάτων.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ο Μιχαήλ Μητσάκης
Το καλλιτεχνικό έργο ενέχει χρόνο και γι’ αυτό εγκρύπτει τη δυνατότητα αφύπνισης και «νεκρανάστασής» του. Ουσιώδη χρόνο προσφέρει κι αυτόν ανταλλάσσει. Με τον χρόνο αντιμάχεται. «Ο χρόνος ο τελευταίος των κατακτητών» (εις τοίχος) επιβεβαιώνει μελαγχολικά και ο Μητσάκης, κορυφαίος πεζογράφος, ο οποίος απαξιώθηκε ως ήσσων συγγραφέας, παραμελημένος στις περισσότερες ανθολογίες και γραμματολογίες. Ο Μητσάκης είναι στυλίστας μοναδικός, με εμμονή στη γλωσσική διαχείριση και στον ρυθμό της αφήγησης, λάτρης της αυτόνομης λειτουργίας του επιθέτου, τρυφερός και μαζί σαρκαστικός, πολυμερής, αλλά αιχμηρός και αντισυμβατικός. Νατουραλιστής κι ωστόσο πέραν του νατουραλισμού και της ηθογραφίας «καταργεί τα όρια των ειδών» (Δάλλας) με την ποιητική πρόζα του και περπατά τους δρόμους του συμβολισμού, φτάνοντας ώς τις παρυφές της αυτόματης γραφής και του σουρεαλισμού. «Τ’ όνειρο μήπως δεν είναι παρά η πραγματικότης εν εμβρύω;». Αποτυπώνει έξοχα τα ψυχογραφικά πορτρέτα των «ηρώων» του με μια βαθιά συμπόνια γι’ αυτούς, τους «κουτσούς της ζωής», καθώς κι ο ίδιος πέθανε κλεισμένος στο άσυλο τα πέντε τελευταία χρόνια της ζωής του σε ηλικία 51 χρόνων –«ό,τι διαφοροποιεί τον τρελλό από τους λεγόμενους πνευματικά υγιείς είναι η αδυναμία του να χρησιμοποιήσει τα λόγια που ταιριάζουν για να μεταδώσει στους άλλους την τρέλα του». Ο Μητσάκης βρίσκει αυτά τα λόγια, τα εξορύττει, καθώς στέκεται μονίμως εν εκστάσει, ένας οιστρηλάτης παρατηρητής. Ενα τέτοιο άτομο εύλογο είναι να υποτιμηθεί κι αναμενόμενο, τότε και σήμερα, σαν τον τρελό του χωριού του, όπως τον περιέγραφε στο «Εις τον Οίκον των τρελλών»: «Εκτοτε εν διαρκεί αφαιρέσει διατελών, εβίου απαθής, προς πάσαν έξωθεν αίσθησιν και επήρειαν, ως να εταξίδευε μακράν, εις σφαίρας άλλας, και μόνον τυχαίως επανήρχετο δι’ ολίγον κάποτε, υπνοβατών εν τη ζωή».
Ο Ομηρος Πέλλας
Το πρώτο όνομα που μου ήρθε στο μυαλό, όταν αρχίσαμε να μιλάμε για τους παραγνωρισμένους της λογοτεχνίας και όχι μόνο, ήταν αυτό του Ομηρου Πέλλα, ψευδώνυμο του δάσκαλου Οδυσσέα Γιαννόπουλου, που γεννήθηκε το 1921 στο χωριό «Καημένη γυναίκα» της Τριφυλίας και πέθανε ξαφνικά μόλις 41 χρόνια μετά, το 1962, στη Σκύδρα όπου ζούσε με τη γυναίκα του.
Το λογοτεχνικό έργο του Πέλλα δεν είναι μεγάλο ποσοτικά: γνωστότερο είναι το ημερολόγιο της ομηρείας, το «Στάλαγκ VI C», έργο βιωματικό, άμεσο, όπου με μια λιτή, συγκλονιστική αφήγηση μας κάνει κοινωνούς της καθημερινής ζωής των αιχμαλώτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, καταθέτοντας έναν ύμνο στην έννοια της αλληλεγγύης, ένα σπουδαίο έργο της αντιπολεμικής λογοτεχνίας, παραγνωρισμένο όμως δίπλα σε μεγέθη όπως π.χ. το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου.
