Εδώ και πολλά χρόνια η Σίσσυ Παπαθανασίου είχε μια πρωτοβουλία και την υλοποίησε με μεγάλη επιτυχία. Δεν γνωρίζω τα βαθύτερα κίνητρά της, αλλά υποπτεύομαι πως είναι πολλά. Εν πρώτοις θα γνώριζε, όπως και πολλοί του χώρου της θεατρικής αγοράς, πως υπάρχουν πολλοί νέοι (και όχι λίγοι και παλαιότεροι) συγγραφείς που γράφουν θέατρο και τα έργα τους είναι στο συρτάρι. Δεύτερον έχει περάσει δυστυχώς ανεπιστρεπτί η εποχή που το νεοελληνικό θέατρο έγινε ζητούμενο και των ανθρώπων του θεάτρου και του κοινού. Ο Κουν, παλιότερα το Εθνικό Θέατρο, ο Παπαγεωργίου της Στοάς, ο Βουτέρης, ο Αρμένης, ο Παπαβασιλείου, ο Στάικος, ο Μαργαρίτης, ο Γιώργος Μιχαηλίδης και ο Ευαγγελάτος ευρύνοντας προς τα πίσω χρονικά το ελληνικό δραματολόγιο τρεις αιώνες πλούτισαν την ιστορία του θεάτρου μας, και επιχείρημα σαφές: είναι μια δραματουργία ακμαία και συγκρίσιμη με αρκετές σύγχρονες ευρωπαϊκές δραματουργίες. Τώρα σε μια μεταμοντέρνα υστερία ανιχνεύονται, από ύποπτα, κατευθυνόμενα από μειονότητες κέντρα της Μεσευρώπης, έργα που υπονομεύουν και την αυθεντική ελληνική κοινωνική, ηθική και οικονομική συγκυρία και αλλοιώνουν μια παράδοση θεατρικής γραφής που μόνο πως δεν είναι ποικίλη μπορεί να κατηγορηθεί. Από τον Ψαθά στον Βασίλη Ζιώγα και από τον Σακελλάριο και τον Τσιφόρο στον Διαλεγμένο, τον Μανιώτη.
Από τον υπερρεαλιστή Ζιώγα στον νατουραλιστή Διαλεγμένο, από τον βιτριολικό Μάτεσι στον ανατρεπτικό Ποντίκα, από τον ηθογράφο αιχμής Διαλεγμένο στον ανατόμο της αστικής ανηθικότητας Μουρσελά. Δεν κάνω κατάλογο. Αλλά απελπίζομαι όταν γνωρίζω πως είναι άπαιχτη «Η βουή» του Μάτεσι και η «Υπόθεση Κ.Κ.» του Σκούρτη και τώρα με φρέσκο τον τάφο του δεν αναγγέλθηκε από το Εθνικό Θέατρο το αριστούργημα του Μουρσελά «Το ενυδρείο» ίσως γιατί κάποιοι φοβούνται το οδυνηρό του βλέμμα πάνω στη σημερινή έκπτωση του αριστερού σε εργολάβο ιδεών. Ενα τρίτο στοιχείο που ωθεί τη Σίσσυ Παπαθανασίου να οργανώνει τις δημόσιες επαγγελματικές πάντα (επιστρατεύοντας σημαντικούς συντελεστές) αναγνώσεις θεατρικών έργων στο συρτάρι είναι η οικονομική και θεατρική κρίση. Ομολογώ πως εκτιμώ αυτή τη λύση από την άλλη κάποιων που μην έχοντας τα οικονομικά μέσα να στήσουν μια πλήρη παράσταση, χωρίς σκηνικά, τάχα μου με τις φόρμες της δουλειάς, με δυο-τρεις ηθοποιούς να παίζουν Σαίξπηρ και άλλα πολυπρόσωπα έργα, κλασικά ή σύγχρονα, εμφανίζουν την κατανοητή έλλειψη μέσων ως Αισθητική Αποψη. Μου θυμίζουν εκείνους που ξόδεψαν την περιουσία τους σπάταλα και περιφέρονται ζητιανεύοντας με το πρόσχημα πως δεν έχουν λεφτά να πάρουν φάρμακα!
