Τον Ιούνιο του 2016, περίπου 100 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Κωνσταντινούπολης, βρήκε μια χριστιανική επιτύμβια στήλη, η οποία έγραφε «Ενθάδε κείται η δούλη του Θεού Χρυσούλα Ροδάκη θανούσα τη δεκάτη ογδόη Μαρτίου 1887». Σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά, ο τούρκος κινηματογραφιστής Κερέμ Σογιλμάζ συνεχίζει την αναζήτηση των απογόνων της Χρυσούλας Ροδάκη στην Ελλάδα πια, προκειμένου να τους παραδώσει την πλάκα.
Η ιστορία ξεκινά στο χωριό Καρατζάκιοϊ (Karacakoy) της Τουρκίας. Στις αρχές του προηγούμενου καλοκαιριού στο χωριό βρέθηκε και ο 32χρονος Κερέμ. Αυτό, άλλωστε, είναι το χωριό της μητέρας του. Ενα πρωί κι ενώ έτρωγε πρωινό είδε, όπως λέει στα «ΝΕΑ», από το διπλανό σπίτι, στο οποίο πραγματοποιούνταν εργασίες ανακαίνισης, να βγάζουν μια πλάκα για να την πετάξουν στα σκουπίδια. «Αμέσως, πετάχτηκα. Κάτι με τράβηξε σε αυτή την καλαίσθητη πλάκα. Αρχικά δεν ήξερα τι ήταν ή τι έγραφε. Εμαθα πως κατά τη διάρκεια των εργασιών τη βρήκαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, σε ένα μικρό δωμάτιο. Πήγα στην ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια του σπιτιού και ρώτησα αν θα μπορούσα να την πάρω και μου διευκρίνισε πως έτσι κι αλλιώς είχαν σκοπό να την πετάξουν. Μου εξομολογήθηκε δε πως όταν βρήκαν τη συγκεκριμένη πλάκα στο σπίτι, θεώρησαν πως μαζί της θα ήταν θαμμένος και θησαυρός, οπότε ξεκίνησαν να ψάχνουν για χρυσό» δηλώνει ο Κερέμ Σογιλμάζ.
Από εκείνη την ημέρα άρχισε για τον 32χρονο Τούρκο ένας αγώνας αναζήτησης. «Ποια ήταν αυτή η Χρυσούλα Ροδάκη; Ποια ήταν τελικά η ιστορία του χωριού της μητέρας και της γιαγιάς μου; Τα ερωτήματα αυτά με έκαναν να αναζητήσω την οικογένεια αυτής της γυναίκας, ώστε να τους παραδώσω κάτι που τους ανήκει».
Η αναζήτηση ξεκίνησε από το ίδιο το χωριό όπου βρέθηκε η επιτύμβια στήλη. «Αρχισα να ρωτώ αρχικά τη γειτονιά, σιγά σιγά διεύρυνα τον κύκλο και ρωτούσα τους επιχειρηματίες της περιοχής αλλά και τους πιο ηλικιωμένους κατοίκους, με την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να γνώριζαν» τονίζει ο Κερέμ. Το μοναδικό που έμαθε, όπως λέει, τους πρώτους μήνες της αναζήτησης και έπειτα από διαδικτυακή έρευνα ήταν για την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, σύμβαση που υπεγράφη στη Λωζάννη και αφορούσε περίπου ενάμιση εκατομμύριο Ελληνες που ζούσαν στην Τουρκία και μισό εκατομμύριο μουσουλμάνους που βρίσκονταν στην Ελλάδα. «Τότε πρέπει να έφυγαν και οι τελευταίοι έλληνες κάτοικοι του χωριού. Μέσα από την έρευνα που έκανα βρήκα πως τελικά οι δικοί μου πρόγονοι ζούσαν με την οικογένεια της Ροδάκη. Αναζητώντας τους απογόνους της γυναίκας αυτής, βρήκα τελικά την ιστορία της δικής μου οικογένειας» λέει ο Κερέμ.
Με τους απογόνους, όμως, της Χρυσούλας Ροδάκη δεν είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή κάποια τύχη. Απευθύνθηκε σε μη κυβερνητικές οργανώσεις, έκανε επαφή με φορείς της Τουρκίας που ασχολούνται με το θέμα της ανταλλαγής πληθυσμών, αλλά η απάντηση που πήρε ήταν πως είχαν πληροφορίες μόνο για τους Τούρκους της ανταλλαγής και όχι για τους Ελληνες. Η προσπάθειά του βρήκε περισσότερους συμμάχους και υποστηρικτές μόλις το φετινό καλοκαίρι. Στα τέλη Ιουνίου αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έφτιαξε τη σελίδα στο facebook «Searching Rodaki» («Ψάχνοντας τη Ροδάκη»).