Συγγραφείς από Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη
Ο Σταύρος Βαβούρης
Ενα κείμενό του αφιερωμένο στον ποιητή Σταύρο Βαβούρη (1925-2008) και δημοσιευμένο το 1990 στο περιοδικό «Η Λέξη», ο Γ. Π. Σαββίδης το επέγραφε «Σημειώσεις για έναν ποιητή που θα μας επιζήσει», προεξοφλώντας, με γενναιοδωρία, την επιβίωση του έργου του στον μέλλοντα αιώνα. Ο ίδιος όμως ο Βαβούρης, στο ίδιο τεύχος (με ψύχραιμο ρεαλισμό; με ταπεινοφροσύνη; ή με προαίσθηση ποιητική;), σ’ ένα νωπό ποίημα που απευθυνόταν στον εαυτό του, μιλούσε «για τον καινούργιο αιώνα που χαράζει / που δε θα δεις να σε φωτογραφίζει. / Ο,τι πήρες, πήρες· πιο λίγο ή περισσότερο / απ’ όσο σου οφειλόταν. /…/ Οι αιώνες όλοι πάνω κάτω / έτσι συμπεριφέρονται σ’ όλους τους ποιητές». Και, δυστυχώς, η προφητεία του ίδιου του ποιητή –ενός σπουδαίου, σημαντικού ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς –αποδείχθηκε, πριν αλέκτορα φωνήσαι, πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα. Αυτήν την θλιβερή πραγματικότητα που τρέφεται με σκουπίδια και πετάει στον κάλαθο της συλλογικής λήθης ό,τι εκλεκτό μπορεί να της βρίσκεται.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Ο Παύλος Τάσσιος
Για μένα, ένας μεγάλος παραγνωρισμένος του ελληνικού σινεμά είναι ο Παύλος Τάσσιος. Νομίζω πως δεν του έχει αποδοθεί η άξια που του αντιστοιχεί, αλλά και η σοβαρότητα στο έργο του και στη δουλειά που έχει κάνει πάνω σε αυτό που κυνηγούσε μέσα από τις ταινίες του. Εξηγούμαι, δεν εννοώ το ιδεολογικό – πολιτικό ζήτημα που τον απασχολούσε.
Εγώ μένω σε όλη αυτή τη δουλειά σε σχέση με την ακρίβεια της αναπαράστασης της πραγματικότητας, τον ρεαλισμό στη δραματουργία, τη φυσικότητα. Πάντα καθημερινοί ήρωες, αληθινά δράματα, μιλούσαν κανονικά οι άνθρωποι! Εκανε έργο πάνω σε όλα αυτά, έβλεπες ότι έχει ένα στόχο και μια κατεύθυνση σε μια εποχή που οι ηθοποιοί ήταν αγγούρια, κούκλες που μιλάνε… Δεν λέω, εκείνα τα χρόνια υπήρχαν ο Δαμιανός, η Μαρκετάκη, ο Βούλγαρης, αλλά ώς εκεί.
Είναι ένας άνθρωπος παραγνωρισμένος σε σχέση με όλη αυτή την εργασία που έχει κάνει. Οι ταινίες του που ξεχωρίζω είναι το «Βαρύ πεπόνι» και το «Στίγμα» –αλλά σε όλες του τις δουλειές βλέπεις την προσπάθειά του για αλήθεια. Για το πώς θα αποτυπώσει την πραγματικότητα που συμβαίνει μπροστά του μέσα από τη συγκεκριμένη δραματουργία.
Και μην ξεχνάς, όλα αυτά την εποχή του φορμαλισμού και του δοκιμιακού σινεμά, του συμβολισμού, του ποιητικού / κόντρα ποιητικού κινηματογράφου και «όποιος κατάλαβε κατάλαβε». Μας φαίνονται αυτονόητα αυτά τα πράγματα σήμερα –τότε δεν ήταν και τόσο. Και το σινεμά του ήταν απλό και άμεσο.
Ο Κώστας Μανουσάκης
Ο ένας που σκέφτομαι είναι ο Κώστας Μανουσάκης. Τρεις ταινίες έκανε ο άνθρωπος, από τα τέλη του ’50 μέχρι το ’67, μια δεκαετία δούλεψε δηλαδή, και ξέρω πως δυσκολευόταν να βρει λεφτά, να πείσει τους παραγωγούς. Κανείς δε τολμούσε να επενδύσει σε αυτά που έκανε στο μοντάζ και στη φωτογραφία, βάζοντας γνωστούς ηθοποιούς σε κόντρα ρόλους, σε ρόλους περιθωριακών με χιλιάδες προβλήματα.
Αυτό ήταν πολύ ριζικό για μένα. Φίνο βλέπαμε εκείνα τα χρόνια, Καρατζόπουλο, αυτά που ξέρει όλος ο κόσμος. Και το 1988 που είδα τον «Φόβο» πρώτη φορά αναθεώρησα πολλά πράγματα για το ελληνικό σινεμά και συνειδητοποίησα πως έπρεπε να σκάψω πιο βαθιά, να δω ακόμα περισσότερα πράγματα. Ταινίες δηλαδή που δεν γνώριζαν τότε. Βλέπεις μοντάζ που δεν υπήρχε πουθενά στην Ελλάδα τότε, μοντάζ αναχρονικό, που κανείς δεν τολμούσε, πράγματα που έκανε ο Νίκος Νικολαΐδης πολύ αργότερα, στην «Ευρυδίκη» –εμένα σκέψου, ο Νικολαΐδης που ανέφερε τον Μανουσάκη. Το πώς χρησιμοποιούσε τη μουσική επίσης (και ο Τάκης Κανελλόπουλος είχε αυτά τα γνωρίσματα). Για μένα, προφανώς, αυτό το «διαφορετικό» ήταν λες και δεν έπρεπε να έχει συνέχεια. Λες και το σινεμά ήταν απλώς ένα μέσο ψυχαγωγίας και έπρεπε να μείνει μακριά απ’ ό,τι συνέβαινε πίσω από τις πόρτες στην επαρχία. Το σινεμά όμως μπορεί να είναι τα πάντα.
ΜΟΥΣΙΚΗ
Αργύρης Κουνάδης και Πέτρος Περάκης
Είναι δύο οι συνθέτες που κατά την άποψή μου δεν έχουν τοποθετηθεί ή αξιολογηθεί όπως θα δικαιούνταν. Θα αναφερθώ πρώτα στον Αργύρη Κουνάδη, ο οποίος είναι ακριβώς ίδια γενιά με τον Χατζιδάκι. Ηταν μάλιστα πολύ φίλοι. Τελικά έμεινε στη σκιά του. Στην πραγματικότητα είναι αυτοί οι δύο που ανέπτυξαν το νέο μοντέλο ελληνικού τραγουδιού, που βασίστηκε στο καινούργιο αστικό μεταπολεμικό και λιγότερο στο παλαιότερο, όπως εκείνο του Καλομοίρη. Αλλάζει από εκείνη τη στιγμή και μετά τελείως το τοπίο στο ελληνικό τραγούδι –μαζί βεβαίως με τον Θεοδωράκη. Ο Κουνάδης αφού μελοποίησε ποιητές (σ.σ. «Σχέδια για ένα καλοκαίρι» του Γιώργου Σεφέρη, Κωνσταντίνο Καβάφη και Μίλτο Σαχτούρη), αφού έγραψε εξαίρετη μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπερες (σ.σ. «Το λαστιχένιο φέρετρο» σε ποιητικό κείμενο του Βασίλη Ζιώγα) και μουσικές δωματίου, έφυγε για τη Γερμανία. Ισως αυτός ήταν ένας λόγος που έμεινε η δόξα του ονόματός του λίγο πίσω. Ενας ακόμη συνθέτης που ενδεχομένως λίγοι τον γνωρίζουν αλλά είναι πραγματικά σπουδαίος, είναι ο Πέτρος Περάκης. Ο συνθέτης αυτός ζει σε ένα χωριό έξω από τα Χανιά. Κάποια στιγμή έφτασε στα χέρια τα δικά μου αλλά και του Νίκου Κυπουργού μια κασέτα με ένα έργο του και διαπιστώσαμε και οι δύο ότι επρόκειτο για ένα αριστούργημα.
Ενα πρότυπο παιδικών τραγουδιών. Τα περιβόητα “Μελωδόνια”. Βγάλαμε τον δίσκο –στίχους είχε γράψει η Παυλίνα Παμπούδη –από το Τρίτο Πρόγραμμα όπου έπαιζα εγώ πιάνο, ο Σπύρος Σακκάς ερμήνευε και ο Νίκος Κυπουργός έκανε κάποιους ήχους. Είναι πολυγραφότατος αλλά σπάνια παίζεται.