Δεν είναι όλα τα έως τώρα έργα που διαβάστηκαν στις δημόσιες αναγνώσεις της Σίσσυς Παπαθανασίου, συχνά από σπουδαίους ηθοποιούς που τους έδωσαν κύρος σε διδασκαλία σπουδαίων επαγγελματιών σκηνοθετών, καλά και παραστάσιμα. Αλλά η δημόσια ακρόαση κατ’ αρχάς βοηθεί τον ίδιο τον συγγραφέα να ακούσει κυρίως τον λόγο του, να ελέγξει τη δομή του, να ακούσει την αντίδραση του κοινού και κυρίως να συλλάβει τα λάθη του. Τα λάθη έχουν συνήθως να κάνουν και με την τεχνική της μετάβασης ενός κειμένου γραπτού σε προφορικό σκηνικό λόγο. Αν ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης είχαν τιμηθεί στην εποχή τους με μια δημόσια ανάγνωση ή μια παράσταση των έργων τους, ώστε να δουν και να ακούσουν τα ποιητικώς εξαίσια έργα τους αλλά σκηνικώς φλύαρα, αδρανή και δραματικά…
Δεν είναι πάντα εύκολο στις επαγγελματικές τρέχουσες υποχρεώσεις που έχει ένας κριτικός, που υποχρεούται να παρακολουθεί το τρέχον ρεπερτόριο, να παρακολουθήσει όλες τις αναγνώσεις που οργανώνει τόσα χρόνια ο θεσμός ήδη που καθιέρωσε η Παπαθανασίου. Βέβαια, τόσο πολλά χρόνια στο επάγγελμα, δέχομαι σωρεία από άπαιχτα ελληνικά έργα που έχουν την καλοσύνη να μου στέλνουν νέοι και παλιότεροι συγγραφείς. Και έχω, νομίζω, την πείρα να διαγνώσω πόσα από αυτά έχουν θεατρικώς υποσχόμενη μοίρα.
Φέτος οι αναγνώσεις έγιναν στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου και είδα τρεις. Σήμερα θα με απασχολήσουν δύο που μορφολογικά συγγενεύουν και την άλλη Δευτέρα θα αναλύσω την τρίτη της Ναταλίας Κατσού που έχει άλλη αισθητική γραμμή.
Ο Γιάννης Σολδάτος δεν είναι νέος συγγραφέας. Είναι κινηματογραφικός σκηνοθέτης, θεατρικός, πεζογράφος και ο έγκυρος ιστορικός του νεοελληνικού κινηματογράφου. Και κάτι επίσης σημαντικό: ως εκδότης έχει εκδώσει τα άπαντα πολλών μετακαμπανελλικών θεατρικών συγγραφέων! Αρκετά θεατρικά έχουν ήδη παιχτεί. Συχνά αιφνιδιάζει με τις θεατρικά απροσδόκητες συναντήσεις ελλήνων δημιουργών που πιθανόν δεν συναντήθηκαν στη ζωή: π.χ. Βιζυηνός στο ψυχιατρείο με τον Παπαδιαμάντη!
Βέβαια, αυτές οι συναντήσεις είναι πλέον ευρωπαϊκή μόδα και έχουμε δει απροσδόκητες πάντα συναντήσεις ψυχιάτρων, ατομικών φυσικών, μουσικών συνθετών κ.τ.λ.
Μια φόρμα που χωράει τέτοιου ποιού αξιοποίηση είναι ο Καραγκιόζης. Οι χάρτινοι ήρωες του παραδοσιακού αυτού θεάματος κατά καιρούς έχουν συναντηθεί με τον Μεγαλέξαντρο, τον Καραϊσκάκη, τον λήσταρχο Νταβέλη, αλλά έχουν ταξιδέψει και με διαστημόπλοιο στη Σελήνη, όπως και στις Βρυξέλλες και την Κοινή Αγορά.
Ο Φώτος Πολίτης έχει γράψει θεατρική σάτιρα «Καραγκιόζης ο Μέγας», ο Θεόδωρος Συναδινός με Καραγκιόζη τη Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Γιώργος Σκούρτης με τον Λαζάνη, ο Αβδελιώδης, πρόσφατα ο καθηγητής Βιβιλάκης. Καραγκιόζη έγραψαν για το θέατρο και ο Ρώτας και ο Αλέξης Δαμιανός και στον κινηματογράφο με καραγκιοζοπαίχτη τον Καζάκο ο Λευτέρης Ξανθόπουλος.
