θεατρική συγγραφέας
σκηνοθέτης
θεατρικός κριτικός των «ΝΕΩΝ»
Ρούλα Γεωργακοπούλου,
θεατρική συγγραφέας
«Το εφικτό της μοναξιάς,η έλξη της ήττας»
Δεν ξέρω αν ωφελεί να μιλάμε «τεχνικά» για τη Λούλα Αναγνωστάκη. Η ίδια δεν άφησε πολλά περιθώρια για μια τέτοια συζήτηση αφού η φόρμα της, εκεί που πας να την πιάσεις σου ξεφεύγει κι από έργο σε έργο μεταμορφώνεται και σου ξεγλιστράει, αποδεικνύοντας ότι όλες οι τεχνικές είναι ταιριαστές, αρκεί να είσαι η Λούλα Αναγνωστάκη. Απ’ αυτήν την άποψη χαίρομαι πολύ που παίδεψε την κριτική η οποία προσπάθησε να εξηγήσει τα έργα της πάνω στη βράση τους, ενώ αυτά έχουν έναν άλλον προνομιακό θεατή, διαθεσιμότερο και ίσως συναισθηματικά ευφυέστερο που δεν μπορεί παρά να υπάρξει μόνον στο μέλλον.
Δεν τον βλέπω ακόμη αυτόν τον θεατή αλλά μ’ αρέσει να τον φαντάζομαι. Τι θα πει άραγε για την «Κασέτα» ή την «Παρέλαση» ή τη «Συναναστροφή», μέσα σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο από εκείνο που τις είδαμε εμείς, χωρίς τις βοηθητικές ρόδες της πρόσφατης μνήμης; Εναν θεατή που δεν θα τον φτάνει η υπνωτιστική αχλή του υπογείου του Κουν και που το επικαιρικό ή ιστορικό πλαίσιό τους δεν θα του λέει πια και σπουδαία πράγματα. Γιατί κάπως έτσι χειραφετούνται τα θεατρικά έργα. Οταν διαρρηγνύουν τη σχέση τους με τις αιτίες που τα γέννησαν κι αρχίζουν σόλο καριέρα σε ένα άλλο σύμπαν που δεν λειτουργεί πια με το σεβασμό και τις αναφορές αλλά με πιο καθαρά καύσιμα , δηλαδή με τη δύναμη του ίδιου του έργου.
Εμείς, μόνον πρόβες μπορούμε να κάνουμε με το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη. Ωραίες πρόβες, δημιουργικές και κάπως ωφελιμιστικές αφού μέσω αυτών προσπαθούμε να γίνουμε νοματαίοι της Ιστορίας, να βρούμε τον ρόλο μας, το πολιτικό και ψυχικό μας αποτύπωμα, την συνενοχή που μας συγκροτεί και μας δίνει ταυτότητα ή κάτι σαν ταυτότητα, μέχρι νά ‘ρθει το μεγάλο κύμα του χρόνου να σβήσει κι εμάς από το χάρτη.
Δυστυχώς είμαι κι εγώ θεατής του παρόντος. Δεν μπορώ να ξεμπλέξω τα έργα της από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα παρακολούθησα. Το «Σ’ εσάς που με ακούτε» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων ένα βράδυ του 2003, ενώ έξω η Αθήνα καιγόταν από δακρυγόνα και μολότοφ. Κι ήταν σα να έπρεπε να βγει κάποιος και να πει σ’ όλους αυτούς τους δράστες του παρόντος «παρακαλώ, περάστε μέσα στην αίθουσα. Ορίστε η σκηνή. Ανεβείτε πάνω και πείτε τα λόγια σας, μπας και συνεννοηθούμε επιτέλους». Ή το «Ο ουρανός κατακόκκινος» το 1998 στο Εθνικό, σε μια εποχή που δεν είχαν μπει ακόμα οι προβολείς, οι σεκιουριτάδες και το κάγκελο. Κι ήταν σαν η Βέρα Ζαβιτσιάνου να είχε έναν απευθείας και ανεμπόδιστο διάλογο με τα πρεζόνια και τους αλκοολικούς, τους βαρυποινίτες της Αγίου Κωνσταντίνου και της Μενάνδρου.