Ο Κώστας Γιαννίδης
Η γενιά των ελαφρών συνθετών του 1950 και του 1960 δεν πήραν την αναγνώριση που τους άξιζε –όσοι δηλαδή ήταν πριν από τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Τώρα, αν πρέπει να σταθούμε σε έναν, θα έλεγα τον Κώστα Γιαννίδη. Ο συνθέτης που έγραψε το “Ξύπνα αγάπη μου” και άλλα σπουδαία τραγούδια, που δεν κατάφεραν να φτάσουν στο ευρύ κοινό, θεωρώ ότι αδικήθηκε χωρίς να εισπράξει ό,τι του αναλογούσε. Θα λέγαμε ότι τόσο ο Γιαννίδης αλλά και άλλοι ομότεχνοί του έπεσαν στη λαίλαπα της ανόδου του έντεχνου και του λαϊκού τραγουδιού. Σε αυτό βεβαίως συνέβαλαν και οι πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν και ζητούσαν από τους δημιουργούς μια άλλη έκφραση.
Ο Κώστας Σκαρβέλης
Ενας συνθέτης και βιρτουόζος της κιθάρας είναι ο Κώστας Σκαρβέλης. Οι συνθέσεις του έχουν πολυπλοκότητα αλλά και προσαρμοστικότητα που δεν τις βρίσκεις εύκολα. Δηλαδή όταν έγραφε έπαιρνε σοβαρά υπόψη του τις δυνατότητες και κυρίως τις ιδιαιτερότητες του ερμηνευτή. Ενα από τα αγαπημένα μου τραγούδια που αναδεικνύουν αυτά τα στοιχεία είναι ο “Μπεκρής”.
Οι Trash και ο Χρύσανθος
Πρέπει να ήμουν 16-17 χρονών, κάπου στη Β’ Λυκείου, όταν έσκασε σαν απαίτηση μέσα μου να ορίζω τι μου αρέσει, όχι τι δεν μου αρέσει. Μάλλον προσπαθούσα να αποδράσω από την εφηβεία. Το ημερολόγιο έγραφε 1978 ή ’79 και ήταν η χρονιά που ένιωσα ότι η πραγματική ζωή είναι σαν μια σειρά από αναπάντεχες συναντήσεις. Διπλό σοκ λοιπόν: ένα βράδυ στην Πλάκα άκουσα τους Trash, ένα γκρουπ που έπαιζε όπως κανένα άλλο τότε. Ηταν το πρώτο «kick» για να κάνω μπάντα. Παίζανε ένα υβρίδιο αμερικανικού πανκ (της κυρίως σκηνής της Νέας Υόρκης) και ragga thing. Από τότε και για έναν χρόνο πήγαινα και τους έβλεπα παντού. Εγώ, ο Δήμος κι ο Γιάννης, οι τρεις κολλητοί. Πρέπει να υπήρχαν κι άλλοι δέκα το πολύ σε κάθε live τους. Θυμάμαι ότι κάνανε και διασκευές σε Velvet Underground και Television. Και ξαφνικά χάθηκαν από παντού. Από ό,τι ξέρω, ο κιθαρίστας τους, ο Γιάννης Μπελτέκας, έκανε ένα δίσκο και μετά τίποτα. Για μένα όμως ήταν το πρώτο πανκ-ροκ γκρουπ στην Ελλάδα, που τότε άκουγε κλασικό ροκ ή αντάρτικα και είχαν έναν ήχο που την ίδια στιγμή ακουγόταν εκτός συνόρων. Παράλληλο σύμπαν: την ίδια εποχή, σε ένα σπίτι, άκουσα μια φωνή που δεν καταλάβαινα αν ήταν άντρας ή γυναίκα, άνθρωπος ή gargoyle, μάγμα μετάλλων ή πουλί. Ηταν ο Χρύσανθος, ένας πόντιος τραγουδιστής, και ο δίσκος οι «Δροσουλίτες» του Χριστόδουλου Χάλαρη. Κόλλησα, ήταν σαν ενόραση. Εφαγα σκάλωμα να βρω τι άλλο έκανε. Εντόπισα κάποιες ηχογραφήσεις του και ύστερα από χρόνια τον έχασα. Πιθανόν να τραβιόταν σε τίποτα ποντιακά πανηγύρια, μπορεί και να τα παράτησε. Η χρονιά εκείνη ήταν για μένα καθοριστική στο να συνειδητοποιήσω από τη μια ότι η μουσική που γουστάρω είναι κάπου κρυμμένη και από την άλλη τη χαρά τού να σου αποκαλύπτεται μαζί με τη μουσική ένας άλλος, διαφορετικός κόσμος. Ενας έφηβος έχει την ανάγκη να αναδιατάξει τον κόσμο και τον κόσμο του. Η μουσική με βοήθησε να βρω τον τρόπο.
