Εντάξει, δεν τον ευλόγησε κιόλας. Αλλά η ευαρέσκεια που εξέφρασε ο Ιερώνυμος για την ευχή του Βασίλη Τσιάρτα να «γίνουν οι πρώτες αλλαγές φύλου στα παιδιά αυτών που ψήφισαν αυτό το αίσχος» δείχνει ότι ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ενσάρκωση μιας ακραίας φωνής που βγαίνει από μια μορφή μετριοπάθειας. Και ότι ο μισαλλόδοξος λόγος δεν χρειάζεται να είναι πάντα επιθετικός. Μπορεί να εκφράζεται με το πιο μειλίχιο ύφος, να εκβάλλει με χαμηλότατα ημιτόνια.
Ο Ιερώνυμος είναι άνθρωπος του Θεού, διακονεί τη χριστιανική αγάπη. Γι’ αυτό δεν εύχεται «σαν εκείνο το παλικάρι, τον αθλητή» να υποστούν τα παιδιά «αυτό το μαρτύριο». Τους αναγνωρίζει το «δικαίωμα στη ζωή», αναρωτιέται «τι θα μας πουν όταν μεγαλώσουν». Το στυλ της συμπαράστασης δεν είναι άγνωστο στην Εκκλησία. Ο Ιερώνυμος δεν αναγνωρίζει την κανονικότητα που διεκδικεί ο άλλος για τον εαυτό του, δεν του επιτρέπει τον αυτοπροσδιορισμό. Τον λυπάται γι’ αυτό που είναι, τον ελεεί ως ανώμαλο, ως μια αφύσικη οντότητα, ως τερατώδη. Και σαν τον Τσιάρτα, ψέγει εκείνους που επιμένουν ότι η συμπαράσταση δεν μπορεί να είναι ο αποκλεισμός από την κοινότητα αλλά η ένταξη σε αυτήν.
Είναι μια στάση που δεν κάνει τον Αρχιεπίσκοπο μετριοπαθή σε σχέση με τους σκληροπυρηνικούς μητροπολίτες του ούτε περισσότερο ανεκτικό. Δεν έχει σημασία εάν εκείνοι θα καταδικάζουν από τον άμβωνά τους στο πυρ το εξώτερο, ενώ ο ίδιος απλώς επαινεί το «παλικάρι». Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι για να υπερασπιστεί τον συντηρητισμό του, ο προκαθήμενος της Εκκλησίας συντάσσεται με έναν μπρουτάλ και αστοιχείωτο σκοταδισμό. Με τα «παλικάρια».