Στις 8 Ιανουαρίου 2017 είχα γράψει ένα σύντομο άρθρο που είχε τίτλο «Το αφήγημα». Με είχαν κινητοποιήσει η χρήση και η κατάχρηση αυτής της σπάνιας λέξης από την πλευρά της κυβέρνησης και των φερεφώνων της. Οπως το περίμενα, σήμερα, μερικούς μήνες αργότερα, όλοι οι πίθηκοι του δημόσιου λόγου έχουν υιοθετήσει το «αφήγημα». Το χρησιμοποιούν δε κατά τυχαίο και ευκαιριακό τρόπο, μέσα στο πλαίσιο της NovSpeak, που έχει καθιερωθεί από τον Big Brother, που κυβερνά σήμερα τη χώρα.
Τι είχε γίνει ανάμεσα στο αισιόδοξο αυτό «λεφτά υπάρχουν» του 2009 και το Καστελλόριζο του 2011; «Εγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος» που λέει κι ο Σαββόπουλος; Απλά είχαμε αντιληφθεί σε αυτήν την ευτυχισμένη και ανέμελη χώρα ότι το χρήμα και ο χρόνος έχουν μια στενή και λειτουργική σχέση. Ο Γιωργάκης Παπανδρέου δεν εννοούσε ποτέ ότι τα κεφάλαια είναι είδος σε υπερεπάρκεια. Εννοούσε ότι αυτό που γινόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή θα μπορούσε να συνεχίσει να γίνεται. Δηλαδή ότι το κράτος, ο δημόσιος τομέας γενικότερα, θα μπορούσε να ξοδεύει περισσότερα από όσα εισέπραττε και στον ενδιάμεσο χρόνο να δανείζεται από ιδιώτες, ξένους κρατικούς οργανισμούς και τράπεζες πάσης φύσεως. Ετσι γίναμε ανεξάρτητοι το 1823, έτσι συνεχίσαμε να ζούμε, πτωχεύοντας κάθε τόσο και οδηγώντας την οικονομία μας στην εξαθλίωση και το νόμισμά μας στην υποτίμηση, έτσι προδιαγραφόταν και το μέλλον μας. Δεν είχαμε αντιληφθεί ότι το νόμισμά μας δεν λεγόταν πια δραχμή αλλά ευρώ. Το ευρώ δεν μπορούσε να υποτιμηθεί ή να δεχθεί την αμφισβήτηση από την κακή συμπεριφορά ενός κράτους – μέλους, όταν μάλιστα αυτό το κράτος ήταν ασήμαντο από οικονομική άποψη. Ενώ η παγκόσμια αγορά μάς εξασφάλιζε ρευστότητα με πολύ υψηλό κόστος (επιτόκιο 7-8%), η Ευρώπη μάς δάνεισε στα ανώτατα όρια του ανεκτού (επιτόκιο 3,5%), αλλά βεβαίως μόνο αν δεχόμασταν να διασφαλίσουμε την εντός των κανόνων, που είχαμε αποδεχθεί, συμπεριφορά της οικονομίας και αυτό σήμαινε δύο πράγματα: πλεόνασμα αντί ελλείμματος στην ετήσια πρόβλεψη για τη συμπεριφορά του δημόσιου τομέα και ως εκ τούτου πτωτική τάση του ποσοστού του δημόσιου χρέους επί του συνολικού ΑΕΠ.
Ο Τσίπρας είχε μια μεγαλοφυή σύλληψη: αντέστρεψε απλώς τη σχέση αιτίου και αιτιατού. «Μανιπουλάροντας», όπως στα αμφιθέατρα, την πραγματικότητα έκανε πιστευτό ότι το Μνημόνιο δημιούργησε την κρίση και όχι ότι η κρίση έκανε αναγκαίο το Μνημόνιο. Από εκεί και πέρα, δυο άλλες κολοσσιαίες παραποιήσεις της πραγματικότητας ήταν εφικτές. Ο λαός υποτίθεται ότι δεν είχε καταλάβει πόσο εσπευσμένα ερχόταν η κρίση, γιατί είχε υποστεί πλύση εγκεφάλου από την πολιτική ηγεσία των μεγάλων κομμάτων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και τα εκδοτικά συμφέροντα. Οι ξένοι που μας βοηθούσαν χρηματοδοτώντας τις άμεσες ανάγκες μας με ζημιά έναντι της ελεύθερης διάθεσης των αποταμιεύσεών τους στην αγορά ήταν τοκογλύφοι. Η παγίδα έκλεινε με την αισχρή επίθεση εναντίον όσων μας βοηθούσαν, την κατασυκοφάντησή τους, την ανάπτυξη ύστερα από χρόνια κινήματος αντιευρωπαϊσμού και τέλος την κατατρομοκράτηση και τη χυδαία απόπειρα εξοβελισμού όλων όσοι τολμούσαν να διαφωνήσουν στη χώρα.
Εχω απευθύνει στον Τσίπρα ένα ερώτημα. Μονάχα ένα. Δεν είμαι ασφαλώς ο μόνος. Η αντιπολίτευση έχει ή δεν έχει ευθύνες για την εξέλιξη της χώρας; Αν δεν έχει, τότε γιατί υπάρχει; Αν έχει, μπορεί ο Τσίπρας να μας δώσει ένα παράδειγμα, ένα μόνο, όπου η αντιπολίτευση στην οποία μετείχε, η αριστερή αντιπολίτευση δηλαδή, να έχει ασκήσει κριτική και να έχει προσπαθήσει να περιορίσει τις ζημιές; Υπήρξε έστω μία φορά που μπροστά στις ανεύθυνες παροχές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ η αριστερή αντιπολίτευση υπεύθυνα να μην υπερθεματίσει; Ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχει ούτε μία.
Τα σημερινά καθάρματα δεν έχουν καμία βέβαια σχέση με την κοινωνία, εκτός αν θεωρήσουμε κοινωνία το αμφιθέατρο και τα πολιτικά γραφεία. Δεν έγιναν, βέβαια, εν μία νυκτί και μόνοι τόσο εγκληματικά ανεύθυνοι. Τώρα που έχουν αρχίσει να κλαψουρίζουν σε διάφορες γωνιές της πόλης και της Βουλής, τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, χρειάζεται η αποκάλυψή τους.