Ο Γιάννης Σπανός
Ισως με το όνομα που θα πω κάποιοι θα παραξενευτούν, αλλά εγώ πιστεύω ότι από τους συνθέτες που δεν εισέπραξαν τη δόξα που τους έπρεπε είναι ο Γιάννης Σπανός. Μπορεί να συγκαταλέγεται στους σπουδαίους, στους κορυφαίους, αλλά για μένα είναι ο κορυφαίος όλων. Μια ματιά στην εργογραφία του φτάνει για να γίνει αντιληπτό αυτό: από το “Σ’ έστησαν σε μια γωνιά” μέχρι το “Αν μ αγαπάς”, “Ανθρωποι μονάχοι” και τόσα άλλα αριστουργήματα ξεδιπλώνουν την τεχνική του και τη μουσική του ευελιξία.
Ο Νίκος Σκαλκώτας
Modrec και My Wet Calvin
Οταν πρόκειται για την ελληνική, αγγλόφωνη δισκογραφία, οι όροι «υποτιμημένο» ή «υπερτιμημένο» είναι λίγο αδόκιμοι. Δεν υπάρχει τόσο μεγάλο εύρος μεταξύ ενός υποτιμημένου και ενός υπερτιμημένου δίσκου, όπως συμβαίνει π.χ. σε Αμερική και Βρετανία. Δεν θα πουλήσει ποτέ ένας δίσκος πενήντα, εκατό, διακόσιες χιλιάδες κομμάτια. Ούτε ξαφνικά μια μπάντα από το πουθενά θα γεμίσει στάδια ή θα βγάλει εκατομμύρια. Ακόμα κι όσες κατάφεραν να κάνουν μεγάλη καριέρα, τόσο από το ελληνόφωνο όσο και το αγγλόφωνο ροκ, είναι μετρημένες στα δάχτυλα και δεν ξέρω καν, ειδικά από το δεύτερο, πόσοι μουσικοί κατάφεραν να ζήσουν από αυτό. Νομίζω ότι υπάρχουν απλώς περιπτώσεις συγκροτημάτων που ήταν όντως εξαιρετικά, αλλά δεν έτυχαν της προσοχής που έπρεπε. Μια τέτοια είναι οι Modrec, μια ελληνική αγγλόφωνη μπάντα των mid 00s, η οποία κυκλοφόρησε δύο εξαιρετικά άλμπουμ: το «Art Naive» και το «Mascaraddiction». Πολύ δουλεμένοι δίσκοι, με φοβερές μελωδίες και συνθέσεις και άρτιους μουσικούς, που ο καθένας τους είχε και πολύ καλή μετέπειτα πορεία –από τον Δημήτρη Αρώνη (ως Moa Bones) και τον Σεραφείμ Γιαννακόπουλο, τον ντράμερ των Planet of Zeus, μέχρι τον Λάμπη Κουντουρογιάννη και τον Γιώργο Βουλδή. Είχα πάθει σοκ με τους δίσκους τους, ειδικά με τον πρώτο. Θεωρώ ότι, αν το είχαν κυνηγήσει, θα μπορούσαν να πετύχουν και έξω. Ηταν ένα εγχείρημα εξωπραγματικά καλό σε δυνατότητες. Πατούσαν στους At the Drive In και σε παρόμοιες μουσικές, με hardcore ή πανκ καταβολές, αλλά το μπολιάζανε με Beatles και με φοβερές μελωδίες. Αλλο παράδειγμα είναι οι My Wet Calvin, ένα ντουέτο που είχε κάνει πολύ όμορφα EP, μέχρι που κατέληξαν στον δίσκο «All Great Events» του 2010, ο οποίος συγκέντρωνε το προηγούμενο υλικό τους. Ηταν ένα artistic σχήμα. Κάθε δουλειά ήταν χειροποίητη, με ιδιαίτερο artwork και συσκευασία, φτιαγμένα από τους ίδιους. Το κάθε live τους ήταν θεματικό, μια ολόκληρη υπερπαραγωγή, με τα κοστούμια να επιλέγονται ανάλογα με το ύφος κάθε venue. Δεν έκανα απλώς άλλο ένα live σε κάποια σκηνή της πόλης. Υπήρχε πάντα ένα concept, σαν μια ολοκληρωμένη παράσταση, παρά σαν μια απλή συναυλία μιας ροκ μπάντας. Ηταν σαν ένα statement.