Ο Σολδάτος συναντά τις φιγούρες του Καραγκιόζη με την κυρία Μέρκελ και τους μετανάστες που ξεβράζονται νεκροί ή ζωντανοί στα ελληνικά νησιά. Και εξαντλεί όλα τα ευρήματα του μπερντέ με μια σάτιρα ευθεία και κυνική μεταφέροντας τα ήθη των σκιών στους σκιώδεις ανθρώπους που κυβερνούν διαχρονικά αυτόν τον τόπο: Χατζιαβάτηδες, Μπαρμπαγιώργηδες, Σταύρακες, Σιόροι Διονύσιοι, Κολλητήρια. Απλώς τη θέση του πασά και της Βεζιροπούλας έχει πάρει η γερμανίδα πρωθυπουργός που μοιράζει λεφτά, οφίκια, ψίχουλα και Μνημόνια. Και η όλη κρίση του συστήματος, μετανάστες, φυγάδες και εξορίστους. Την πολύ καλή θεατρική ανάγνωση σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Παντελιάς και έντυσε η Ιωάννα Τσάμη. Μουσική και τραγούδια έπαιξε με ορχήστρα επί σκηνής ο Πανίνος Δαμιανός. Τον ρόλο του Καραγκιόζη έπαιξε έξοχα ο Γεράσιμος Γεννατάς και του συμπαραστάθηκαν σε ποικίλους ρόλους η Ευγενία Αποστόλου, η Τατιάνα Παπαμόσχου, ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, η Μαριάννα Λαμπίρη, ο Σπύρος Βάρελης, ο Γιάννης Στρατάκης, η Ελλη Μπόμπολη και ο έξοχος ηθοποιός και μίμος Κλέαρχος Παπαγεωργίου.
Ο Βαγγέλης Χρόνης είναι ένας δόκιμος ποιητής και εξόχως υποψιασμένος έλληνας σκεπτόμενος αλλά και γνώστης βαθύς της ελληνικής πραγματικότητας. Για πρώτη φορά δοκιμάζει, νομίζω, να γράψει θέατρο και παρουσίασε έναν άκρως ενδιαφέροντα και τολμηρό ως θέμα μονόλογο. Ενας σύζυγος μονολογεί ενώ η γυναίκα του είναι νεκρή στο κρεβάτι το συζυγικό. Ο επικήδειος είναι ένα δύσκολο θέμα. Θυμίζω τον έξοχο επικήδειο του Ιάκωβου Καμπανέλλη αλλά και τον επικήδειο του Ιωάννη Κονδυλάκη και παλιότερα του Μητσάκη. Δύσκολο θέμα και συνήθως ακροβατική η γραφή του, αφού συνήθως δίπλα στα συγκινητικά και επαινετικά εμφιλοχωρούν κριτική, σάτιρα, απέχθεια και μίσος. Ο Χρόνης καλείται να ισορροπήσει τα δύο αυτά συστατικά του κλασικού κλαυσίγελου. Εχει θεατρικό λόγο, αλλά η απειρία του (που η ανάγνωση, νομίζω, θα τον προβληματίσει) τον οδηγεί σε επαναλήψεις. Η επανάληψη φράσεων, σκέψεων στο θέατρο έχει δύο μόνο εκδοχές: την πλήξη και την κωμικότητα. Πρέπει να αποφεύγεται η πρώτη. Το κείμενο του Χρόνη θέλει κούρεμα και δεν θα χάσει την αποτελεσματικότητά του, τον βεβαιώ. Γιατί ένας σύζυγος που μονολογεί στο νεκρικό κρεβάτι της γυναίκας του και συνεχώς μιλάει για φορέματα, παπούτσια, ταξίδια, γεύματα, κοινωνικές σχέσεις, τελετές και φούμαρα και δεν υπάρχει ούτε μία προσωπική ανάμνηση, μια ουσιαστική έστω σαρκική αναφορά σχέσης, είναι ένας υποκριτής, έμβλημα μιας κοινωνίας εθιμικού και χρηστικού τρόπου ζωής. Και ο μονόλογος του Χρόνη ως προς το περιεχόμενο και τον στόχο έχει ισχυρό λόγο υπάρξεων.
«Οταν ο Καραγκιόζης συνάντησε τη Μέρκελ στα Εξάρχεια»
Κείμενο: Γιάννης Σολδάτος
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Παντελιάς
Ερμηνείες:Γεράσιμος Γεννατάς, Ευγενία Αποστόλου, Τατιάνα Παπαμόσχου, Αυγουστίνος Ρεμούνδος, Ιωσήφ Ιωσηφίδης κ.ά.
«Και τώρα τι κάνουμε;»
Κείμενο: Βαγγέλης Χρόνης
Ερμηνεία: Αντώνης Καφετζόπουλος, συμμετέχει η Γιολάντα Μπαλαούρα