Στο «Διαμάντια και μπλουζ» είχα μια παρόμοια εξωσωματική εμπειρία. Στριμωγμένη στα πίσω καθίσματα προσπαθούσα να βρω τη θέση μιας σταρ σαν την Τζένη Καρέζη μέσα στο σύμπαν της Λούλας Αναγνωστάκη και την έβρισκα νομίζω στις διπλανές μου λυπημένες αστές, με τις πέρλες και τα όμορφα ρούχα που συνωστίστηκαν κι αυτές στον ίδιο χώρο, μήπως και βρουν το δίκιο τους, κάποιον που να σταθεί πάνω τους το μάτι του.
Αν γινόταν κατακλυσμός και μου έλεγαν ότι έχω δικαίωμα να σώσω μόνον ένα έργο της Λούλας Αναγνωστάκη θα έβαζα στον κόρφο μου τη «Νίκη». Οχι γιατί είναι το καλύτερο έργο της αλλά γιατί αυτό είναι, νομίζω, το έργο που πρέπει να έχουν σαν άπιαστο μέτρο όλες οι γυναίκες που γράφουν θέατρο. Ενα έργο πολιτικό, υπαρξιακό, ποιητικό, πλήρες και στέρεο. Από μια σπουδαία γυναίκα που τα είπε όλα για το εφικτό της μοναξιάς και την έλξη της ήττας με πρόσχημα τον εμφύλιο, την μετανάστευση και την προδοσία. Κάτω απ’ αυτόν τον πήχη θα κάνουμε για πάντα τα άλματά μας. Ακυρα και επιτόπου πηδηματάκια. Αλλά είναι ωραία η θέα όταν κοιτάς από χαμηλά.
Δηώ Καγγελάρη,
θεατρολόγος
«Μουσικότητα και σιωπές»
«Εχετε δει τόσο άσπρη επιδερμίδα;», λέει ο Κίμων για την Ελισάβετ στο μονόπρακτο «Η Πόλη». «Tόσο άσπρη επιδερμίδα», επαναλαμβάνει ο Φωτογράφος «σαν ηχώ». Θυμόμουν αυθόρμητα αυτόν τον διάλογο κάθε φορά που συναντούσα τη λευκή, πορσελάνινη Λούλα στο σπίτι της οδού Καψάλη. Την ίδια εικόνα ανασύρω και τώρα που την αποχαιρετώ.
Η είσοδος της Λούλας Αναγνωστάκη στο θέατρο γράφτηκε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης με την τριλογία Η Πόλη στις 15 Μαΐου 1965. Προσπαθώ να τη φανταστώ «αθόρυβη, θορυβημένη μάλλον από την πρώτη αντιμετώπιση της δημοσιότητας», όπως διαβάζω στον Τύπο της εποχής, να στέκεται «σε κάποια παράμερη γωνιά και με δυσκολία στο τέλος της πρεμιέρας» να παρουσιάζεται στη σκηνή «για να δεχθεί τα πρώτα χειροκροτήματα που της χάρισαν οι θεατές».
Oι κριτικοί σε σπάνια σύμπνοια παραμερίζουν για να περάσει η νέα θεατρική συγγραφέας: «Ετσι κι αλλιώς, ένα είναι βέβαιο: προχτές το βράδυ, στο “εκκολαπτήριο” του Θεάτρου Τέχνης» εγεννήθη ημίν συγγραφεύς». Η Πόλη συνδέει με τόλμη και αυθεντικότητα τον παραλογισμό της ελληνικής πραγματικότητας, της κατοχής, του εμφυλίου και της συνέχειας, με τον «ποιητικό τρόμο» των δραματουργών του «παραλόγου», ενώ ο διάλογος μετατρέπεται σε μονόλογο και ο χώρος γίνεται πρωτίστως εσωτερικό, ψυχικό τοπίο: «Εκείνος τέντωνε το δάχτυλό του σ’ ένα σημείο. “Εκεί”, μου έλεγε, “εκεί πέρα, τα χαράματα ντουφεκίζουν τους καταδικασμένους σε θάνατο».
