Η συγκυρία έπαιξε σαφώς αποφασιστικό ρόλο: το Νομπέλ Ειρήνης απονεμήθηκε στη Διεθνή Εκστρατεία για την Κατάργηση των Πυρηνικών Οπλων (ICAN) κι ενώ το φάντασμα του πυρηνικού εφιάλτη πλανάται ξανά πάνω από τον κόσμο λόγω Κιμ Γιονγκ Ουν και Ντόναλντ Τραμπ. «Ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι ήταν για πολύ καιρό» δήλωσε η Μπέριτ Ράις-Αντερσεν, η επικεφαλής της Νορβηγικής Επιτροπής του Νομπέλ. «Ορισμένες χώρες εκσυγχρονίζουν τα πυρηνικά οπλοστάσιά τους και ο κίνδυνος να προμηθευθούν περισσότερες χώρες πυρηνικά όπλα είναι πραγματικός, όπως δείχνει η Βόρεια Κορέα» πρόσθεσε και κάλεσε τις πυρηνικές δυνάμεις να αρχίσουν «σοβαρές διαπραγματεύσεις» για να εξαλείψουν τα οπλοστάσιά τους.
Η ICAN, μη κερδοσκοπική οργάνωση που ιδρύθηκε το 2007 στη Βιέννη και συνασπίζει 468 οργανώσεις από 101 χώρες, πρωταγωνίστησε τον περασμένο Ιούλιο στην υιοθέτηση από τα Ηνωμένα Εθνη της νέας συνθήκης για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων. Η συνθήκη υπεγράφη από 122 κράτη. Πυρηνικές δυνάμεις, ωστόσο, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, η Βρετανία και η Γαλλία, έμειναν εκτός των συνομιλιών. Κι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τον οποίο στον πλανήτη παραμένουν εν υπνώσει 15.000 πυρηνικά όπλα, μολονότι το Νομπέλ Ειρήνης δόθηκε για 19η φορά σε πρόσωπο ή οργάνωση που μάχεται για τον πυρηνικό αφοπλισμό.
Η 19η αυτή βράβευση δεν έρχεται μόνο σε μια στιγμή όπου ο πυρηνικός εφιάλτης ξυπνά από τη Βόρεια Κορέα. Αλλά και σε μια στιγμή όπου θεωρείται αβέβαιη η αντοχή της συμφωνίας του 2015 ανάμεσα σε Ιράν και μεγάλες δυνάμεις για τον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει χαρακτηρίσει τη συμφωνία με το Ιράν «τη χειρότερη που έχουμε διαπραγματευθεί ποτέ», ενώ ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος δήλωσε πως ο αμερικανός πρόεδρος πρόκειται να ανακοινώσει σύντομα πως δεν θα αποσύρει την υπογραφή της Ουάσιγκτον από αυτή τη συμφωνία που θεωρήθηκε ορόσημο για την αποτροπή ενός ακόμη πυρηνικού κινδύνου.
Το πρόσωπο της οργάνωσης είναι η εκτελεστική της διευθύντρια Μπέατρις Φιν, η οποία –σύμφωνα με τη νορβηγική επιτροπή –δήλωσε ενθουσιασμένη με τη βράβευση. Μιλώντας στα διεθνή πρακτορεία, η Φιν ανέφερε ότι η ICAN θα χρησιμοποιήσει την επιτυχία του Νομπέλ για να ασκήσει πίεση σε όσες περισσότερες χώρες μπορεί, ώστε να υπογράψουν και να επικυρώσουν τη συμφωνία απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων. Και ασφαλώς δεν παρέλειψε να κάνει αναφορά και στη συγκυρία απευθυνόμενη προσωπικά στους Ντόναλντ Τραμπ και Κιμ Γιονγκ Ουν: «Τα πυρηνικά όπλα είναι παράνομα. Η απειλή να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα είναι παράνομη και πρέπει να σταματήσει».
Ανάμεσα στους υποστηρικτές της ΙCAN είναι ο επίσης βραβευμένος με Νομπέλ Ειρήνης Ντέσμον Τούτου και ο Δαλάι Λάμα. Ο πρώτος άθλος της οργάνωσης ήταν ότι κατάφερε να ενώσει το κατακερματισμένο αντιπυρηνικό κίνημα. Ο δεύτερος, η συνθήκη του περασμένου Ιουλίου. Για τη Φιν, αυτό το «σημείο εκκίνησης» είναι μια «αληθινή ιστορική επιτυχία» όπως λέει. «Οσο περισσότερο καταφέρνουμε να ενώσουμε τις χώρες τόσο περισσότερο η κοινή γνώμη θα αλλάζει και θα πιστεύει πως αυτό είναι απαράδεκτο και θα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο για τα κράτη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα να υποστηρίζουν τη θέση τους».

318 ήταν φέτοςοι υποψήφιοιγια το Νομπέλ Ειρήνης. Ανάμεσα στα φαβορί φιγουράριζανο Πάπας Φραγκίσκος, η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, η εθελοντική ομάδα Λευκά Κράνη στη Συρία καιο τούρκος δημοσιογράφος και πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Τζουμχουριέτ» Τζαν Ντουντάρ, που το 2015 συνελήφθη από τις τουρκικές Αρχές και σήμεραέχει διαφύγειστη Γερμανία.