Αρχιτεκτονική
Οι Νίκος Κακούρης, Περικλής Γεωργακόπουλος, Γιώργος Διαμαντόπουλος, Μαργαρίτης Αποστολίδης
Πολλές διαφορές χωρίζουν τον αρχιτέκτονα από τον ζωγράφο. Το έργο του αρχιτέκτονα δεν έχει κύριο στόχο να εκφράσει προσωπικές ανησυχίες και δεν προορίζεται να εκτεθεί για λίγο χρόνο σε μια αίθουσα πριν καταλήξει σε μια συλλογή. Η αρχιτεκτονική ανατίθεται από έναν εργοδότη για να στεγάσει λειτουργίες με ορισμένο προϋπολογισμό και κρίνεται για τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίθηκε στον σκοπό του.
Κρίνεται βέβαια και από αρχιτέκτονες για την επιτήδεια λύση και τα εκφραστικά μέσα, αλλά δεν οφείλει να είναι αντικείμενο έκθεσης και προβολής. Υπάρχει στην πόλη και εκτιμάται ανάλογα αλλά σιωπηλά από το κοινωνικό σύνολο. Πολλοί αρχιτέκτονες ζήσανε στην «ανωνυμία» αυτή και μπορεί να θεωρούνται «υποτιμημένοι» γιατί δεν γνώρισαν τη φήμη εξίσου καλών συναδέλφων τους.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι συνθήκες μείωσαν τη σημασία αρχιτεκτόνων με εξαίρετο έργο που δεν «ονομάζει» πια σχεδόν κανείς. Σε αυτούς περιλαμβάνω παλιούς μοντέρνους για τους οποίους γνωρίζουμε ελάχιστα, όπως ο Νίκος Κακούρης και ο Περικλής Γεωργακόπουλος, ή άλλους που το όνομά τους έσβησε για πολιτικούς λόγους, όπως ο Γιώργος Διαμαντόπουλος.
Και πιο κοντά στις μέρες μας, ο Μαργαρίτης Αποστολίδης, συμφοιτητής και ισότιμος συνεργάτης του Τάκη Ζενέτου σε όλα τα μεγάλα έργα που σχεδίασαν και υπέγραψαν στο κοινό γραφείο που άνοιξαν όταν γυρίσανε από τις σπουδές στο Παρίσι.
Η Ιωάννα Μπενεχούτσου
Ο Κλέων Κραντονέλλης
Η 3η Σεπτεμβρίου ουδέποτε υπήρξε ένας δημοφιλής δρόμος της Αθήνας. Σίγουρα δεν αποτελεί τμήμα τουριστικών διαδρομών, αλλά ούτε και μέρος της νέας Αθήνας του AirBnB. Στο ύψος του Οικονομικού Πανεπιστημίου, βρίσκεται ένα από τα πιο ιδιαίτερα έργα της μοντέρνας ελληνικής αρχιτεκτονικής: το κτίριο κατανομής φορτίου της ΔΕΗ σχεδιασμένο από τον Κλέωνα Κραντονέλλη (1912-1978). Τα αδρά υλικά, το γυμνό σκυρόδεμα και μέταλλο και η περίτεχνη διαμόρφωση της γωνίας του οικοπέδου συνθέτουν ένα αινιγματικό κτίριο – μηχανή, που δημιουργεί στιγμιαία ένταση στο άχαρο αστικό τοπίο δίχως να αποκαλύπτει πολλά για το εσωτερικό του. Ο Κραντονέλλης υπήρξε πρωτοπόρος. Μεταξύ άλλων σχεδίασε έναν από τους πρώτους πειραματικούς οικισμούς, αλλά και το πρώτο πρότυπο ξενοδοχείο στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι ο ίδιος απέφυγε την προβολή αλλά και τη διατύπωση θεωρητικού λόγου τού στέρησε μια θέση δίπλα στους μεγάλους δημιουργούς της δεκαετίας του ’60. Ο ίδιος είχε προτείνει στη στενή απόληξη του κτιρίου της ΔΕΗ την τοποθέτηση ενός φωτοκινητικού γλυπτού του Ζογγολόπουλου που θα αντανακλούσε τεχνητό φως στη γύρω περιοχή. Μια ευφάνταστη ιδέα που δυστυχώς ποτέ δεν υλοποιήθηκε.