Tα κείμενα της Αναγνωστάκη από την Πόλη στη Νίκη, κι από τον Ηχο του όπλου στο Ο ουρανός κατακόκκινος και το Σ’ εσάς που μ’ ακούτε αποτελούν τις ψηφίδες ενός ενιαίου έργου. Δραματουργικές στρατηγικές, θεματικά μοτίβα και ατμόσφαιρες, επανέρχονται και ταυτόχρονα τροποποιούνται: Τo άτομο στα γρανάζια της Ιστορίας, η διαλεκτική σχέση του μέσα και του έξω, ο ξένος, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και εφιάλτη, μνήμης και λήθης, η αίσθηση ενός ακαθόριστου φόβου και μιας απροσδιόριστης απειλής, μέσα από μια ζωντανή, θεατρικότατη γλώσσα που σφραγίζεται από μουσικότητα και σιωπές, με υποδόριο χιούμορ, με λέξεις που διασταυρώνουν το ρεαλιστικό με το ποιητικό στοιχείο.
Το θέατρο της Λούλας είναι στοιχειωμένο από τον Αγγελο της Ιστορίας μέσα από ένα βαθύ ανθρώπινο καημό:
«…Κανένα έλεος για μας που αιώνες ολόκληρους βασανιστήκαμε, συρθήκαμε σε άσκοπους πολέμους, σε επαναστάσεις, νικήσαμε και νικηθήκαμε. Εμείς… Οι αισθηματικοί άνθρωποι. Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας».
«Το θαύμα του θεάτρου»
Η έκδοση «Ο ήχος της ζωής» (Καστανιώτης, 2006) περιλαμβάνει 15 κείμενα: ορισμένα δικά της που περιλήφθηκαν σε προγράμματα παραστάσεων, συνεντεύξεις και σημειώσεις ή σκέψεις της. Στις «Σημειώσεις για το θέατρο» η ίδια η συγγραφέας αναφέρεται στην ιδιαιτερότητα του θεατρικού κειμένου: «Το θεατρικό έργο λειτουργεί μόνο σαν σύνολο. Μερικές καλές σκηνές δεν σημαίνουν ποτέ καλό θεατρικό έργο». Και στη συνέχεια επισημαίνει ότι ο θεατρικός συγγραφέας δεν είναι λογοτέχνης. Δεν είναι, δηλαδή, τεχνίτης του λόγου, παρά το γεγονός ότι ο λόγος είναι το εργαλείο του. «Ο θεατρικός συγγραφέας δεν φτιάχνει βιβλία. Φτιάχνει κείμενο για μια παράσταση. Και αυτό είναι το σημαντικό και το εντελώς διαφορετικό: η παράσταση. Η ζωντανή και δημιουργική αναπαραγωγή του κειμένου από τρίτους, τους ηθοποιούς, και η άπιαστη, η φευγαλέα, αλλά πολλές φορές ισχυρότατη επίδρασή του πάνω στο κοινό». Σε μια από τις συνεντεύξεις βέβαια («Σαν να σταματά ο νόμος της βαρύτητας») αναφέρει ότι το θεατρικό έργο είναι αυθύπαρκτο ως λογοτεχνικός λόγος, αλλά ολοκληρώνεται μόνο με τη μεταφορά του στη σκηνή: «Αυτή η τελείωση που εννοώ, που μόνο με την παράσταση πραγματοποιείται, αυτή είναι η συναρπαστικότερη περιπέτεια του θεάτρου που δεν έχουν τα άλλα είδη λόγου: ένα κείμενο αυτοτελές, που όμως έχει τη δυνατότητα να αναπαράγεται διαφορετικά κάθε φορά, να πλουτίζεται διαρκώς με άλλες όψεις, ανοικτό σε εκδοχές και πιθανότητες. Αυτό είναι το θαύμα του θεάτρου».