Η χειροποίητη ζωή κουβαλάει, διεκπεραιώνει τη μηχανοκίνητη ζωή. 1952, ο Γ. Μωραΐτης, φωτογράφος του Πόρου, οκτώ χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τρία χρόνια μετά τη λήξη του Εμφύλιου, έβγαλε αυτή τη φωτογραφία. Μου την έδωσε ο γιος του ο Κώστας που διατηρεί το φωτογραφείο και συνεχίζει… Τον γνωρίζω από τη Σχολή Καλών Τεχνών. Στο ουζερί του Ζαμπετάκη που είναι στον Γαλατά, στην απέναντι του Πόρου ακτή της Πελοποννήσου, υπάρχει πανό με φωτογραφίες θαμώνων. Εχει και με μένα που ποζάρω κρατώντας είκοσι ευρώ (λεφτά υπάρχουν). Ρώτησα και έμαθα για τον Κώστα τον βαρκάρη και τον Αντώνη Ζαμπετάκη που ποζάρουν σε μια φωτογραφία, ο ένας τους μάλιστα γελάει.
Διαβάστε Επίσης
Πατέντα στον Πόρο
Σε πόσο βάθος μπορεί να φτάσει η εικαστική ματιά το αποδεικνύει το κείμενο του εξαίρετου ζωγράφου Κώστα Παπανικολάου. Οχι μόνο σε βάθος ψυχής και αισθημάτων αλλά και σε βάθος χρόνου, αν και πολλοί θεωρούν την ψυχή, τα αισθήματα και τον χρόνο το ίδιο ακριβώς πράγμα. Δεν είναι κάτι μικρό, να μιλάς για έναν αυτοσχέδιο τρόπο μεταφοράς ενός αυτοκινήτου στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 και αυθόρμητα το μυαλό σου να πηγαίνει σε όλες τις ευρεσιτεχνίες που διευκόλυναν και έκαναν υποφερτή τη ζωή δημιουργώντας ταυτόχρονα έναν ανεπανάληπτο μύθο.
Τώρα οι δύο κωπηλάτες στη φωτογραφία είναι ο Παρδάλης κι ο Λαγός –φοράνε μπλούζες χοντρές, επομένως δεν είναι καλοκαίρι -, το αυτοκίνητο που κουβαλάνε μου είπαν πως είναι μάρκας Citroën. Ο οδηγός στο τιμόνι λεγόταν Παπούλιας, ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και είχε συνεργείο στον Γαλατά. Η αυτοσχέδια πλωτή κωπήλατη γέφυρα αναχωρούσε από τον Πόρο όταν είχε νοτιά, γιατί τότε ανέβαινε η θάλασσα. Το μπάρκο γινόταν από την πλατεία, εκεί ακριβώς που είναι το άγαλμα του Κορυζή, του πρωθυπουργού που αυτοκτόνησε όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα.
Γράφω γι’ αυτή τη φωτογραφία γιατί μου έκανε εντύπωση η πατέντα, δηλαδή δύο καδρόνια κι από πάνω τους δύο μαδέρια, η ευρηματικότητα της παραγγελίας ώστε η απόσταση ανάμεσά τους να ταιριάζει ακριβώς στις ρόδες του αμαξιού. Νόμιζα ότι ήταν η παραξενιά ενός νεαρού που ήθελε να κάνει το «κομμάτι» του στην κοινωνία της εποχής τους. Από ό,τι έμαθα, όμως, ο άνθρωπος του αυτοκινήτου πήγαινε από το συνεργείο στο εξοχικό του σπίτι που ήταν στο Ασκέλι.
Παρ’ όλα αυτά το σουρεαλιστικό της εικόνας παραμένει ο κύριος λόγος –αυτή τουλάχιστον την εντύπωση έχω –για την επιλογή της φωτογραφίας. Μετρονόμος της ζωής μας επομένως, ανάμεσα σε άλλα, και η φωτογραφία, αν και καταγράφει μια στιγμή μόνο κι ένα μικρό εμβαδόν της τοιχογραφίας που είναι η ζωή του καθενός, μια τοιχογραφία χωρίς φανερά όρια. Τελικά, όσο ευτελής κι αν είναι ως υλικό η φωτογραφία, από τη στιγμή που «γεννιέται» μεταβάλλεται σ’ ένα σημαντικό πεδίο συνειρμών, πράγμα που την καθιστά πολύτιμη ακόμη και ως υλικό αντικείμενο, χώρια από την αξία που της δίνει το πέρασμα του χρόνου. Είναι παιδί και αυτή του «ζωντανού» παρόντος, όπως ακριβώς είναι και οι αναμνήσεις, το παρελθόν δηλαδή, όπως ακριβώς είναι τα σχέδια για το μέλλον.
Ολα αυτά συμβαίνουν, ζουν, υπάρχουν πάντα στον παρόντα, τον «ζωντανό» χρόνο, τα πάντα είναι παρόν. Στο παρόν συμβαίνουν τα πάντα. Οταν θυμόμαστε είναι τώρα. Οταν ονειρευόμαστε το μέλλον είναι τώρα. Συχνά οι αναμνήσεις και οι προβολές του μυαλού μας στο μέλλον εξουδετερώνουν, σκοτώνουν τον «ζωντανό» παρόντα χρόνο, τον καθιστούν αδρανή, φαινομενικά άγονο.
Το ευτελές, το ασήμαντο, το εφήμερο, γονιμοποιείται από τον «χρόνο», μεταμορφώνεται σε ενδιαφέρον, σε στολίδι της ζωής, σε απαραίτητο και, εντέλει, ίσως στο πιο πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο της ψυχής μας και της ιστορίας μας. Της ιστορίας του καθενός και όλων μας. Πόση παρηγοριά αισθανόμαστε όταν θυμόμαστε κουβέντες ανθρώπων που έχουν ξεχαστεί, «ασήμαντες», που δεν άλλαξαν σε τίποτε φαινομενικά τον ρου της ιστορίας και πόση ταυτόχρονα πλήξη μάς γεμίζει η μνεία κοσμοϊστορικών δήθεν περιστατικών που έχουν πάψει να υπάρχουν για τη συνείδησή μας.
Οι εικόνες λοιπόν.
Πάντα οι εικόνες από την αρχή του κόσμου. Υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι το απόλυτο αντικείμενο λατρείας, άλλοτε ελευθέρα τη βουλήσει, άλλοτε δι’ εξαναγκασμού. Θησαυροφυλάκια των εικόνων υπήρξαν κατ’ αρχάς οι ναοί, τα μοναστήρια, τα παλάτια και τελευταία τα μουσεία μοντέρνας τέχνης. Ο κινηματογράφος, πόσω μάλλον η τηλεόραση, εικόνες κινούμενες και ομιλούσες, το Διαδίκτυο που έχει κάνει το «ζωντανό» να τρέχει πανικόβλητο.
Οι εικόνες είναι το δίχτυ, το πλαίσιο, που φέρνουν εμάς και τον «χρόνο» σε λογαριασμό. Οι εικόνες είναι φύλακες της μνήμης μας, ενώ ταξιδεύουμε ήδη στο μέλλον μας.
Και μια φωτογραφία όπως αυτή του Πόρου, με την αυτοσχέδια κωπήλατη πλωτή γέφυρα που τραβήχτηκε πριν από εξήντα πέντε χρόνια, μπορεί να έχει μια θέση στο μέλλον πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν ως ο μάρτυρας ενός ζωντανού παρόντος.