Αμέσως, τα σχόλια και τα μηνύματα έπεσαν βροχή. «Μέσα στο καλοκαίρι η ανταπόκριση από Ελλάδα, Τουρκία αλλά και άλλες χώρες ήταν συγκινητική. Υπήρξε κόσμος που μου έγραφε για να μου δώσει απλά συγχαρητήρια για την προσπάθεια, άλλοι μοιράστηκαν μαζί μου πληροφορίες που θεώρησαν ότι θα με βοηθήσουν, άλλοι πάλι θέλησαν να με κατευθύνουν για να μην ψάχνω στα τυφλά. Ολοι, όμως, επέμεναν να συνεχίσω».
Μια γυναίκα, θυμάται ο Κερέμ, του έγραψε σε μήνυμά της πως η Χρυσούλα Ροδάκη ήταν πιθανότατα παιδί, γιατί, όπως του διευκρίνισε, εκείνη την εποχή τα παιδιά που πέθαιναν τα έθαβαν δίπλα στο σπίτι, «προκειμένου να βρίσκονται κοντά στις μητέρες τους». Ανάμεσα στα δεκάδες σχόλια που άφησαν χρήστες του facebook κάτω από τη φωτογραφία της στήλης υπήρχαν κι αυτά που ανέφεραν πως υπάρχουν γυναίκες – κάτοικοι της Χίου με το επώνυμο Ροδάκη, ενώ μια χρήστρια έγραψε στον Κερέμ πως στη Μυτιλήνη υπάρχει γυναίκα που έχει το ίδιο ακριβώς όνομα, Χρυσούλα Ροδάκη, και πως μπορεί να έχει κάποια σχέση με τους απογόνους που αναζητά εκείνος.
Πολύ χρήσιμα, βέβαια, βρήκε ο τούρκος κινηματογραφιστής τα μηνύματα εκείνα που επεσήμαιναν πως οι Ελληνες από το συγκεκριμένο τουρκικό χωριό μετεγκαταστάθηκαν στο χωριό Δορκάδα της Θεσσαλονίκης. «Κι αυτή την πληροφορία τη βρήκα ιδιαίτερα χρήσιμη, αφού karaca (το χωριό στην Τουρκία λέγεται Karacakoy) είναι στην ελληνική γλώσσα το ζαρκάδι ή η δορκάδα. Εψαξα στη συγκεκριμένη περιοχή, ωστόσο από τη μέχρι τώρα έρευνά μου δεν υπάρχει κάποιος Ροδάκης εκεί».
Αυτές τις ημέρες ο Κερέμ Σογιλμάζ επικοινώνησε και με το ελληνικό τμήμα του Ερυθρού Σταυρού και μάλιστα απευθύνθηκε στο τμήμα αναζητήσεων ανθρώπων. Ομως, η απάντηση που πήρε δεν βοήθησε στην έρευνά του, αφού, όπως τον ενημέρωσαν, θα πρέπει για να κινηθεί η διαδικασία αναζήτησης να γίνει αίτημα από κάποιο συγγενικό πρόσωπο. «Οπότε καταλαβαίνετε πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο».
Το κυνήγι των απογόνων της Ροδάκη έχει γίνει αυτοσκοπός για τον 32χρονο. «Παρόλο που μέχρι στιγμής δεν έχει ευοδώσει η έρευνά μου, θα συνεχίσω να τους αναζητώ. Κι ελπίζω να τους βρω και να έρθω στην Ελλάδα να τους παραδώσω την πλάκα. Μέχρι στιγμής έχει εξελιχθεί σε ένα ταξίδι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κι έχω καταλήξει σε ένα συμπέρασμα: αυτή την επιτύμβια στήλη δεν τη βρήκα, αλλά με… βρήκε εκείνη» λέει.
Ο Κερέμ Σογιλμάζ μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Δανία. Εργάζεται ως κινηματογραφιστής στον τομέα του εμπορίου και της διαφήμισης. Η έρευνα εδώ και ενάμιση χρόνο, όμως, στάθηκε η αφορμή για να δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ για όλη την προσπάθεια, «που θα είναι και η μεγαλύτερη δουλειά που έχω κάνει μέχρι τώρα. Μέσα από όλη αυτή την προσπάθεια συνειδητοποίησα πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε την ιστορία μας, τις ρίζες μας, την ταυτότητά μας».
Αυτός είναι και ο λόγος που καταγράφει και κινηματογραφεί κάθε συνέντευξη που παίρνει από κατοίκους περιοχών, από εκπροσώπους φορέων στους οποίους έχει απευθυνθεί, παίρνει πλάνα από το σπίτι όπου βρέθηκε η στήλη αλλά και από το τουρκικό χωριό. Καταγράφει ακόμη και τις συνεντεύξεις που δίνει ο ίδιος ο Κερέμ στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. «Συγκεντρώνω το υλικό για να είμαι έτοιμος για το ντοκιμαντέρ, ώστε να προσθέσω μόνο τις εικόνες από τη συνάντηση με τους ανθρώπους αυτούς».