Στην υπόθεση Λεμπιδάκη εντύπωση έκανε το γεγονός πως ένα ανήλικο κορίτσι συμμετείχε στην απαγωγή του εφοπλιστή. Η 17χρονη μαθήτρια που εκτέλεσε κατά γράμμα τις οδηγίες του πατέρα της, κατηγορείται τώρα για συνέργεια στην εγκληματική πράξη.
Τον περασμένο Αύγουστο η μικρή πήγε στο ταχυδρομείο κι απέστειλε το τελευταίο δέμα της συμμορίας προς την οικογένεια Λεμπιδάκη. Η ίδια αγόρασε από το χωριό Σπήλι το καρτοκινητό που χρησιμοποίησαν οι απαγωγείς για να επικοινωνήσουν με τους συγγενείς του θύματος.
Κι επειδή ένας γονιός οφείλει να κατευθύνει το παιδί, ο συγκεκριμένος της έδωσε τις έξης πολύτιμες συμβουλές: Να μην ακουμπήσει τίποτα για να μην «αποτυπωθεί» το DNA της σε φακέλους ή άλλα αντικείμενα. Να μην απαντήσει σε ερωτήσεις. Αν δει κάμερες, να φύγει χωρίς να αγοράσει το καρτοκινητό –κάτι που συνέβη στο πρώτο μαγαζί που μπήκε.
Στην απολογία της η μικρή είπε πως όντως όλα αυτά της φάνηκαν περίεργα, αλλά δεν θεώρησε σκόπιμο να ζητήσει εξηγήσεις από τον πατέρα της. Κι ούτε τα εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα της. Απλώς εκτέλεσε τις εντολές ως πειθήνιο όργανο. Ή ως τρομοκρατημένο.
Ολοι λίγο πολύ τις ίδιες απορίες έχουμε εδώ. Ηξερε ή δεν ήξερε; Η δήλωσή της «δεν είχαμε λεφτά, ζούσαμε με 1.500 το μήνα», μοιάζει σαν προσπάθεια να δικαιολογήσει πράξεις που γνωρίζει πως είναι παράνομες.
Αλλωστε ανήλικο ένα 5χρονο, ανήλικο κι ένα 17χρονο. Στα 17 όμως- έναν χρόνο πριν ενηλικιωθεί –ένα παιδί ξέρει πέντε πράγματα, έχει δει πέντε ταινίες, έχει ακούσει πέντε ειδήσεις. Οταν λοιπόν της λέει ο πατέρας «πρόσεχε μην αφήσεις DNΑ, κοίτα μη σε καταγράψει η κάμερα», ε όσο να πεις κάτι ψιλοκαταλαβαίνει από το CSI της υπόθεσης.
Εκτός αν φοβάται να ρωτήσει, γιατί είναι κι αυτό θύμα. Θύμα λεκτικής, σωματικής, ψυχικής, θύμα συναισθηματικής βίας –ψάχνε γύρευε πόσα ουρλιαχτά πνίγουν οι κλειστές πόρτες. Οι πόρτες που κλειδώνουν μέσα τους τα μυστικά μιας δυσλειτουργικής οικογένειας.
Ηξερε δεν ήξερε η μικρή, δεν έχει σημασία: και στις δυο περιπτώσεις φταίχτης είναι ο πατέρας. Την απειλεί; Τη διατάζει; Της «εξηγεί» τα ανεξήγητα, την κάνει συνένοχο; Κανείς δεν γνωρίζει πώς εκπόρνευσε ηθικά το παιδί του, πώς το έσυρε βίαια στην παρανομία και στο έγκλημα.
Μια 17χρονη είναι στον κόσμο για να αγαπάει. Να ερωτεύεται και να ονειρεύεται. Να κάνει σχέδια και να τα χαλάει, λάθη και να τα γουστάρει. Να σπουδάζει, να μαθαίνει, να τα παρατάει, να ξαναγυρνάει. Να θυμώνει χωρίς λόγο, να κλαίει για ένα τίποτα, να χαζεύει ασημένια πέδιλα κι ασημένια σμαρτφόουν κι αγόρια λουσμένα την πανσέληνο.
Μια 17χρονη κάνει ντακ φέις στη σέλφι της ζωής της, όχι θελήματα σε μια συμμορία εγκληματιών. Με γονείς – νταβατζήδες γιατί, ναι ρε παιδί μου, αυτό είναι. Αυτό ακριβώς κι ας μην εμπορεύονται το σώμα του παιδιού τους.
Εδώ έχουμε έναν πατέρα που συνειδητά μυεί την κόρη του στο έγκλημα. Συνειδητά κάνει ό,τι μπορεί για να της καταστρέψει τη ζωή. Κι ειλικρινά αναρωτιέται κανείς ποιο το μεγαλύτερό του κρίμα: η απαγωγή ή η συνειδητή εξαχρείωση του παιδιού του.
Δεν φταίει το κορίτσι, έτσι μεγάλωσε, έτσι «γαλουχήθηκε», άλλοι της χάραξαν και της παραχάραξαν τα πρώτα βήματα της νιότης της. Η θέση της δεν είναι στη φυλακή, η θέση της είναι σε μια κοινωνία με δομές επανένταξης. Ενα σύστημα που θα δώσει σε αυτό το παιδί τα εργαλεία για να δει μπροστά του και να μη βουλιάξει στο «πίσω» του.
Γιατί μια 17χρονη είναι στον κόσμο για να αγαπάει, να αγαπιέται και να ονειρεύεται. Και γι’ αυτό της αξίζει η δεύτερη ευκαιρία. Η ευκαιρία για μια καινούργια ζωή που θα τη διασχίσει με τα ασημένια πέδιλα της εφηβείας της.