«Στους ελαιώνες και στα νυχτέρια του χωριού». Ηταν κείμενο φθινοπώρου στο Αναγνωστικό της Δ’ Δημοτικού. Μεταπολεμική συγγραφή με εικονογράφηση του Τάσου Αλεβίζου (του γνωστού χαράκτη Τάσου). Γεφύρωνε τη λήξη του τρύγου με τις φθινοπωρινές και χειμερινές γεωργικές εργασίες, το μάζεμα της ελιάς. Η ίδια η διάρθρωση του Αναγνωστικού περιέγραφε ένα πλήρες παραγωγικό σύστημα. Κυρίως αγροτικές εργασίες, σε συνάρτηση με την κατοίκηση, την οικογενειακή διάρθρωση, το εθιμικό και πολιτισμικό υπόστρωμα. Οι αγροτικές εργασίες έχουν μια αυστηρή αλληλουχία. Τουλάχιστον τα χρόνια πριν από τα θερμοκήπια σχετίζονταν αυστηρά με τις εποχές, με τις κλιματικές συνθήκες κ.λπ. Στις περιόδους δε της συγκομιδής, επιστρατευόταν όλη η οικογένεια σε μια σκληρή εργασιακή πειθαρχία με μεγάλη χρονική πίεση. Αυτό το σύστημα μικρής παραγωγικής δράσης σε οικογενειακή μικροκλίμακα μεταμορφώθηκε όταν η Ελλάδα αστικοποιήθηκε. Πάλι μικρομεσαία επιχειρηματική κλίμακα, αλλά σε άλλες κατευθύνσεις, μια πρωτόλεια βιοτεχνική παραγωγή κ.λπ. Λίγες παραγωγικές απόπειρες ξέφυγαν και αναπτύχθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα. Θυμάμαι έναν γνωστό ιδιοκτήτη αλυσίδας σουπερμάρκετ όταν άλλαζε τη μετοχική σύνθεση και τον ρώτησαν «γιατί πουλάς σε “ξένους” μια τόσο προσωπική και εύρωστη επιχείρηση;», απάντησε ότι ουσιαστικά έχει την τεχνογνωσία «μπακάλη» και από ένα σημείο και μετά δεν μπορεί να ελέγξει το μέγεθος και τον περίπλοκο χαρακτήρα της επιχείρησής του.
Μία ή δύο γενιές και οι ελληνικές επιχειρήσεις άλλαζαν χέρια ή κατέρρεαν (όπως πολλές εξαιρετικές ελληνικές βιομηχανίες της δεκαετίας του ’60).
Αυτό το έλλειμμα συνέχειας, η τομή που σε κάποια στιγμή διακόπτει την επιχειρηματική ανάπτυξη, φαίνεται ότι αποκαλύπτει το έλλειμμα μιας θεμελιώδους αρχής της επιχειρηματικότητας: της όσφρησης, της εξελικτικής κουλτούρας. Ή ίσως ακριβώς αυτή η διαίσθηση περισσεύει και οδηγεί τους επιχειρηματίες στο να πουλήσουν έγκαιρα διακόπτοντας. Νιώθουν αδύναμοι να παρακολουθήσουν τον ανταγωνισμό. Τα χρηματοπιστωτικά είναι πιο εύκολα. Μπαίνει κάποιος και ακαριαία μπορεί να βγει. Δεν χρειάζονται γραφειοκρατία, εργασιακά δικαιώματα, κτιριακές υποδομές. Κατά κάποιον τρόπο η χρηματιστηριοποιημένη οικονομία έχει κάτι το πειρατικό, το ιπτάμενο. Εντούτοις, είτε έτσι είτε αλλιώς, χρειάζεται στρατηγική ανάλυση, πρόβλεψη και διαβάθμιση κινδύνων, καλή σχέση με το πολιτικό και διοικητικό σύστημα για σίγουρες πληροφορίες κ.λπ. Η ελληνική οικονομία ακριβώς εξαιτίας αυτών των κινδύνων, των τεχνικών και αναλυτικών ελλειμμάτων, «διεθνοποιήθηκε» έξυπνα. Την κοπάνησε στο εξωτερικό. «Πάρε τα λεφτά και τρέχα» κατά Γούντι Αλεν.
Ισως λοιπόν πρέπει να ξαναδούμε το (σπάνιο) επιχειρηματικό πείσμα, όχι μόνο με τους όρους μιας ηθικοπλαστικής ερμηνείας (ο καπιταλιστής κοιτάζει το κέρδος του), αλλά με τους σύνθετους όρους ψυχοδιαγνωστικής. Αλλιώς πώς εξηγείται επιχειρηματίες να στραγγίζουν προσπαθώντας να στηρίξουν αυτό που κληρονόμησαν απ’ τον πατέρα τους, να καταστρέφονται, να φθείρεται η εικόνα τους. Και ακριβώς στην αντιδιαστολή με τους πειρατικής κουλτούρας, ίσως θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά ερμηνευτικά εργαλεία στην οικονομική κριτική. Μικρό, σύντομο και ευλύγιστο. Αυτό πιθανόν να είναι το ανθεκτικότερο παραγωγικό χαρακτηριστικό.
Εργο ή όλβος; Μοιάζει με παραδοξολόγημα, αλλά στον τόπο μας δεν είναι.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων